Μια μικρή χαραμάδα στα στόρια ήταν αρκετή για το λαμπερό φως να μπει στο δωμάτιο. Είχαν γνώση οι φύλακες, όμως... Οι πορτοκαλί κουρτίνες έκαναν τη δουλειά τους, ερμητικά κλειστές, γλυκαίνοντας το φως που έμπαινε. Είχε πάει έντεκα, πρωί Κυριακής. Τα λάτρευε αυτά τα πρωινά, που είχε όλη τη μέρα μπροστά του...
Χουζούρεψε στο κρεβάτι για λίγο, υποθέτοντας το γαλάζιο τ' ουρανού έξω. Δεν της το είχε πει, θα ήταν έκπληξη. Πάτησε ξυπόλητος στο σκάκι κι ένιωσε με ευχαρίστηση τη δροσιά του πατώματος να τον διαπερνά. Στο μπάνιο συνάντησε τον ίδιο τύπο που έβλεπε κάθε πρωί, φρεσκαδούρα αυτή τη φορά από τον ύπνο. Κοιταχτήκανε στα μάτια, καλά ήταν κι οι δυο, άνοιξε τη βρύση κι άφησε να τρέξει παγωμένο νερό. Ανάγκη. Καφές και τσιγάρο. Ξανά στο σκάκι, κουζίνα αυτή τη φορά, κουμπί, κάψουλα, ποτήρι, ένας κύβος ζάχαρης, ξανά κουμπί, παγάκια, καλαμάκι, Nirvana Unplugged στο πικάπ και άπλετο φως από τα ανοιχτά παράθυρα. Τι όμορφη μέρα! Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, όπως τον είχε φανταστεί. Φυσούσε βοριαδάκι, ίσα για να καθαρίζει η ατμόσφαιρα και η δροσιά του έδινε ένα τελευταίο χειμωνιάτικο τόνο, σ' αυτή την ανοιξιάτικη μέρα.
Ήπιε γρήγορα τον καφέ του, αφού έριξε μια πεταχτή ματιά σε διάφορα ενδιαφέροντα κυριακάτικα νέα, κάπνιζοντας δυο τρία απανωτά στριφτά για να ξυπνήσει. Ήταν βιαστικός, ανυπομονούσε να τη συναντήσει. Είχε καιρό να βγει μαζί της και αισθανόταν την ανάγκη να την ξαναδεί, να την ακούσει, να την αγγίξει...
Η μυρωδιά της ήταν σαν την πρώτη φορά. Τον έκλεισε σε μια χαλαρή αγκαλιά κι εκείνος έσκυψε και τη φίλησε στο μέρος της καρδιάς. "Πάμε βόλτα;", τη ρώτησε. Δεν του είχε αρνηθεί ποτέ. Ξεκίνησαν μεσημεράκι με κατεύθυνση ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα μέχρι να βγουν από το αστικό τοπίο, σε μια συγκαταβατική, πρωινά κυριακάτικη σιωπή, που αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω της. Μόλις βγήκαν στην αγαπημένη του επαρχιακή διαδρομή, τη σιωπή έσπασε ένα τραγούδι. Του χαμογέλασε, παρόλο που το τραγούδι μιλούσε για κάποια άλλη... Εκείνος σταμάτησε για μια στιγμή, την κοίταξε και χωρίς να της πει κουβέντα την άρπαξε σ' ένα τρελό χορό, σιγοτραγουδώντας της...
"Questi giorni quando vieni il belle sole
la la la la la-la-la-la la la la la
On days like these when skies are blue and fields are green
I look around and think about what might have been
and then I hear sweet music float around my head
as I recall the many things we left unsaid
its on days like these that I remember
singing songs and drinking wine
while your eyes played games with mine
on days like these I wonder what became of you
maybe today you are singing songs with someone new
I'd like to think you're walking by those willow trees
remembering the love we knew on days like these
its on days like these that I remember
singing songs and drinking wine
while your eyes played games with mine
on days like these I wonder what became of you
maybe today you are singing songs with someone new
Questi giorni quando vieni il belle sole
la la la la la-la-la-la"
Το είχε δει σε ταινία στο σινεμά. Όχι, δηλαδή, στο σινεμά, γιατί η ταινία ήταν παλιά, αλλα σε ταινία του σινεμά, τότε που υπήρχαν κάτι ωραίοι, παλιοί τύποι, άντρες σωστοί, που ξέραν πως να συμπεριφερθούν. Αισθανόταν παλιός άνθρωπος, όχι παλιάνθρωπος. Όταν φτάσαν στο χωριό, η δροσιά από τον πλάτανο και το βοριαδάκι κατεύνασαν λίγο τους χυμούς στα ιδρωμένα από το χορό κορμιά. Κάθησε σε ένα καφενείο στην πλατεία και παρήγγειλε καφέ. Η ερώτηση της σερβιτόρας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
"Η κοπέλα σου που είναι;"
Κάτι τέτοιες μέρες...
Ωδή στην Κυρία μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου