Έμαθα 'γω κι αμοναχός
και δεν παραπονούμαι
ελπίδες μπλιο δεν καρτερώ
και πράμα δε φοβούμαι...
Δεν ξέρω αν σε κατάλαβα, Παππού. Από μικρός τα λόγια σου με συνεπαίρνανε, μου έκανες παρέα ώρες ατέλειωτες, απ' τα Παλάτια της Κνωσσού ως την Ασκητική σου και την Αναφορά στο δικό σου Παππού. Μεγάλωσα μαζί σου και συχνά πυκνά σε ανέφερα, έλεγα ιστορίες σου στις παρέες μου. Ένιωθα μεγάλος απ' όταν ήμουνα μικρός, γιατί μου είχες μιλήσει εσύ. Κι ακόμη μου μιλάς σα να με ξέρεις, μπαίνεις στα τρίσβαθα της ψυχής μου, πιάνεις τον παλμό της και τον συνταράζεις... Να, κάπως έτσι:
"Μεσημέρι. Ένας βραχόκηπος στο βάθος ενός παλιού μοναστηριού. Μήτ΄ένα λουλούδι, μήτ' ένα πράσινο φύλλο, μήτε μια στάλα νερό. Τα δένδρα και τα λουλούδια πρασινίζουν κι ανθίζουν έξω από τον αψηλό αυστηρό τοίχο.
Ο κήπος αυτός είναι μια αμμοδερή έρημο, και στον άμμο της μια δεκαπενταριά βράχοι, μεγάλοι, μικροί, είναι σκορπισμένοι, θαρρείς, όπως έλαχε. Ο Κιζένος ποιητής που, εδώ και τρείς αιώνες, τον φιλοτέχνησε, είχε έναν ξεκάθαρο σκοπό: να υποβάλει την εικόνα μιας τίγρης που φεύγει.
Νοιώθεις ξάφνου, αλήθεια, πως αυτοί οι βράχοι είναι κυριευμένοι από πανικό, καθώς είναι έτσι ορμητικά γυρμένοι, κυλισμένοι ανάποδα, -ένα τρομερό και αόρατο όν πηδάει από τον έναν στον άλλο, και τους τραντάζει σύρριζα.
Μια τίγρη, ή ο Θάνατος, ή ο Ερωτας, ή ο Θεός.
Περπατώ μέσα σε αυτόν τον κήπο, κάτω από το κάθετο φώς, και πόθοι σκοτεινοί φωτίζουνται αγάλι-αγάλι μέσα μου και κρυσταλλώνονται γύρω από έναν σκληρό πυρήνα. Δε γνοιάζουμαι πια για την Αρχή ή για το Τέλος των πραγμάτων. Δεν κάνω πια καμιά υπόθεση. Καταφρονώ κάθε ελπίδα και κάθε βολική ανταρσία. Σκάβω τη γή, το δικό μας χωράφι. Βλέπω με τα μάτια μου, αγγίζω με τα χέρια μου: από την ανόργανη ύλη ίσαμε το φυτό, από το φυτό ίσαμε το ζώο, από το ζώο ίσαμε τον άνθρωπο -κάποιος ή κάτι, εδώ και χιλιάδες αιώνες, ανεβαίνει, ανεβαίνει με αγώνα.
Θέλω να ακολουθήσω το ρυθμό του, να ανέβω μαζί του, να ξεπεράσω τους γονιούς μου, να ξεπεράσω τον εαυτό μου, να παστρέψω μέσα στην καρδιά και στο νού μου το δρόμο για κείνον που ανεβαίνει.
Να πετάξω επιτέλους την ποίηση, την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την ευτυχία!
Να κοιτάξω κατάματα, χωρίς αντικαθρεφτίσματα από ομορφιά, καλοσύνη ή φόβο, την τρομακτική και υπέροχη πραγματικότητα.
Να κάμω λεύτερη καρδιά, κατά την εικόνα αυτού του Βραχόκηπου."*
Ίσως, τελικά, να μην πιάνεις τον παλμό της ψυχής μου. Ίσως να τον δίνεις.
Κι ως έλεγε κι ο φίλος σου ο Ζορμπάς,
Ολομόναχος,
Μυλοποταμίτης
Ώρα καλή!
* Ν. Καζαντζάκης, "Ο Βραχόκηπος"
..έχω μιαν Τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη π'όλο με περιμένει κι όλο την καρτερώ..
ΑπάντησηΔιαγραφή