Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Τριάντα...

Όλα ξεκίνησαν ένα Σαββατιάτικο πρωινό. Πρωινό αξημέρωτο, είχε δεν είχε ανατείλει ο ήλιος, βγήκα με φωνές και κλάματα. Τέσσερα κιλά και κάτι, παιδί ολόκληρο κατά τα λεγόμενα της μάνας, βιαζόμουν από τότε να μεγαλώσω. Ε, λοιπόν, μεγάλωσα.

Συγκεχυμένες αναμνήσεις, παιδικές φωτογραφίες και περιγραφές άλλων με φέρνουν στις πρώτες δικές μου εικόνες. Το σπίτι στο Μασταμπά, τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, η αυλή με την ελιά και τις καρέκλες κάτω απ’ αυτή, ο παππούς και η γιαγιά, η γειτονιά… Κι έπειτα, το χωριό. Τα χωράφια, τα δέντρα, άλλος παππούς και άλλη γιαγιά, το τζάκι στο σπίτι, το υπνοδωμάτιο που κοιμόμασταν όλοι μαζί, τα κατσικάκια που ταΐζαμε με το μπιμπερό, οι κότες, ο Ντικ… Μα πιο έντονα απ’ όλα από εκείνη την εποχή θυμάμαι τις μυρωδιές και τις γεύσεις. Το κατσικίσιο γάλα που μου έφερνε αναγούλα, τις τηγανιτές πατάτες της γιαγιάς στη φωτιά, τις οφτές πατάτες του παππού στη σόμπα, το πιάνο στο σπίτι της νονάς του αδερφού, τη μυρωδιά κάθε ανθρώπου που μ’ άγγιζε… Τα σκληρά γένια του παππού, που μύριζε τσιγάρο και τσικουδιά από τ’ ανοιχτά του πουκάμισα… Τα μαλακά χέρια του προπάππου του Πουλή, τυφλός, καθισμένος πάντα στον καναπέ, το χειροφίλημα στον άλλο παππού και τη γιαγιά στο χωριό και το αναπόφευκτο ζούληγμα απ’ όλους. Και κάτι επιστροφές με το αυτοκίνητο από το χωριό, συνήθως μεσημεριανές, οπωσδήποτε ζεστές και σίγουρα ανυπόφορες, ειδικά όταν είχε μπάλα στο ραδιόφωνο…

Ταξίδια στην Ελλάδα, μυρωδιές, χρώματα, εικόνες από μια ξένοιαστη περίοδο. Αγαπημένοι συγγενείς, οι ράγες του τρένου στο Κιάτο, το πανέμορφο σπίτι της θείας Νίκης, ο επιβλητικός θείος Κυριάκος, οι ξαδέρφες της μαμάς, το κολπάκι που κάναμε μπάνιο… Κι ύστερα το μαγαζάκι του μπαρμπα-Γιάννη στο Περιστέρι, ένα υπογειάκι γεμάτο μικρούς θησαυρούς για παιδιά… Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα πράσινα βατραχάκια με το έλασμα, όπως δε θα ξεχάσω τα όνειρα που έβλεπα παιδί, πως έπαιρνα φόρα εκεί στη Λυκοσούρας και πετούσα στην κατηφόρα. Η θεία Στέλλα και τα ξαδέρφια, ο άλλος προπάππους και η προγιαγιά η Ωραία Ελένη… Από τα ταξίδια θυμάμαι το σπήλαιο του Δυρού, γιατί μου είχε κάνει εντύπωση και τη Σπάρτη, γιατί εκεί έφαγα τα μούτρα μου… Την Κέρκυρα με τα παγωμένα νερά και τα πρωτοεμφανιζόμενα τότε γουότερσπορτς, μα όλα τα υπόλοιπα από φωτογραφίες μόνο και περιγραφές, γιατί τι μνήμη να έχει κανείς ως τα έξι του χρόνια;

Μετά αυτά σταμάτησαν. Τα ταξίδια, οι εκδρομές, μαζί μ’ αυτά και η ξεγνοιασιά των παιδικών χρόνων. Βιαζόμουν να μεγαλώσω, ήρθαν και τα χαστούκια της ζωής… Το πρωί σχολείο, το απόγευμα οικοδομή να βοηθάω το δάσκαλο, τους χειμώνες στο χωριό να μαζεύουμε ελιές, τα καλοκαίρια στον τρύγο, αγγλικά, γερμανικά, βαρούσα υπερωρίες να τα προλάβω όλα, είχα νεύρα, ήθελα να είμαι ο καλύτερος, ο πιο έξυπνος, ο πιο γρήγορος… Σπασικλάκι, μάλλον, όμως είχα και τα καλά μου. Δεδομένου ότι ήμουν καλός, διεκδικούσα κάθε σπιθαμή δίκιου που μου ανήκε, γιατί μου ανήκε δικαιωματικά, δεδομένου ότι ήμουν καλός. Το παιχνίδι σ’ αυτά τα χρόνια ήταν μάλλον σπάνιο, η μπάλα, από τις αλάνες -που εξαφανίζονταν σιγά-σιγά, μεταφέρθηκε στους δρόμους κι άρχισε να γίνεται επικίνδυνη, τα αμίλητα και ακίνητα μεσημέρια που κοιμόταν ο δάσκαλος, τα Μπλέηκ, Ποπάυ και λοιπά κόμικς που δανειζόμουν από το γείτονα, το εικοσάδραχμο που εξασφάλιζε κις, αμίτα και φοφίκο από το μαγαζάκι του κυρ-Γιώργου απέναντι από το σπίτι, η μανία μου για τα ηλεκτρονικά στο καφενείο του χωριού και οπουδήποτε αλλού, κάτι ονειρεμένα απογεύματα στο σπίτι του ξαδέρφου και μερικές ωραίες Κυριακές στην πισίνα του Απολλώνια…

Κι ύστερα μετακόμιση. Δικό μας σπίτι, το σπίτι μας, τι κλάματα εκείνο το πρώτο βράδυ στο καινούριο μου δωμάτιο, στο δικό μου δωμάτιο… Εφηβεία στα κοντά, γυμνασιακά χρόνια, να σου και οι πρώτοι έρωτες, φιλιά με τις ώρες, αγγίγματα και χάδια απονήρευτα, αγνά ερωτικά, δίχως ίχνος χυδαιότητας ή ακόμη και πονηριάς. Μπάσκετ έξω από το σπίτι και στο Τσαλικάκι, βόλτες με τα ποδήλατα, ανηφόρες και κατηφόρες με ονομασίες από τους Dukes of Hazard, Ο ιππότης της ασφάλτου, Ιζνογκούντ και ροκιές στο στερεοφωνικό, καλοκαίρια και χειμώνες, στιγμές οικογενειακές που μοιάζουν τόσο μακρινές… Μεγάλωσα.

Έπειτα, η μετανάστευση του αδερφού μου και η μοναξιά των λυκειακών χρόνων. Η μεταγραφή στο Πειραματικό στην τρίτη λυκείου, νέα πρόσωπα, νέες καταστάσεις, νέοι έρωτες μα και κάτι παλιοί, το φροντιστήριο Ορίζοντες, οι δάσκαλοι Μανδαλάκης και Τζεδάκη, που πολύ τους ευχαριστώ για το στίγμα που άφησαν στην προσωπικότητά μου, ατέλειωτα ξενύχτια σε διαβάσματα και διασκεδάσεις, μια ονειρική πενταήμερη στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα εξετάσεις… Ένα σκασμένο λάστιχο την πρώτη μέρα της Ιστορίας κι ένα σκασμένο τρέξιμο να προλάβω τις πόρτες του σχολείου… Το άγχος του δασκάλου, που έδινε εξετάσεις κι αυτός μαζί μου κι εκείνο το τελευταίο Σάββατο των μαθηματικών, που είδα τις πόρτες του πανεπιστημίου ν’ ανοίγουν διάπλατα μπροστά μου, μόλις βρήκα τη λύση στο 3ο θέμα, λεπτά πριν τελειώσει ο χρόνος…

Κι ύστερα, ξεγνοιασιά. Το πιο απροβλημάτιστο καλοκαίρι της ζωής μου, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς διάβασμα, ένα ταξίδι στη Ζάκυνθο με μια φίλη που έχει χαθεί πια, τα πρώτα μεροκάματα, ναυαγοσώστες γαρ στο Watercity με τον αδερφό και μια απίστευτη παρέα που έκανε τη δουλειά πραγματική διασκέδαση, νέες φιλίες, νέοι έρωτες και τ' αποτελέσματα μιας κοπιαστικής πορείας δώδεκα ετών, σα παλαιωμένο ουίσκι... Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων από το δάσκαλο, με εμφανή σημάδια απογοήτευσης στο πρόσωπό του, καθώς δεν έπιανα σχολές στην Αθήνα, ο εμφανής ενθουσιασμός μου για τις πιθανότητες να περάσω Θεσσαλονίκη και η επιβεβαίωση, όταν βγήκαν οι βάσεις.

Όοοοοοοοοοοοοοο, όοοοοοοοοοοοο,
όοοοοοοοοοοοοοοομορφη Θεσαλλονίιιιιιιιιιιιικη...

Αναγκάζομαι να διακόψω για διαφημίσεις, καθώς κάπου εδώ η αγωνία κορυφώνεται! Οι εξελίξεις ραγδαίες, η δράση καταιγιστική, πηγαίνετε τουαλέτα και μετά κυλικείο για ποπκόρν-λεμονάδα και τα ξαναλέμε...

Intermission-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου