Ω ψυχή μου, σου έμαθα να λες "σήμερα", όπως λένε "άλλοτε" και "κάποτε", και σου έμαθα να χορεύεις το χορό σου πάνω από κάθε εδώ, από κάθε εκεί και από κάθε εκεί πέρα μακριά.
Ω ψυχή μου, σε απάλλαξα από όλες τις γωνιές, σκούπισα από πάνω σου τη σκόνη, τις αράχνες και το ημίφως που σε σκέπαζαν.
Ω ψυχή μου, έπλυνα τη μικρή αιδώ και τη μικρή αρετή της γωνιάς από πάνω σου και σε έπεισα να σταθείς γυμνή μπροστά στα μάτια του ήλιου.
Με την καταιγίδα που ονομάζεται "πνεύμα", φύσηξα πάνω από τη φουρτουνιασμένη σου θάλασσα, έδιωξα όλα τα σύννεφα και έπνιξα ακόμη και τον πνίχτη που λέγεται "αμαρτία".
Ω ψυχή μου, σου έδωσα το δικαίωμα να λες όχι, όπως η καταιγίδα, και να λες ναι, όπως ο ανοιχτός ουρανός: σιωπηλή σαν το φως είσαι τώρα και προχωράς σιωπηλή μέσα από καταιγίδες που αρνούνται.
Ω ψυχή μου, σου ξανάδωσα την ελευθερία σου σχετικά με το δημιουργημένο και το αδημιούργητο: και ποιος γνωρίζει σαν εσένα την ηδονή του μελλούμενου;
Ω ψυχή μου, σου δίδαξα την περιφρόνηση, που δεν έρχεται σαν σκουληκοφάγωμα, τη μεγάλη, γεμάτη αγάπη περιφρόνηση, εκείνην που αγαπά περισσότερο όταν περιφρονεί περισσότερο.
Ω ψυχή μου, σου δίδαξα να είσαι αρκετά πειστική ώστε να πείθεις και τις ίδιες τις αιτίες και να τις κάνεις να έρχονται ως εσένα: σαν τον ήλιο, που πείθει ακόμη και τη θάλασσα και την κάνει να ανεβεί ως το ύψος του.
Ω ψυχή μου, αφαίρεσα από σένα κάθε υπακοή, γονάτισμα και δουλικό λόγο, σου έδωσα τα ονόματα "τροπή της ανάγκης" και "μοίρα".
Ω ψυχή μου, σου έδωσα καινούρια ονόματα και πολύχρωμα παιχνίδια, σε ονόμασα "μοίρα" και "περίμετρο των περιμέτρων" και "ομφάλιο λώρο του χρόνου" και "γαλάζια καμπάνα".
Ω ψυχή μου, έδωσα στο γήινο βασίλειό σου να πιει κάθε σοφία, κάθε καινούριο κρασί και επίσης όλα τα από αμνημονεύτων χρόνων παλιά και δυνατά κρασιά της σοφίας.
Ω ψυχή μου, κάθε ήλιο έχυσα πάνω σου και κάθε νύχτα και κάθε σιγή και κάθε επιθυμία: και τώρα μου μεγάλωσες σα κλήμα αμπέλου.
Ω ψυχή μου, γεμάτη πλούτο και βαριά στέκεσαι εκεί τώρα, ένα κλήμα αμπέλου με φουσκωμένα στήθη και συμπιεσμένα μελαχρινόχρυσα κρασοστάφυλα:
-σφιγμένη και πιεσμένη από την ευτυχία σου, σε αναμονή μπροστά στην αφθονία σου και ντροπαλή για την αναμονή σου.
Ω ψυχή μου, δεν υπάρχει πουθενά μια ψυχή που να αγαπούσε περισσότερο, που να αγκάλιαζε και να περιείχε περισσότερα πράγματα! Που αλλού θα βρισκόταν πιο κοντά μεταξύ τους το μέλλον και το παρελθόν απ' όσο βρίσκονται σε σένα;
Ω ψυχή μου, σου έδωσα τα πάντα, και όλα τα χέρια μου άδειασαν πάνω σου: και τώρα! Τώρα μου λες χαμογελώντας και γεμάτη μελαγχολία: "ποιος από μας πρέπει να πει ευχαριστώ;"
-δεν πρέπει να πει ευχαριστώ εκείνος που δίνει, επειδή παίρνει εκείνος που παίρνει; Το να δωρίζει κανείς δεν είναι επιτακτική ανάγκη; Το να παίρνεις δεν είναι - λυπάσαι;
Ω ψυχή μου, καταλαβαίνω το χαμόγελο της μελαγχολίας σου: ο ίδιος ο πλεονάζων πλούτος σου απλώνει τώρα χέρια που επιθυμούν.
Η αφθονία σου κοιτά τις θάλασσες που παφλάζουν και αναζητά και περιμένει, η επιθυμία της υπεραφθονίας κοιτά μέσα από τον χαμογελαστό ουρανό των ματιών σου!
Και αληθινά, ω ψυχή μου! Ποιος θα έβλεπε το χαμόγελό σου και δε θα ξεσπούσε σε δάκρυα; Οι ίδιοι οι άγγελοι ξεσπούν σε δάκρυα μπροστά στην περίσσεια καλοσύνη του χαμόγελού σου.
Η καλοσύνη σου και η περίσσεια καλοσύνη σου είναι που δε θέλουν να παραπονεθούν και να κλάψουν. Και ωστόσο, ω ψυχή μου, το χαμόγελό σου επιθυμεί τα δάκρυα και το στόμα σου, που τρέμει, τους λυγμούς.
"Κάθε κλάμα δεν είναι παράπονο; Και κάθε παράπονο μια κατηγορία;" Έτσι μιλάς στον ίδιο σου τον εαυτό και γι' αυτό το λόγο προτιμάς, ω ψυχή μου, να χαμογελάς παρά να αδειάζεις έξω τον πόνο σου.
-με ορμητικά δάκρυα να αδειάζεις όλο τον πόνο σου για την αφθονία σου και για όλη την ανυπόμονη ανάγκη που έχει το κλήμα σου για τον αμπελουργό του και για το κλαδευτήρι του αμπελουργού του!
Αν όμως δε θέλεις να κλάψεις, να αδειάσεις με τα δάκρυά σου την πορφυρή μελαγχολία σου, τότε πρέπει να τραγουδήσεις, ω ψυχή μου! -Κοίτα, χαμογελώ και εγώ ο ίδιος, που σου προλέγω εδώ τέτοια:
-να τραγουδήσεις ένα τραγούδι που παφλάζει, ώσπου να γαληνέψουν όλες οι θάλασσες και να ακούσουν την επιθυμία σου,
-ώσπου πάνω σε γαλήνιες, γεμάτες επιθυμία θάλασσες να αρμενίσει η βάρκα, το χρυσό θαύμα, που γύρω από το χρυσάφι του χοροπηδούν όλα τα καλά, κακά, παράξενα πράγματα:
-και πολλά μεγάλα και μικρά ζώα και καθετί που έχει ελαφριά, παράξενα πόδια, ώστε να μπορεί να τρέχει σε μενεξεδένια μονοπάτια,
-προς το χρυσό θαύμα, την εθελόντρια βάρκα και τον αφέντη της: αυτός όμως είναι ο αμπελουργός, που με διαμαντένιο κλαδευτήρι περιμένει,
-ο μεγάλος απελευθερωτής σου, ω ψυχή μου, ο ανώνυμος - - γι' αυτόν μόνο τα μελλοντικά τραγούδια θα βρουν ονόματα! Και αληθινά, μυρίζει ήδη η ανάσα σου μελλοντικά τραγούδια,
-ήδη πυρακτώνεσαι και ονειρεύεσαι, ήδη πίνεις διψασμένα από όλα τα βαθιά και ηχηρά πηγάδια της παρηγοριάς, ήδη ησυχάζει η μελαγχολία σου μέσα στην ευδαιμονία μελλοντικών τραγουδιών!
Ω ψυχή μου, τώρα σου έδωσα τα πάντα καθώς και το τελευταίο που είχα, και όλα τα χέρια μου έχουν αδειάσει πάνω σου: κοίτα, το ότι σου είπα να τραγουδήσεις - αυτό ήταν το τελευταίο μου!
Το ότι σου είπα να τραγουδήσεις, πες τώρα, πες: ποιος από μας πρέπει τώρα - να πει ευχαριστώ; - Κι ακόμα καλύτερα: τραγούδα για μένα, τραγούδα, ω ψυχή μου! Και άφησε εμένα να πω ευχαριστώ!"
Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου