Μετά το λύκειο, τι;
Εκείνο το ονειρεμένο καλοκαίρι έληξε με μια άσπρη τεκίλα. Πάρτυ αποχαιρετισμού για τους επιτυχόντες που ανοίγαμε πανιά, στο σπίτι μιας συμμαθήτριας, είχα καημό και πήγα από νωρίς με το παπί. Εκείνη την εποχή μου είχε κάνει η φίλη μου η Δήμητρα δώρο ένα μπρελόκ λούτρινο παπί, θα καταλάβεις στη συνέχεια γιατί αναφέρεται η σχετικά αδιάφορη αυτή πληροφορία... Μπαίνω στο σπίτι, βλέπω μια άσπρη κουέρβο, "λεμόνια έχουμε;" ρωτώ και βλέπω μια ολόκληρη λεμονιά στον κήπο πίσω. Μαχαίρι, φετούλες, αλάτι και στην πόρτα, τι διάολο με είχε πιάσει; Επί της υποδοχής, όποιος έμπαινε απαραιτήτως θα έπινε μαζί μου μια τεκίλα. Τα πάρτυ τότε ξεκινούσαν ώρες ανθρώπινες, βλ. 9 το βράδυ. Ε, κατά τις 10μισή, ήμουν αγκαλιά με τη λεκάνη. Έναν ελληνικό καφέ και πολλά μπλακ άουτ μετά, με στιγμές διαύγειας άπειρου γέλιου, με πλεον χαρακτηριστική την ατάκα του ταρίφα που θα με μετέφερε σπίτι "εγώ ΑΥΤΟΝ δεν τον βάζω μέσα!", με μια σακούλα του τζάμπο περασμένη από τ' αυτιά, με κόπους και βάσανα, με γύρισαν σπίτι τελικά δεν-ξέρω-πως-δεν-ξέρω-ποιος, με βάλαν στο κρεβάτι με τα ρούχα, μου βγάλαν τα παπούτσια, αφήσαν και τα κλειδιά με το μπρελόκ πάνω στο γραφείο και μ' αφήσαν να κοιμηθώ. Βγαίνει ο δάσκαλος κατά τις μια, δε βλέπει το παπί, σου λέει δε γύρισε ακόμη. Κατά τις δυο το ίδιο, κατά τις τρεις ανησύχησε. Μπαίνει στο δωμάτιο, ανάβει τα φώτα, τρεις λάμπες φθορίου που ώσπου ν' ανάψουν αναβοσβήναν κι εγώ έβλεπα αστραπόβροντα στην ημιθανή σούρα μου... "Που είναι ρε το παπι;" ρωτούσε ο δάσκαλος σηκωχτυπώντας με από το γιακά κι εγώ του απήντησα πως είναι στο γραφείο πάνω...
Τρεις μέρες μετά κι αφού δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα, μου είπε "Γεια" ξεπροβοδίζοντάς με για το νέο μου σπίτι, μακριά από την οικογενειακή εστία και την προστασία της, τη θαλπωρή της. Λογική αντίδραση γονέα, αν κάνει τέτοια εδώ που είμαστε κι εμείς, εκεί τι θα κάνει;
Τι να κάνει, όμως; Παιδάκι ακόμη, 18 χρονών, γιατί τη δεκαετία του '90 τα 18χρονα ήταν ακόμη παιδιά, άντε έφηβοι, δεν είναι σαν τα τσογλάνια που κυκλοφορούν σήμερα κι έχουν ξεσκολίσει από τα 14... Ή μήπως να είπα πολλά; Εν πάσει περιπτώσει, στο μικρό μου σπιτάκι, εκεί σ' ένα στενό Μπότσαρη με Όλγας, εσωτερικό να βλέπει στον ακάλυπτο, δεν πέρασε καιρός μέχρι τις παρυφές της σχιζοφρένειας. Άνοιγα τα παράθυρα και για να δω ουρανό, έπρεπε να κρεμαστώ από το μπαλκόνι και να κοιτάξω ίσα πάνω. Τι αλλαγή, από τη μονοκατοικία στα προάστια του Ηρακλείου, από τη φύση και την εξοχή... Στην πρώτη μου επιστροφή στην Κρήτη, θυμάμαι το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάρω εκείνη την αναλογική φωτογραφική μηχανή και να τραβάω φωτογραφίες βουνά και λαγκάδια, να τα βλέπω να ξεχνιέμαι.
Μόνος στο σπίτι. Οι πρώτες επαφές στη σχολή, οι πρώτες γνωριμίες, η πρώτη -και τελευταία- απογοήτευση. Δε μ' άρεσε. Δεν ήταν έτσι όπως το ονειρευόμουνα. Κόμματα, παρατάξεις, αηδία, σιχασιά, βαρετά μαθήματα, αποξενωμένοι καθηγητές, αποστάσεις αγεφύρωτες στο μυαλό μου... Χαλαρή παρέα με μερικούς συμφοιτητές, άλλο μήκος κύματος. Εκεί που βρήκα πραγματικούς φίλους, ενδιαφέροντες τύπους και απαντήσεις στην εσωτερική μου αναζήτηση, ήταν δυο μέρη. Το Μπόουλινγκ Σίτι, δίπλα στο σπίτι μου, εκεί που έκανα τις πρώτες μου γνωριμίες στην πόλη και η ΧΟΕ, μια χριστιανική οργάνωση που μου μ' έβαλε ν' αναζητήσω το Χριστό, μα εγώ βρήκα τον εαυτό μου...
Ο Στέλιος στο μπαρ, Τζιμ Μπιμ σε σφηνάκια, ατέλειωτες συζητήσεις περί ροκ μουσικής και πολλά τα-ξύδια, η Εύα, συντοπίτισσα και συνταξιδιώτισσα σ' εκείνα τα πρώτα χρόνια, ο "είμαι-εύκολος-φτηνός-ρηχός-και-ενίοτε-διεστραμμένος-ξεκινώντας-απ'-το-ξεφτίλας" Λεωνίδας, ο Σταύρος, ο Τάκης και οι υπόλοιποι τριανταφεύγα τύποι που συχνάζαν στο μπόουλινγκ και τους ακολουθούσα πιστά, σε συναυλίες στο Μύλο του Στεφανίδη, που όλα ήταν τσάμπα χάρις στον Τάκη, σε πρωταθλήματα μπόουλινγκ στην πόλη και εκτός, ωραία παρέα, ρουφούσα σαν το σφουγγάρι και ενίοτε έδινα κι εγώ τα φώτα μου, όπως τότε που τους σταύρωσα να πάμε στη συναυλία των Faithless και με κορόιδευαν, μέχρι που πήγαμε και χοροπηδούσανε σαν τα κατσίκια... Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Milo Z, Πανούσης, Κατσιμιχαίοι, Μαχαιρίτσας, και τι δεν είχα δει εκείνο τον πρώτο χρόνο μ' αυτή την παρέα! Κι εκείνη η συναυλία των Led Zeppelin, το The Song Remains The Same, που είδα από την πρώτη σειρά και μετά έκανα δυο μέρες να βγω απ' το σπίτι δι' ευνόητους λόγους. Ο νοών, νοείτω και ο μη νοών, ανόητος...
Δε θα ξεχάσω την πρώτη φορά που κατέβηκα στο κέντρο με το αστικό, βράδυ, με είχε καλέσει η καθηγήτριά μου η Τζεδάκη για φαγητό στη Μοδιάνο, αλλά έπρεπε να πάω από το σπίτι της κόρης της στη Ναυαρίνου. Το πρεζάκι που δάγκωνε το λάστιχο για να τρυπηθεί μόλις κατέβηκα απ' το λεωφορείο, εκεί στο πάρκο της ΧΑΝΘ, την τυροκαυτερή που δοκίμασα για πρώτη φορά κι έκλαιγα μισή ώρα, κι ως εκ τούτου έκτοτε την ερωτεύτηκα, καθώς μας μένουν αυτά που μας κάνουν να κλαίμε... Δε θα ξεχάσω επίσης τις πείνες της περιόδου εκείνης, τις ατέλειωτες μέρες χωρίς φράγκο στην τσέπη, τα πρώτα μακαρόνια που βγάζαν μάτι μέχρι να μάθω να τα βράζω, τα νερόβραστα κριθαράκια που με στέλναν με παραπεμπτικό στην τουαλέτα και τα ατέλειωτα λεπτά και δευτερόλεπτα μέχρι να περάσουν τα μεσάνυχτα και να πέσει η γαμημένη η βαλέρ στην Πειραιώς, να βγάλω το πεντοχίλιαρο και να πάω να φάω ένα γύρο που είχα ψωμολυσσάξει. Ωραίες εποχές!
Κι είμαι ακόμη στον πρώτο χρόνο;;; Ρε που θα πάει αυτή η ανάρτηση; Συνεχίζω επί τροχάδην.
Εκεί κάπου στα 20, μετά από δυο χρόνια ξεγνοιασιάς, εσωτερικής αναζήτησης και ρεμπελισμού, μια μετακόμιση μετά και με αλλαγές στις παρέες, με φίλους πλέον καλούς, ξαναρχίσαν τα χαστούκια της ζωής. Μια απόλυση στην οικογένεια, ο δάσκαλος στη σύνταξη, ο αδερφός για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο ξανά και η ανέχεια προ των πυλών. Την άλλη μέρα είχα δουλειά. Στο καινούριο μπόουλινγκ που άνοιγε στο εμπορικό κέντρο Μακεδονία, πρώτη επαφή με τον πραγματικό κόσμο της εργασίας, πολύς κόσμος, κλίκες, ισορροπίες, χτυπήματα κάτω από τη μέση αλλά και φραγκάκια, βιοπορισμός, άντε και κάτι γούστα... Στην αρχή στο μπαρ, μετά υποδοχή να δίνω διαδρόμους, μπιλιάρδα και παπούτσια, ήταν της μοδός το μπόουλινγκ και γινόταν καθημερινά πόλεμος με τους αμερικανοτσολιάδες, που λέει κι ο Τζιμάκος... Έξι μήνες κράτησε αυτή η δουλειά, μετά είπα να πάω σε δουλειά γραφείου γι' αλλαγή. Άλλους έξι μήνες κι εκεί, μετά ξανά πίσω στη σχολή, να τελειώνουμε, καθώς η ιστορία αυτή με πήγε πίσω στις σπουδές, μπροστά στη ζωή...
Δεν έζησα φοιτητική ζωή. Δε σύχναζα στο πανεπιστήμιο, δεν έκανα παρέα με συμφοιτητές, δεν έκανα τα πράγματα που έκαναν οι φοιτητές, δεν έπαιζα τάβλι, δεν ξενυχτούσα να ξυπνάω απομεσήμερο, δεν παρακολουθούσα μαθήματα, έκανα άλλα πράγματα. Μα δεν παραπονιέμαι, όλα έγιναν όπως έπρεπε. Ή όπως ήθελα. Δεν έχει και πολλή σημασία, έτσι έγιναν τα πράγματα.
Ξενοίκιασα στα τέσσερα χρόνια και έφυγα, γιατί πλέον ήξερα πως βγαίνει το ψωμί, μιας και είχα δουλέψει κάτι ατέλειωτα νυχτοκάματα στο φούρνο απέναντι από το σπίτι, με αποκορύφωμα εκείνη την αναθεματισμένη Κυριακή της Αποκριάς που βγάλαμε ένα τόνο λαγάνα για την Καθαρά Δευτέρα... Πίσω στην Κρήτη και μετά αναχώρηση για να υπηρετήσω τη μαμά πατρίδα, Θήβα, Ρόδος, Χανιά, μετά πάλι πίσω στο Ηράκλειο σε ατέρμονη αναζήτηση εργασίας και μέλλοντος. Δε χωρούσα, ήθελα να γυρίσω πίσω στη Θεσσαλονίκη, εκεί που ήταν οι φίλοι μου και η ζωή μου. Μαύρη πέτρα είχα ρίξει στο Ηράκλειο και μόλις επέστρεψα μου την πέταξε πίσω. Με βρήκε κατακέφαλα, πήρα κι εγώ μια βαλίτσα ρούχα να πάω να υπηρετήσω ξανά τη μαμά πατρίδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες ως εθελοντής και δε γύρισα ποτέ πίσω... Δε χαιρέτησα κανένα, δεν ήθελα να δώσω εξηγήσεις σε κανένα, πήρα το φευγιό μου κι έφυγα, μετά το πανηγύρι των ολυμπιακών ανέβηκα Θεσσαλονίκη και άρχισα να ψάχνω σπίτι και δουλειά. Βρήκα ένα υπογειάκι, που έγινε η φωλίτσα μου για τα επόμενα πέντε χρόνια, ξεκίνησα και δουλειά σε μια γαλέρα που λεγόταν κίτσεν μπαρ, χαιρετιόμασταν με τους συναδέλφους "γεια σου σκλάβε" - "γεια σου σκλάβε", δε με κρατήσανε πολύ γιατί έβλεπα, άκουγα αλλά μιλούσα κιόλας και η ρεμούλα πήγαινε σύννεφο, με διώξανε γιατί "δεν κάνεις, εσύ πρέπει να γίνεις δημόσιος υπάλληλος" και πήγα σ' ένα άλλο μπαράκι στη Νίκης, το Μιλκ, έπαιρνα τα ίδια λεφτά για να εξυπηρετώ το ένα εκατοστό του κόσμου...
Μιλκ... Από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της ζωής μου, δεν κράτησε βέβαια πάνω από έξι μήνες, μα γνώρισα δυο απ' τους πιο ενδιαφέροντες αντίθετους τύπους στη ζωή μου. Ξανάζησα τους ροκάδες και τους καρεκλάδες και την αιώνια διαμάχη του ροκ με τη ντίσκο, προσωποποιημένα στον Αντρέα και τον Άγγελο, έμαθα τους Chick Corea, Al di Meola, John Mclaughlin, Paco de Lucia, τους War, τους Kraftwerk, τους Odyssey, κι όλα αυτά σ' ένα λαχανί μαγαζί που δεν το έβαζε το μάτι σου, με τρελό γέλιο, ανέκδοτα, ιστορίες γι' αγρίους, τσάμπα ξύδια και κόσμο να μπαινοβγαίνει... Κι ύστερα ένα πρωί, αξημέρωτα για ένα νυχτόβιο μπάρμαν, εκεί γύρω στις 8 που ανοίγουν οι τράπεζες, ένα τηλέφωνο στο κινητό από μια φίλη απ' τα παλιά: "Καλημέρα συνάδελφε!", είπε και μέχρι να πάρω στροφές κόντεψα να κατουρηθώ απ' τη χαρά μου...
Ποιος θα στο 'λεγε, λεβέντη, ότι θα σε παίρναν στο Ίδρυμα και θα πετούσες από τη χαρά σου... Εθνικάριος η φίλη, είχα δώσει στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ για την τράπεζα αλλά δεν πίστευα ποτέ ότι υπήρχε περίπτωση να είναι αδιάβλητος και να πετύχαινα, αν και ήξερα πως είχα γράψει καλά... Ποιος θα στο 'λεγε πριν χρόνια και θα το πίστευες; Κι όμως, καμιά πενηνταριά βιογραφικά μετά χωρίς καμία ανταπόκριση, νταξ, για να μη λέω και ψέμματα, μια εταιρία είχε ανταποκριθεί, στέλνοντάς μου το βιογραφικό πίσω (!!!), πετούσα σου λέω...
Πρωταπριλιά μας πήρανε, σαν ψέμα. Κι ύστερα...
Ύστερα, έχει πολλή πορεία το θέμα. Και για να μην τα ξαναγράφω, mylopotamitis.blogspot.com
Έχει διάφορα κενά η αφήγηση, μπορεί να μην καταλάβεις και πολλά, όποιος κατάλαβε, κατάλαβε όμως.
Κιπ ρίντινγκ.
Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010
Σάββατο 5 Ιουνίου 2010
Τριάντα...
Όλα ξεκίνησαν ένα Σαββατιάτικο πρωινό. Πρωινό αξημέρωτο, είχε δεν είχε ανατείλει ο ήλιος, βγήκα με φωνές και κλάματα. Τέσσερα κιλά και κάτι, παιδί ολόκληρο κατά τα λεγόμενα της μάνας, βιαζόμουν από τότε να μεγαλώσω. Ε, λοιπόν, μεγάλωσα.
Συγκεχυμένες αναμνήσεις, παιδικές φωτογραφίες και περιγραφές άλλων με φέρνουν στις πρώτες δικές μου εικόνες. Το σπίτι στο Μασταμπά, τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, η αυλή με την ελιά και τις καρέκλες κάτω απ’ αυτή, ο παππούς και η γιαγιά, η γειτονιά… Κι έπειτα, το χωριό. Τα χωράφια, τα δέντρα, άλλος παππούς και άλλη γιαγιά, το τζάκι στο σπίτι, το υπνοδωμάτιο που κοιμόμασταν όλοι μαζί, τα κατσικάκια που ταΐζαμε με το μπιμπερό, οι κότες, ο Ντικ… Μα πιο έντονα απ’ όλα από εκείνη την εποχή θυμάμαι τις μυρωδιές και τις γεύσεις. Το κατσικίσιο γάλα που μου έφερνε αναγούλα, τις τηγανιτές πατάτες της γιαγιάς στη φωτιά, τις οφτές πατάτες του παππού στη σόμπα, το πιάνο στο σπίτι της νονάς του αδερφού, τη μυρωδιά κάθε ανθρώπου που μ’ άγγιζε… Τα σκληρά γένια του παππού, που μύριζε τσιγάρο και τσικουδιά από τ’ ανοιχτά του πουκάμισα… Τα μαλακά χέρια του προπάππου του Πουλή, τυφλός, καθισμένος πάντα στον καναπέ, το χειροφίλημα στον άλλο παππού και τη γιαγιά στο χωριό και το αναπόφευκτο ζούληγμα απ’ όλους. Και κάτι επιστροφές με το αυτοκίνητο από το χωριό, συνήθως μεσημεριανές, οπωσδήποτε ζεστές και σίγουρα ανυπόφορες, ειδικά όταν είχε μπάλα στο ραδιόφωνο…
Ταξίδια στην Ελλάδα, μυρωδιές, χρώματα, εικόνες από μια ξένοιαστη περίοδο. Αγαπημένοι συγγενείς, οι ράγες του τρένου στο Κιάτο, το πανέμορφο σπίτι της θείας Νίκης, ο επιβλητικός θείος Κυριάκος, οι ξαδέρφες της μαμάς, το κολπάκι που κάναμε μπάνιο… Κι ύστερα το μαγαζάκι του μπαρμπα-Γιάννη στο Περιστέρι, ένα υπογειάκι γεμάτο μικρούς θησαυρούς για παιδιά… Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα πράσινα βατραχάκια με το έλασμα, όπως δε θα ξεχάσω τα όνειρα που έβλεπα παιδί, πως έπαιρνα φόρα εκεί στη Λυκοσούρας και πετούσα στην κατηφόρα. Η θεία Στέλλα και τα ξαδέρφια, ο άλλος προπάππους και η προγιαγιά η Ωραία Ελένη… Από τα ταξίδια θυμάμαι το σπήλαιο του Δυρού, γιατί μου είχε κάνει εντύπωση και τη Σπάρτη, γιατί εκεί έφαγα τα μούτρα μου… Την Κέρκυρα με τα παγωμένα νερά και τα πρωτοεμφανιζόμενα τότε γουότερσπορτς, μα όλα τα υπόλοιπα από φωτογραφίες μόνο και περιγραφές, γιατί τι μνήμη να έχει κανείς ως τα έξι του χρόνια;
Μετά αυτά σταμάτησαν. Τα ταξίδια, οι εκδρομές, μαζί μ’ αυτά και η ξεγνοιασιά των παιδικών χρόνων. Βιαζόμουν να μεγαλώσω, ήρθαν και τα χαστούκια της ζωής… Το πρωί σχολείο, το απόγευμα οικοδομή να βοηθάω το δάσκαλο, τους χειμώνες στο χωριό να μαζεύουμε ελιές, τα καλοκαίρια στον τρύγο, αγγλικά, γερμανικά, βαρούσα υπερωρίες να τα προλάβω όλα, είχα νεύρα, ήθελα να είμαι ο καλύτερος, ο πιο έξυπνος, ο πιο γρήγορος… Σπασικλάκι, μάλλον, όμως είχα και τα καλά μου. Δεδομένου ότι ήμουν καλός, διεκδικούσα κάθε σπιθαμή δίκιου που μου ανήκε, γιατί μου ανήκε δικαιωματικά, δεδομένου ότι ήμουν καλός. Το παιχνίδι σ’ αυτά τα χρόνια ήταν μάλλον σπάνιο, η μπάλα, από τις αλάνες -που εξαφανίζονταν σιγά-σιγά, μεταφέρθηκε στους δρόμους κι άρχισε να γίνεται επικίνδυνη, τα αμίλητα και ακίνητα μεσημέρια που κοιμόταν ο δάσκαλος, τα Μπλέηκ, Ποπάυ και λοιπά κόμικς που δανειζόμουν από το γείτονα, το εικοσάδραχμο που εξασφάλιζε κις, αμίτα και φοφίκο από το μαγαζάκι του κυρ-Γιώργου απέναντι από το σπίτι, η μανία μου για τα ηλεκτρονικά στο καφενείο του χωριού και οπουδήποτε αλλού, κάτι ονειρεμένα απογεύματα στο σπίτι του ξαδέρφου και μερικές ωραίες Κυριακές στην πισίνα του Απολλώνια…
Κι ύστερα μετακόμιση. Δικό μας σπίτι, το σπίτι μας, τι κλάματα εκείνο το πρώτο βράδυ στο καινούριο μου δωμάτιο, στο δικό μου δωμάτιο… Εφηβεία στα κοντά, γυμνασιακά χρόνια, να σου και οι πρώτοι έρωτες, φιλιά με τις ώρες, αγγίγματα και χάδια απονήρευτα, αγνά ερωτικά, δίχως ίχνος χυδαιότητας ή ακόμη και πονηριάς. Μπάσκετ έξω από το σπίτι και στο Τσαλικάκι, βόλτες με τα ποδήλατα, ανηφόρες και κατηφόρες με ονομασίες από τους Dukes of Hazard, Ο ιππότης της ασφάλτου, Ιζνογκούντ και ροκιές στο στερεοφωνικό, καλοκαίρια και χειμώνες, στιγμές οικογενειακές που μοιάζουν τόσο μακρινές… Μεγάλωσα.
Έπειτα, η μετανάστευση του αδερφού μου και η μοναξιά των λυκειακών χρόνων. Η μεταγραφή στο Πειραματικό στην τρίτη λυκείου, νέα πρόσωπα, νέες καταστάσεις, νέοι έρωτες μα και κάτι παλιοί, το φροντιστήριο Ορίζοντες, οι δάσκαλοι Μανδαλάκης και Τζεδάκη, που πολύ τους ευχαριστώ για το στίγμα που άφησαν στην προσωπικότητά μου, ατέλειωτα ξενύχτια σε διαβάσματα και διασκεδάσεις, μια ονειρική πενταήμερη στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα εξετάσεις… Ένα σκασμένο λάστιχο την πρώτη μέρα της Ιστορίας κι ένα σκασμένο τρέξιμο να προλάβω τις πόρτες του σχολείου… Το άγχος του δασκάλου, που έδινε εξετάσεις κι αυτός μαζί μου κι εκείνο το τελευταίο Σάββατο των μαθηματικών, που είδα τις πόρτες του πανεπιστημίου ν’ ανοίγουν διάπλατα μπροστά μου, μόλις βρήκα τη λύση στο 3ο θέμα, λεπτά πριν τελειώσει ο χρόνος…
Κι ύστερα, ξεγνοιασιά. Το πιο απροβλημάτιστο καλοκαίρι της ζωής μου, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς διάβασμα, ένα ταξίδι στη Ζάκυνθο με μια φίλη που έχει χαθεί πια, τα πρώτα μεροκάματα, ναυαγοσώστες γαρ στο Watercity με τον αδερφό και μια απίστευτη παρέα που έκανε τη δουλειά πραγματική διασκέδαση, νέες φιλίες, νέοι έρωτες και τ' αποτελέσματα μιας κοπιαστικής πορείας δώδεκα ετών, σα παλαιωμένο ουίσκι... Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων από το δάσκαλο, με εμφανή σημάδια απογοήτευσης στο πρόσωπό του, καθώς δεν έπιανα σχολές στην Αθήνα, ο εμφανής ενθουσιασμός μου για τις πιθανότητες να περάσω Θεσσαλονίκη και η επιβεβαίωση, όταν βγήκαν οι βάσεις.
Όοοοοοοοοοοοοοο, όοοοοοοοοοοοο,
όοοοοοοοοοοοοοοομορφη Θεσαλλονίιιιιιιιιιιιικη...
Αναγκάζομαι να διακόψω για διαφημίσεις, καθώς κάπου εδώ η αγωνία κορυφώνεται! Οι εξελίξεις ραγδαίες, η δράση καταιγιστική, πηγαίνετε τουαλέτα και μετά κυλικείο για ποπκόρν-λεμονάδα και τα ξαναλέμε...
Intermission-
Συγκεχυμένες αναμνήσεις, παιδικές φωτογραφίες και περιγραφές άλλων με φέρνουν στις πρώτες δικές μου εικόνες. Το σπίτι στο Μασταμπά, τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, η αυλή με την ελιά και τις καρέκλες κάτω απ’ αυτή, ο παππούς και η γιαγιά, η γειτονιά… Κι έπειτα, το χωριό. Τα χωράφια, τα δέντρα, άλλος παππούς και άλλη γιαγιά, το τζάκι στο σπίτι, το υπνοδωμάτιο που κοιμόμασταν όλοι μαζί, τα κατσικάκια που ταΐζαμε με το μπιμπερό, οι κότες, ο Ντικ… Μα πιο έντονα απ’ όλα από εκείνη την εποχή θυμάμαι τις μυρωδιές και τις γεύσεις. Το κατσικίσιο γάλα που μου έφερνε αναγούλα, τις τηγανιτές πατάτες της γιαγιάς στη φωτιά, τις οφτές πατάτες του παππού στη σόμπα, το πιάνο στο σπίτι της νονάς του αδερφού, τη μυρωδιά κάθε ανθρώπου που μ’ άγγιζε… Τα σκληρά γένια του παππού, που μύριζε τσιγάρο και τσικουδιά από τ’ ανοιχτά του πουκάμισα… Τα μαλακά χέρια του προπάππου του Πουλή, τυφλός, καθισμένος πάντα στον καναπέ, το χειροφίλημα στον άλλο παππού και τη γιαγιά στο χωριό και το αναπόφευκτο ζούληγμα απ’ όλους. Και κάτι επιστροφές με το αυτοκίνητο από το χωριό, συνήθως μεσημεριανές, οπωσδήποτε ζεστές και σίγουρα ανυπόφορες, ειδικά όταν είχε μπάλα στο ραδιόφωνο…
Ταξίδια στην Ελλάδα, μυρωδιές, χρώματα, εικόνες από μια ξένοιαστη περίοδο. Αγαπημένοι συγγενείς, οι ράγες του τρένου στο Κιάτο, το πανέμορφο σπίτι της θείας Νίκης, ο επιβλητικός θείος Κυριάκος, οι ξαδέρφες της μαμάς, το κολπάκι που κάναμε μπάνιο… Κι ύστερα το μαγαζάκι του μπαρμπα-Γιάννη στο Περιστέρι, ένα υπογειάκι γεμάτο μικρούς θησαυρούς για παιδιά… Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα πράσινα βατραχάκια με το έλασμα, όπως δε θα ξεχάσω τα όνειρα που έβλεπα παιδί, πως έπαιρνα φόρα εκεί στη Λυκοσούρας και πετούσα στην κατηφόρα. Η θεία Στέλλα και τα ξαδέρφια, ο άλλος προπάππους και η προγιαγιά η Ωραία Ελένη… Από τα ταξίδια θυμάμαι το σπήλαιο του Δυρού, γιατί μου είχε κάνει εντύπωση και τη Σπάρτη, γιατί εκεί έφαγα τα μούτρα μου… Την Κέρκυρα με τα παγωμένα νερά και τα πρωτοεμφανιζόμενα τότε γουότερσπορτς, μα όλα τα υπόλοιπα από φωτογραφίες μόνο και περιγραφές, γιατί τι μνήμη να έχει κανείς ως τα έξι του χρόνια;
Μετά αυτά σταμάτησαν. Τα ταξίδια, οι εκδρομές, μαζί μ’ αυτά και η ξεγνοιασιά των παιδικών χρόνων. Βιαζόμουν να μεγαλώσω, ήρθαν και τα χαστούκια της ζωής… Το πρωί σχολείο, το απόγευμα οικοδομή να βοηθάω το δάσκαλο, τους χειμώνες στο χωριό να μαζεύουμε ελιές, τα καλοκαίρια στον τρύγο, αγγλικά, γερμανικά, βαρούσα υπερωρίες να τα προλάβω όλα, είχα νεύρα, ήθελα να είμαι ο καλύτερος, ο πιο έξυπνος, ο πιο γρήγορος… Σπασικλάκι, μάλλον, όμως είχα και τα καλά μου. Δεδομένου ότι ήμουν καλός, διεκδικούσα κάθε σπιθαμή δίκιου που μου ανήκε, γιατί μου ανήκε δικαιωματικά, δεδομένου ότι ήμουν καλός. Το παιχνίδι σ’ αυτά τα χρόνια ήταν μάλλον σπάνιο, η μπάλα, από τις αλάνες -που εξαφανίζονταν σιγά-σιγά, μεταφέρθηκε στους δρόμους κι άρχισε να γίνεται επικίνδυνη, τα αμίλητα και ακίνητα μεσημέρια που κοιμόταν ο δάσκαλος, τα Μπλέηκ, Ποπάυ και λοιπά κόμικς που δανειζόμουν από το γείτονα, το εικοσάδραχμο που εξασφάλιζε κις, αμίτα και φοφίκο από το μαγαζάκι του κυρ-Γιώργου απέναντι από το σπίτι, η μανία μου για τα ηλεκτρονικά στο καφενείο του χωριού και οπουδήποτε αλλού, κάτι ονειρεμένα απογεύματα στο σπίτι του ξαδέρφου και μερικές ωραίες Κυριακές στην πισίνα του Απολλώνια…
Κι ύστερα μετακόμιση. Δικό μας σπίτι, το σπίτι μας, τι κλάματα εκείνο το πρώτο βράδυ στο καινούριο μου δωμάτιο, στο δικό μου δωμάτιο… Εφηβεία στα κοντά, γυμνασιακά χρόνια, να σου και οι πρώτοι έρωτες, φιλιά με τις ώρες, αγγίγματα και χάδια απονήρευτα, αγνά ερωτικά, δίχως ίχνος χυδαιότητας ή ακόμη και πονηριάς. Μπάσκετ έξω από το σπίτι και στο Τσαλικάκι, βόλτες με τα ποδήλατα, ανηφόρες και κατηφόρες με ονομασίες από τους Dukes of Hazard, Ο ιππότης της ασφάλτου, Ιζνογκούντ και ροκιές στο στερεοφωνικό, καλοκαίρια και χειμώνες, στιγμές οικογενειακές που μοιάζουν τόσο μακρινές… Μεγάλωσα.
Έπειτα, η μετανάστευση του αδερφού μου και η μοναξιά των λυκειακών χρόνων. Η μεταγραφή στο Πειραματικό στην τρίτη λυκείου, νέα πρόσωπα, νέες καταστάσεις, νέοι έρωτες μα και κάτι παλιοί, το φροντιστήριο Ορίζοντες, οι δάσκαλοι Μανδαλάκης και Τζεδάκη, που πολύ τους ευχαριστώ για το στίγμα που άφησαν στην προσωπικότητά μου, ατέλειωτα ξενύχτια σε διαβάσματα και διασκεδάσεις, μια ονειρική πενταήμερη στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα εξετάσεις… Ένα σκασμένο λάστιχο την πρώτη μέρα της Ιστορίας κι ένα σκασμένο τρέξιμο να προλάβω τις πόρτες του σχολείου… Το άγχος του δασκάλου, που έδινε εξετάσεις κι αυτός μαζί μου κι εκείνο το τελευταίο Σάββατο των μαθηματικών, που είδα τις πόρτες του πανεπιστημίου ν’ ανοίγουν διάπλατα μπροστά μου, μόλις βρήκα τη λύση στο 3ο θέμα, λεπτά πριν τελειώσει ο χρόνος…
Κι ύστερα, ξεγνοιασιά. Το πιο απροβλημάτιστο καλοκαίρι της ζωής μου, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς διάβασμα, ένα ταξίδι στη Ζάκυνθο με μια φίλη που έχει χαθεί πια, τα πρώτα μεροκάματα, ναυαγοσώστες γαρ στο Watercity με τον αδερφό και μια απίστευτη παρέα που έκανε τη δουλειά πραγματική διασκέδαση, νέες φιλίες, νέοι έρωτες και τ' αποτελέσματα μιας κοπιαστικής πορείας δώδεκα ετών, σα παλαιωμένο ουίσκι... Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων από το δάσκαλο, με εμφανή σημάδια απογοήτευσης στο πρόσωπό του, καθώς δεν έπιανα σχολές στην Αθήνα, ο εμφανής ενθουσιασμός μου για τις πιθανότητες να περάσω Θεσσαλονίκη και η επιβεβαίωση, όταν βγήκαν οι βάσεις.
Όοοοοοοοοοοοοοο, όοοοοοοοοοοοο,
όοοοοοοοοοοοοοοομορφη Θεσαλλονίιιιιιιιιιιιικη...
Αναγκάζομαι να διακόψω για διαφημίσεις, καθώς κάπου εδώ η αγωνία κορυφώνεται! Οι εξελίξεις ραγδαίες, η δράση καταιγιστική, πηγαίνετε τουαλέτα και μετά κυλικείο για ποπκόρν-λεμονάδα και τα ξαναλέμε...
Intermission-
Δευτέρα 17 Μαΐου 2010
Ολομόναχος...
Έμαθα 'γω κι αμοναχός
και δεν παραπονούμαι
ελπίδες μπλιο δεν καρτερώ
και πράμα δε φοβούμαι...
Δεν ξέρω αν σε κατάλαβα, Παππού. Από μικρός τα λόγια σου με συνεπαίρνανε, μου έκανες παρέα ώρες ατέλειωτες, απ' τα Παλάτια της Κνωσσού ως την Ασκητική σου και την Αναφορά στο δικό σου Παππού. Μεγάλωσα μαζί σου και συχνά πυκνά σε ανέφερα, έλεγα ιστορίες σου στις παρέες μου. Ένιωθα μεγάλος απ' όταν ήμουνα μικρός, γιατί μου είχες μιλήσει εσύ. Κι ακόμη μου μιλάς σα να με ξέρεις, μπαίνεις στα τρίσβαθα της ψυχής μου, πιάνεις τον παλμό της και τον συνταράζεις... Να, κάπως έτσι:
"Μεσημέρι. Ένας βραχόκηπος στο βάθος ενός παλιού μοναστηριού. Μήτ΄ένα λουλούδι, μήτ' ένα πράσινο φύλλο, μήτε μια στάλα νερό. Τα δένδρα και τα λουλούδια πρασινίζουν κι ανθίζουν έξω από τον αψηλό αυστηρό τοίχο.
Ο κήπος αυτός είναι μια αμμοδερή έρημο, και στον άμμο της μια δεκαπενταριά βράχοι, μεγάλοι, μικροί, είναι σκορπισμένοι, θαρρείς, όπως έλαχε. Ο Κιζένος ποιητής που, εδώ και τρείς αιώνες, τον φιλοτέχνησε, είχε έναν ξεκάθαρο σκοπό: να υποβάλει την εικόνα μιας τίγρης που φεύγει.
Νοιώθεις ξάφνου, αλήθεια, πως αυτοί οι βράχοι είναι κυριευμένοι από πανικό, καθώς είναι έτσι ορμητικά γυρμένοι, κυλισμένοι ανάποδα, -ένα τρομερό και αόρατο όν πηδάει από τον έναν στον άλλο, και τους τραντάζει σύρριζα.
Μια τίγρη, ή ο Θάνατος, ή ο Ερωτας, ή ο Θεός.
Περπατώ μέσα σε αυτόν τον κήπο, κάτω από το κάθετο φώς, και πόθοι σκοτεινοί φωτίζουνται αγάλι-αγάλι μέσα μου και κρυσταλλώνονται γύρω από έναν σκληρό πυρήνα. Δε γνοιάζουμαι πια για την Αρχή ή για το Τέλος των πραγμάτων. Δεν κάνω πια καμιά υπόθεση. Καταφρονώ κάθε ελπίδα και κάθε βολική ανταρσία. Σκάβω τη γή, το δικό μας χωράφι. Βλέπω με τα μάτια μου, αγγίζω με τα χέρια μου: από την ανόργανη ύλη ίσαμε το φυτό, από το φυτό ίσαμε το ζώο, από το ζώο ίσαμε τον άνθρωπο -κάποιος ή κάτι, εδώ και χιλιάδες αιώνες, ανεβαίνει, ανεβαίνει με αγώνα.
Θέλω να ακολουθήσω το ρυθμό του, να ανέβω μαζί του, να ξεπεράσω τους γονιούς μου, να ξεπεράσω τον εαυτό μου, να παστρέψω μέσα στην καρδιά και στο νού μου το δρόμο για κείνον που ανεβαίνει.
Να πετάξω επιτέλους την ποίηση, την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την ευτυχία!
Να κοιτάξω κατάματα, χωρίς αντικαθρεφτίσματα από ομορφιά, καλοσύνη ή φόβο, την τρομακτική και υπέροχη πραγματικότητα.
Να κάμω λεύτερη καρδιά, κατά την εικόνα αυτού του Βραχόκηπου."*
Ίσως, τελικά, να μην πιάνεις τον παλμό της ψυχής μου. Ίσως να τον δίνεις.
Κι ως έλεγε κι ο φίλος σου ο Ζορμπάς,
Ολομόναχος,
Μυλοποταμίτης
Ώρα καλή!
* Ν. Καζαντζάκης, "Ο Βραχόκηπος"
και δεν παραπονούμαι
ελπίδες μπλιο δεν καρτερώ
και πράμα δε φοβούμαι...
Δεν ξέρω αν σε κατάλαβα, Παππού. Από μικρός τα λόγια σου με συνεπαίρνανε, μου έκανες παρέα ώρες ατέλειωτες, απ' τα Παλάτια της Κνωσσού ως την Ασκητική σου και την Αναφορά στο δικό σου Παππού. Μεγάλωσα μαζί σου και συχνά πυκνά σε ανέφερα, έλεγα ιστορίες σου στις παρέες μου. Ένιωθα μεγάλος απ' όταν ήμουνα μικρός, γιατί μου είχες μιλήσει εσύ. Κι ακόμη μου μιλάς σα να με ξέρεις, μπαίνεις στα τρίσβαθα της ψυχής μου, πιάνεις τον παλμό της και τον συνταράζεις... Να, κάπως έτσι:
"Μεσημέρι. Ένας βραχόκηπος στο βάθος ενός παλιού μοναστηριού. Μήτ΄ένα λουλούδι, μήτ' ένα πράσινο φύλλο, μήτε μια στάλα νερό. Τα δένδρα και τα λουλούδια πρασινίζουν κι ανθίζουν έξω από τον αψηλό αυστηρό τοίχο.
Ο κήπος αυτός είναι μια αμμοδερή έρημο, και στον άμμο της μια δεκαπενταριά βράχοι, μεγάλοι, μικροί, είναι σκορπισμένοι, θαρρείς, όπως έλαχε. Ο Κιζένος ποιητής που, εδώ και τρείς αιώνες, τον φιλοτέχνησε, είχε έναν ξεκάθαρο σκοπό: να υποβάλει την εικόνα μιας τίγρης που φεύγει.
Νοιώθεις ξάφνου, αλήθεια, πως αυτοί οι βράχοι είναι κυριευμένοι από πανικό, καθώς είναι έτσι ορμητικά γυρμένοι, κυλισμένοι ανάποδα, -ένα τρομερό και αόρατο όν πηδάει από τον έναν στον άλλο, και τους τραντάζει σύρριζα.
Μια τίγρη, ή ο Θάνατος, ή ο Ερωτας, ή ο Θεός.
Περπατώ μέσα σε αυτόν τον κήπο, κάτω από το κάθετο φώς, και πόθοι σκοτεινοί φωτίζουνται αγάλι-αγάλι μέσα μου και κρυσταλλώνονται γύρω από έναν σκληρό πυρήνα. Δε γνοιάζουμαι πια για την Αρχή ή για το Τέλος των πραγμάτων. Δεν κάνω πια καμιά υπόθεση. Καταφρονώ κάθε ελπίδα και κάθε βολική ανταρσία. Σκάβω τη γή, το δικό μας χωράφι. Βλέπω με τα μάτια μου, αγγίζω με τα χέρια μου: από την ανόργανη ύλη ίσαμε το φυτό, από το φυτό ίσαμε το ζώο, από το ζώο ίσαμε τον άνθρωπο -κάποιος ή κάτι, εδώ και χιλιάδες αιώνες, ανεβαίνει, ανεβαίνει με αγώνα.
Θέλω να ακολουθήσω το ρυθμό του, να ανέβω μαζί του, να ξεπεράσω τους γονιούς μου, να ξεπεράσω τον εαυτό μου, να παστρέψω μέσα στην καρδιά και στο νού μου το δρόμο για κείνον που ανεβαίνει.
Να πετάξω επιτέλους την ποίηση, την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την ευτυχία!
Να κοιτάξω κατάματα, χωρίς αντικαθρεφτίσματα από ομορφιά, καλοσύνη ή φόβο, την τρομακτική και υπέροχη πραγματικότητα.
Να κάμω λεύτερη καρδιά, κατά την εικόνα αυτού του Βραχόκηπου."*
Ίσως, τελικά, να μην πιάνεις τον παλμό της ψυχής μου. Ίσως να τον δίνεις.
Κι ως έλεγε κι ο φίλος σου ο Ζορμπάς,
Ολομόναχος,
Μυλοποταμίτης
Ώρα καλή!
* Ν. Καζαντζάκης, "Ο Βραχόκηπος"
Δευτέρα 10 Μαΐου 2010
On days like these...
Μια μικρή χαραμάδα στα στόρια ήταν αρκετή για το λαμπερό φως να μπει στο δωμάτιο. Είχαν γνώση οι φύλακες, όμως... Οι πορτοκαλί κουρτίνες έκαναν τη δουλειά τους, ερμητικά κλειστές, γλυκαίνοντας το φως που έμπαινε. Είχε πάει έντεκα, πρωί Κυριακής. Τα λάτρευε αυτά τα πρωινά, που είχε όλη τη μέρα μπροστά του...
Χουζούρεψε στο κρεβάτι για λίγο, υποθέτοντας το γαλάζιο τ' ουρανού έξω. Δεν της το είχε πει, θα ήταν έκπληξη. Πάτησε ξυπόλητος στο σκάκι κι ένιωσε με ευχαρίστηση τη δροσιά του πατώματος να τον διαπερνά. Στο μπάνιο συνάντησε τον ίδιο τύπο που έβλεπε κάθε πρωί, φρεσκαδούρα αυτή τη φορά από τον ύπνο. Κοιταχτήκανε στα μάτια, καλά ήταν κι οι δυο, άνοιξε τη βρύση κι άφησε να τρέξει παγωμένο νερό. Ανάγκη. Καφές και τσιγάρο. Ξανά στο σκάκι, κουζίνα αυτή τη φορά, κουμπί, κάψουλα, ποτήρι, ένας κύβος ζάχαρης, ξανά κουμπί, παγάκια, καλαμάκι, Nirvana Unplugged στο πικάπ και άπλετο φως από τα ανοιχτά παράθυρα. Τι όμορφη μέρα! Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, όπως τον είχε φανταστεί. Φυσούσε βοριαδάκι, ίσα για να καθαρίζει η ατμόσφαιρα και η δροσιά του έδινε ένα τελευταίο χειμωνιάτικο τόνο, σ' αυτή την ανοιξιάτικη μέρα.
Ήπιε γρήγορα τον καφέ του, αφού έριξε μια πεταχτή ματιά σε διάφορα ενδιαφέροντα κυριακάτικα νέα, κάπνιζοντας δυο τρία απανωτά στριφτά για να ξυπνήσει. Ήταν βιαστικός, ανυπομονούσε να τη συναντήσει. Είχε καιρό να βγει μαζί της και αισθανόταν την ανάγκη να την ξαναδεί, να την ακούσει, να την αγγίξει...
Η μυρωδιά της ήταν σαν την πρώτη φορά. Τον έκλεισε σε μια χαλαρή αγκαλιά κι εκείνος έσκυψε και τη φίλησε στο μέρος της καρδιάς. "Πάμε βόλτα;", τη ρώτησε. Δεν του είχε αρνηθεί ποτέ. Ξεκίνησαν μεσημεράκι με κατεύθυνση ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα μέχρι να βγουν από το αστικό τοπίο, σε μια συγκαταβατική, πρωινά κυριακάτικη σιωπή, που αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω της. Μόλις βγήκαν στην αγαπημένη του επαρχιακή διαδρομή, τη σιωπή έσπασε ένα τραγούδι. Του χαμογέλασε, παρόλο που το τραγούδι μιλούσε για κάποια άλλη... Εκείνος σταμάτησε για μια στιγμή, την κοίταξε και χωρίς να της πει κουβέντα την άρπαξε σ' ένα τρελό χορό, σιγοτραγουδώντας της...
"Questi giorni quando vieni il belle sole
la la la la la-la-la-la la la la la
On days like these when skies are blue and fields are green
I look around and think about what might have been
and then I hear sweet music float around my head
as I recall the many things we left unsaid
its on days like these that I remember
singing songs and drinking wine
while your eyes played games with mine
on days like these I wonder what became of you
maybe today you are singing songs with someone new
I'd like to think you're walking by those willow trees
remembering the love we knew on days like these
its on days like these that I remember
singing songs and drinking wine
while your eyes played games with mine
on days like these I wonder what became of you
maybe today you are singing songs with someone new
Questi giorni quando vieni il belle sole
la la la la la-la-la-la"
Το είχε δει σε ταινία στο σινεμά. Όχι, δηλαδή, στο σινεμά, γιατί η ταινία ήταν παλιά, αλλα σε ταινία του σινεμά, τότε που υπήρχαν κάτι ωραίοι, παλιοί τύποι, άντρες σωστοί, που ξέραν πως να συμπεριφερθούν. Αισθανόταν παλιός άνθρωπος, όχι παλιάνθρωπος. Όταν φτάσαν στο χωριό, η δροσιά από τον πλάτανο και το βοριαδάκι κατεύνασαν λίγο τους χυμούς στα ιδρωμένα από το χορό κορμιά. Κάθησε σε ένα καφενείο στην πλατεία και παρήγγειλε καφέ. Η ερώτηση της σερβιτόρας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
"Η κοπέλα σου που είναι;"
Κάτι τέτοιες μέρες...
Ωδή στην Κυρία μου
Χουζούρεψε στο κρεβάτι για λίγο, υποθέτοντας το γαλάζιο τ' ουρανού έξω. Δεν της το είχε πει, θα ήταν έκπληξη. Πάτησε ξυπόλητος στο σκάκι κι ένιωσε με ευχαρίστηση τη δροσιά του πατώματος να τον διαπερνά. Στο μπάνιο συνάντησε τον ίδιο τύπο που έβλεπε κάθε πρωί, φρεσκαδούρα αυτή τη φορά από τον ύπνο. Κοιταχτήκανε στα μάτια, καλά ήταν κι οι δυο, άνοιξε τη βρύση κι άφησε να τρέξει παγωμένο νερό. Ανάγκη. Καφές και τσιγάρο. Ξανά στο σκάκι, κουζίνα αυτή τη φορά, κουμπί, κάψουλα, ποτήρι, ένας κύβος ζάχαρης, ξανά κουμπί, παγάκια, καλαμάκι, Nirvana Unplugged στο πικάπ και άπλετο φως από τα ανοιχτά παράθυρα. Τι όμορφη μέρα! Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, όπως τον είχε φανταστεί. Φυσούσε βοριαδάκι, ίσα για να καθαρίζει η ατμόσφαιρα και η δροσιά του έδινε ένα τελευταίο χειμωνιάτικο τόνο, σ' αυτή την ανοιξιάτικη μέρα.
Ήπιε γρήγορα τον καφέ του, αφού έριξε μια πεταχτή ματιά σε διάφορα ενδιαφέροντα κυριακάτικα νέα, κάπνιζοντας δυο τρία απανωτά στριφτά για να ξυπνήσει. Ήταν βιαστικός, ανυπομονούσε να τη συναντήσει. Είχε καιρό να βγει μαζί της και αισθανόταν την ανάγκη να την ξαναδεί, να την ακούσει, να την αγγίξει...
Η μυρωδιά της ήταν σαν την πρώτη φορά. Τον έκλεισε σε μια χαλαρή αγκαλιά κι εκείνος έσκυψε και τη φίλησε στο μέρος της καρδιάς. "Πάμε βόλτα;", τη ρώτησε. Δεν του είχε αρνηθεί ποτέ. Ξεκίνησαν μεσημεράκι με κατεύθυνση ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα μέχρι να βγουν από το αστικό τοπίο, σε μια συγκαταβατική, πρωινά κυριακάτικη σιωπή, που αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω της. Μόλις βγήκαν στην αγαπημένη του επαρχιακή διαδρομή, τη σιωπή έσπασε ένα τραγούδι. Του χαμογέλασε, παρόλο που το τραγούδι μιλούσε για κάποια άλλη... Εκείνος σταμάτησε για μια στιγμή, την κοίταξε και χωρίς να της πει κουβέντα την άρπαξε σ' ένα τρελό χορό, σιγοτραγουδώντας της...
"Questi giorni quando vieni il belle sole
la la la la la-la-la-la la la la la
On days like these when skies are blue and fields are green
I look around and think about what might have been
and then I hear sweet music float around my head
as I recall the many things we left unsaid
its on days like these that I remember
singing songs and drinking wine
while your eyes played games with mine
on days like these I wonder what became of you
maybe today you are singing songs with someone new
I'd like to think you're walking by those willow trees
remembering the love we knew on days like these
its on days like these that I remember
singing songs and drinking wine
while your eyes played games with mine
on days like these I wonder what became of you
maybe today you are singing songs with someone new
Questi giorni quando vieni il belle sole
la la la la la-la-la-la"
Το είχε δει σε ταινία στο σινεμά. Όχι, δηλαδή, στο σινεμά, γιατί η ταινία ήταν παλιά, αλλα σε ταινία του σινεμά, τότε που υπήρχαν κάτι ωραίοι, παλιοί τύποι, άντρες σωστοί, που ξέραν πως να συμπεριφερθούν. Αισθανόταν παλιός άνθρωπος, όχι παλιάνθρωπος. Όταν φτάσαν στο χωριό, η δροσιά από τον πλάτανο και το βοριαδάκι κατεύνασαν λίγο τους χυμούς στα ιδρωμένα από το χορό κορμιά. Κάθησε σε ένα καφενείο στην πλατεία και παρήγγειλε καφέ. Η ερώτηση της σερβιτόρας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
"Η κοπέλα σου που είναι;"
Κάτι τέτοιες μέρες...
Ωδή στην Κυρία μου
Σάββατο 8 Μαΐου 2010
Υπουργείο προστασίας από τον Πολίτη...
Σ' αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και περνάνε, σχολιάζονται, γίνονται θύμησες ή ξεχνιούνται...
Ο θάνατος τριών συνανθρώπων μας, τριών εργατών, τριών υπαλλήλων σίγουρα δε μπορεί να μείνει ασχολίαστος. Όταν, όμως, έρχεται σε μια μέρα παλλαϊκής κινητοποίησης, μια μέρα αντίδρασης του λαού στο κατεστημένο, κάτι κρύβει πίσω του, πέρα από κάθε θεωρία συνωμοσίας
Ήταν μια εν ψυχρώ δολοφονία συνένοχων συμπολιτών μας. Δέχομαι την ευθύνη που φέρει ο καθένας μας για τη συμμετοχή του σε ένα κοινωνικό σύστημα που δεν έχει να επιδείξει και πολλά. Όμως, αυτή η εν ψυχρώ δολοφονία δεν είχε ως στόχο τους υπαλλήλους του συστήματος, ούτε καν το ίδιο το σύστημα. Είχε ξεκάθαρα στόχο να πλήξει την παλλαϊκή αντίδραση, την αντίσταση του απλού κόσμου σε όλα αυτά που συμβαίνουν. Κι εύκολα, με την παρούσα ηθική, καπέλωσε το γεγονός της αντίδρασης, το αμαύρωσε και το έκανε να φαίνεται σαν έγκλημα. Σε λίγο καιρό, κανείς δε θα θυμάται τη μεγαλειώδη συγκέντρωση που πραγματοποίησαν χιλιάδες, για το θάνατο τριών.
Εντωμεταξύ, οι εκδηλώσεις συμπάθειας περισσεύουν, απ' όλους, πολιτικούς, πολίτες της κοινωνικής δικτύωσης, τραπεζίτες, εργολάβους συνδικαλιστές... Και τώρα υπόσχονται όλοι αυτοί ότι θα προστατεύσουν τα δικαιώματα του λαού, τα οποία έξαφνα από κοινωνικοοικονομικά μετατράπηκαν σε βιολογικά... Θα προστατεύσουμε τη ζωή σας, ως βασικότερο αγαθό, τη ζωή σας που ξεφτιλίζουμε με το χειρότερο τρόπο, επιβάλλοντας χιλιόμετρα (γιατί αυτά δεν είναι μέτρα) εις βάρος των αποδοχών σας, της κοινωνικής σας ασφάλισης, της ιατροφαρμακευτικής σας περίθαλψης, της οποιαδήποτε ποιότητας ζωής, αλλά τη ζωή σας την ίδια, θα την προστατεύσουμε. Τιμητές της ζωής, σιχαμένα υποκείμενα, δεν έχει μείνει αξία που να μην την έχετε εξεφτελίσει στο χειρότερο βαθμό, εσείς πολιτικοί, δημοσιοκάφροι, παπαδαριό και οποιαδήποτε άλλη εξουσία υπάρχει σ' αυτόν τον γαμημένο πλανήτη, ο οποίος κατακλύζεται από πολίτες της κοινωνικής δικτύωσης, που εξαντλούν την αντίδρασή τους από ένα πληκτρολόγιο. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, σα να γυρίζει μπούμερανγκ στα μούτρα μου, αλλά δε βαριέσαι... Σκατά στα μούτρα μου κι εμένα για την αντίδρασή μου.
Πλέον, αφού σταματήσαμε το χρόνο στην Ελλάδα, το επόμενο βήμα είναι να τετραγωνίσουμε και τον κύκλο. Περπατώντας στην αγορά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, βλέπω αναρτημένη τη διαφήμιση "10ήμερο προσφορών". Ακόμη δεν έχουν περάσει. Και θα περάσουν αιώνες σ' αυτό το 10ήμερο, στο λέω να το ξέρεις. Ενδιαφέροντες καιροί, αν μη τι άλλο.
Στα δικά μου; Δεν έχει σημασία, το διασκεδάζω δεόντως! Κι είμαι χαρούμενος, γιατί δεν έχω τίποτα, αλλά είμαι τα πάντα.
Καληνύχτα, και καλή τύχη.
Ο θάνατος τριών συνανθρώπων μας, τριών εργατών, τριών υπαλλήλων σίγουρα δε μπορεί να μείνει ασχολίαστος. Όταν, όμως, έρχεται σε μια μέρα παλλαϊκής κινητοποίησης, μια μέρα αντίδρασης του λαού στο κατεστημένο, κάτι κρύβει πίσω του, πέρα από κάθε θεωρία συνωμοσίας
Ήταν μια εν ψυχρώ δολοφονία συνένοχων συμπολιτών μας. Δέχομαι την ευθύνη που φέρει ο καθένας μας για τη συμμετοχή του σε ένα κοινωνικό σύστημα που δεν έχει να επιδείξει και πολλά. Όμως, αυτή η εν ψυχρώ δολοφονία δεν είχε ως στόχο τους υπαλλήλους του συστήματος, ούτε καν το ίδιο το σύστημα. Είχε ξεκάθαρα στόχο να πλήξει την παλλαϊκή αντίδραση, την αντίσταση του απλού κόσμου σε όλα αυτά που συμβαίνουν. Κι εύκολα, με την παρούσα ηθική, καπέλωσε το γεγονός της αντίδρασης, το αμαύρωσε και το έκανε να φαίνεται σαν έγκλημα. Σε λίγο καιρό, κανείς δε θα θυμάται τη μεγαλειώδη συγκέντρωση που πραγματοποίησαν χιλιάδες, για το θάνατο τριών.
Εντωμεταξύ, οι εκδηλώσεις συμπάθειας περισσεύουν, απ' όλους, πολιτικούς, πολίτες της κοινωνικής δικτύωσης, τραπεζίτες, εργολάβους συνδικαλιστές... Και τώρα υπόσχονται όλοι αυτοί ότι θα προστατεύσουν τα δικαιώματα του λαού, τα οποία έξαφνα από κοινωνικοοικονομικά μετατράπηκαν σε βιολογικά... Θα προστατεύσουμε τη ζωή σας, ως βασικότερο αγαθό, τη ζωή σας που ξεφτιλίζουμε με το χειρότερο τρόπο, επιβάλλοντας χιλιόμετρα (γιατί αυτά δεν είναι μέτρα) εις βάρος των αποδοχών σας, της κοινωνικής σας ασφάλισης, της ιατροφαρμακευτικής σας περίθαλψης, της οποιαδήποτε ποιότητας ζωής, αλλά τη ζωή σας την ίδια, θα την προστατεύσουμε. Τιμητές της ζωής, σιχαμένα υποκείμενα, δεν έχει μείνει αξία που να μην την έχετε εξεφτελίσει στο χειρότερο βαθμό, εσείς πολιτικοί, δημοσιοκάφροι, παπαδαριό και οποιαδήποτε άλλη εξουσία υπάρχει σ' αυτόν τον γαμημένο πλανήτη, ο οποίος κατακλύζεται από πολίτες της κοινωνικής δικτύωσης, που εξαντλούν την αντίδρασή τους από ένα πληκτρολόγιο. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, σα να γυρίζει μπούμερανγκ στα μούτρα μου, αλλά δε βαριέσαι... Σκατά στα μούτρα μου κι εμένα για την αντίδρασή μου.
Πλέον, αφού σταματήσαμε το χρόνο στην Ελλάδα, το επόμενο βήμα είναι να τετραγωνίσουμε και τον κύκλο. Περπατώντας στην αγορά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, βλέπω αναρτημένη τη διαφήμιση "10ήμερο προσφορών". Ακόμη δεν έχουν περάσει. Και θα περάσουν αιώνες σ' αυτό το 10ήμερο, στο λέω να το ξέρεις. Ενδιαφέροντες καιροί, αν μη τι άλλο.
Στα δικά μου; Δεν έχει σημασία, το διασκεδάζω δεόντως! Κι είμαι χαρούμενος, γιατί δεν έχω τίποτα, αλλά είμαι τα πάντα.
Καληνύχτα, και καλή τύχη.
Σάββατο 1 Μαΐου 2010
Σαββατοκύριακα χωρίς ζωή...
Δυο τρεις κοινωνικές παρατηρήσεις, προτού πάω στα του Καίσαρος.
Έχει χαθεί τόσο πολύ η έννοια της γειτονιάς, που όταν δει κανείς μαζεμένους έξ' εφτά ανθρώπους στην είσοδο μιας οικοδομής ή σε ένα πάρκο, νομίζει πως είναι συμμορία μεταναστών. Όπως επεσήμανε και ο φίλος μου ο γιατρός, αφού γίναμε από δυο χωριά ρακοπιωμένοι και καλοταϊσμένοι, έχει χαθεί η έννοια του δημόσιου χώρου. Α, η κουβέντα ξεκίνησε αφού "καταλάγιασε η πείνα", κατά την ευφυέστατη ρήση του γιατρού...
Το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια απεικονίζεται γλαφυρότατα στους χώρους διασκέδασης. Οι οποίοι στεγάζονται ως επί το πλείστον σε χρεοκοπημένα βιομηχανικά κτίρια. Αυτή την τεχνογνωσία μπορούμε να την εξάγουμε; Σύσσωμη, όμως, μαζί με όλους όσους συχνάζουν σ' αυτά τα μέρη.
Μποτιλιαρισμένος Εγνατία και 3ης Σεπτεμβρίου, στην καρδιά της πανεπιστημιούπολης της χαλλλλλαρής θεςαλλοκαφενίκης, παρατηρούσα τους φοιτητές να περνοδιαβαίνουν. Άμα είδατε τσάντα φοιτητική, κανένα τετράδιο, ένα στυλό, ένα χαρτί έστω διπλωμένο στην κωλότσεπη, (αλλά και για να μη φανώ εκτός εποχής) ένα λάπτοπ, ένα πάλμτοπ, κάτι βρε αδερφέ, είδα κι εγώ. Στυλιζαρισμένοι ο καθής και ειδικά η καθεμιά στη μόδα τους, πρέπει να κρατούν σημειώσεις στα κινητά αφής ή να βιντεοσκοπούν τις παραδόσεις και να τις μελετούν στο σπίτι.
Στα του Καίσαρος, λοιπόν, καθόσον έχω να αιτιολογήσω και τον τίτλο της καταχώρησης. Πάει κάμποσος καιρός από τότε που στη μοναχική λιμνούλα μου εμφανίστηκε ένα ξωτικό. Βάτραχος, γαρ, αναμένοντας τη βασίλισσα που θα με μετατρέψει σε α-β-βασιλόπουλο, αραχτός πάνω στο νούφαρό μου, περίμενα πως και πως να έρθει κάτι ν' αλλάξει τα πράγματα. Ν' ανακινήσει τα νερά της λιμνούλας, που 'χαν γίνει καθρέφτης σε σκοτεινά, μοναχικά φεγγάρια του τελευταίου καιρού.
Ξωτικό κανονικό. Εμφανιζόταν πιο συχνά τη νύχτα, αφού είχαν κοιμηθεί όλοι και του άρεσε να συχνάζει στη λιμνούλα μου. Κι εγώ καθισμένος στο νούφαρό μου, του μιλούσα για μένα, για τη λιμνούλα μου, για τους φίλους μου (τα ζώα)... Ερχόταν κι έφευγε όπως επιθυμούσε, τα λόγια του ήταν ακριβά και μου μιλούσε για όλα τ' άλλα, μα πίσω απ' τα μάτια του είδα σκοτάδι, είδα βυθό και βούλιαξα.
Τι τα θέλεις; Νομίζεις πως τα ξωτικά θέλουν να είναι ξωτικά; Για ρώτησέ τα, αν τα συναντήσεις ποτέ. Ήρθε, ξανάρθε, μου έκλεψε τον ύπνο κι εγώ καθόμουν μαζί του και συζητούσα, γιατί κουνούσε τα νερά της λιμνούλας κι αποξεχνιόμουν, δεν κοιτούσα το είδωλό μου... Ήταν ευχάριστη η παρέα του, μα ζητούσε πολλά. Ζητούσε, σα να 'τανε ακόμα παιδάκι, τα ήθελε όλα, μα δεν έδινε τίποτα. Κι όλο χρησιμοποιούσε δικαιολογίες για να κρύψει το σκοτάδι στα μάτια του. Μα δεν άντεξα, μάλλον. Νάρκισσος του αέναου καθρεφτίσματος, έβαλα το ξωτικό να δει το πρόσωπό του στη λιμνούλα μου. Κοίταξε, μα δεν τρόμαξε. Κοίταξε, μα δεν είδε. Κι εξακολουθεί να εμφανίζεται, να κρυφοκοιτάει στη λιμνούλα μου, να μου πετάει δυο τρεις φευγάτες κουβέντες κι ύστερα πάλι να εξαφανίζεται, ξωτικό γαρ, του γλυκού και θολωμένου νερού. Ξέρει ακριβώς που να με βρει κι όμως με χάνει. Φαίνεται πως τα νερά της δικής μου λιμνούλας είναι καθαρά και παγωμένα και φοβάται να βουτήξει...
Στις απεριόριστες πιθανότητες έκβασης του κοινωνικού πειράματος, που περιμένω από ώρα σε ώρα να σκάσει μέσα στα χέρια μου. Στις δημιουργικές και καταστροφικές δυνάμεις που με κατακλύζουν. Στα σαββατοκύριακα χωρίς ζωή.
Ζωή,
διάφανη ζωή!
Έχει χαθεί τόσο πολύ η έννοια της γειτονιάς, που όταν δει κανείς μαζεμένους έξ' εφτά ανθρώπους στην είσοδο μιας οικοδομής ή σε ένα πάρκο, νομίζει πως είναι συμμορία μεταναστών. Όπως επεσήμανε και ο φίλος μου ο γιατρός, αφού γίναμε από δυο χωριά ρακοπιωμένοι και καλοταϊσμένοι, έχει χαθεί η έννοια του δημόσιου χώρου. Α, η κουβέντα ξεκίνησε αφού "καταλάγιασε η πείνα", κατά την ευφυέστατη ρήση του γιατρού...
Το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια απεικονίζεται γλαφυρότατα στους χώρους διασκέδασης. Οι οποίοι στεγάζονται ως επί το πλείστον σε χρεοκοπημένα βιομηχανικά κτίρια. Αυτή την τεχνογνωσία μπορούμε να την εξάγουμε; Σύσσωμη, όμως, μαζί με όλους όσους συχνάζουν σ' αυτά τα μέρη.
Μποτιλιαρισμένος Εγνατία και 3ης Σεπτεμβρίου, στην καρδιά της πανεπιστημιούπολης της χαλλλλλαρής θεςαλλοκαφενίκης, παρατηρούσα τους φοιτητές να περνοδιαβαίνουν. Άμα είδατε τσάντα φοιτητική, κανένα τετράδιο, ένα στυλό, ένα χαρτί έστω διπλωμένο στην κωλότσεπη, (αλλά και για να μη φανώ εκτός εποχής) ένα λάπτοπ, ένα πάλμτοπ, κάτι βρε αδερφέ, είδα κι εγώ. Στυλιζαρισμένοι ο καθής και ειδικά η καθεμιά στη μόδα τους, πρέπει να κρατούν σημειώσεις στα κινητά αφής ή να βιντεοσκοπούν τις παραδόσεις και να τις μελετούν στο σπίτι.
Στα του Καίσαρος, λοιπόν, καθόσον έχω να αιτιολογήσω και τον τίτλο της καταχώρησης. Πάει κάμποσος καιρός από τότε που στη μοναχική λιμνούλα μου εμφανίστηκε ένα ξωτικό. Βάτραχος, γαρ, αναμένοντας τη βασίλισσα που θα με μετατρέψει σε α-β-βασιλόπουλο, αραχτός πάνω στο νούφαρό μου, περίμενα πως και πως να έρθει κάτι ν' αλλάξει τα πράγματα. Ν' ανακινήσει τα νερά της λιμνούλας, που 'χαν γίνει καθρέφτης σε σκοτεινά, μοναχικά φεγγάρια του τελευταίου καιρού.
Ξωτικό κανονικό. Εμφανιζόταν πιο συχνά τη νύχτα, αφού είχαν κοιμηθεί όλοι και του άρεσε να συχνάζει στη λιμνούλα μου. Κι εγώ καθισμένος στο νούφαρό μου, του μιλούσα για μένα, για τη λιμνούλα μου, για τους φίλους μου (τα ζώα)... Ερχόταν κι έφευγε όπως επιθυμούσε, τα λόγια του ήταν ακριβά και μου μιλούσε για όλα τ' άλλα, μα πίσω απ' τα μάτια του είδα σκοτάδι, είδα βυθό και βούλιαξα.
Τι τα θέλεις; Νομίζεις πως τα ξωτικά θέλουν να είναι ξωτικά; Για ρώτησέ τα, αν τα συναντήσεις ποτέ. Ήρθε, ξανάρθε, μου έκλεψε τον ύπνο κι εγώ καθόμουν μαζί του και συζητούσα, γιατί κουνούσε τα νερά της λιμνούλας κι αποξεχνιόμουν, δεν κοιτούσα το είδωλό μου... Ήταν ευχάριστη η παρέα του, μα ζητούσε πολλά. Ζητούσε, σα να 'τανε ακόμα παιδάκι, τα ήθελε όλα, μα δεν έδινε τίποτα. Κι όλο χρησιμοποιούσε δικαιολογίες για να κρύψει το σκοτάδι στα μάτια του. Μα δεν άντεξα, μάλλον. Νάρκισσος του αέναου καθρεφτίσματος, έβαλα το ξωτικό να δει το πρόσωπό του στη λιμνούλα μου. Κοίταξε, μα δεν τρόμαξε. Κοίταξε, μα δεν είδε. Κι εξακολουθεί να εμφανίζεται, να κρυφοκοιτάει στη λιμνούλα μου, να μου πετάει δυο τρεις φευγάτες κουβέντες κι ύστερα πάλι να εξαφανίζεται, ξωτικό γαρ, του γλυκού και θολωμένου νερού. Ξέρει ακριβώς που να με βρει κι όμως με χάνει. Φαίνεται πως τα νερά της δικής μου λιμνούλας είναι καθαρά και παγωμένα και φοβάται να βουτήξει...
Στις απεριόριστες πιθανότητες έκβασης του κοινωνικού πειράματος, που περιμένω από ώρα σε ώρα να σκάσει μέσα στα χέρια μου. Στις δημιουργικές και καταστροφικές δυνάμεις που με κατακλύζουν. Στα σαββατοκύριακα χωρίς ζωή.
Ζωή,
διάφανη ζωή!
Δευτέρα 19 Απριλίου 2010
Αναρτήσεις
Και να ΄μαι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου με το καινούριο μου παιχνίδι ανά χείρας, αλλά η αλήθεια είναι πως δε βολεύει και πολύ. Εξοικειώνομαι, πάντως...
Κάτι δεν πάει καλά, και στραβός είναι ο γιαλός και στραβά αρμενίζουμε. Αλλά δεν είμαι της παρούσης, χθεσινοβραδυνός γαρ, άρτι αφιχθείς από την πενταήμερη, με το Βασίλη, τον έρωτας είν΄ ο Γιάννης, τον Σάκη, τον Λάκη, τη Ραλλία και τους υπολοίπους συμμαθητές και φίλους, τη μαμά για κηδεμόνα και διαγωγή κοσμιοτάτη, αίεν αριστεύειν και του χρόνου, αμήν.
Καληνύχτα, και καλή τύχη. Θα επιστρέψω σε πρώτη ευκαιρία.
Κάτι δεν πάει καλά, και στραβός είναι ο γιαλός και στραβά αρμενίζουμε. Αλλά δεν είμαι της παρούσης, χθεσινοβραδυνός γαρ, άρτι αφιχθείς από την πενταήμερη, με το Βασίλη, τον έρωτας είν΄ ο Γιάννης, τον Σάκη, τον Λάκη, τη Ραλλία και τους υπολοίπους συμμαθητές και φίλους, τη μαμά για κηδεμόνα και διαγωγή κοσμιοτάτη, αίεν αριστεύειν και του χρόνου, αμήν.
Καληνύχτα, και καλή τύχη. Θα επιστρέψω σε πρώτη ευκαιρία.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)