Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Αθήνα (2)

Μετά από μια άκρως επιτυχημένη επίσκεψη το Μάρτη, ήρθε ο καιρός να επαληθεύσω την εξίσωση, με άλλους συντελεστές αυτή τη φορά, μα το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο! 100% επιτυχία.

Αν το "δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι" ισχύει, τότε είμαι πολύ περήφανος για πάρτη μου. Δηλώνω ευτυχής για την ποιότητα των φίλων μου, ενώ και για την ποσότητα δεν έχω κάποιο παράπονο. Επίσης, είμαι πολύ χαρούμενος και από τη γεωγραφική τους διασπορά, μιας και φιλοξενούμαι απανταχού στην Ελλάδα, αξία ανεκτίμητη... Μας ευχαριστώ!

Είμαστε πολλοί. Εμείς που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα ως έχουν, που είμαστε αρκετά έξυπνοι για να περνάμε πραγματικά καλά, που μας αρέσει η αλήθεια και τη μοιραζόμαστε μεταξύ μας, που λέμε "ναι" σε όσα διλήμματα δεν προσβάλλουν το ήθος μας, το οποίο θα χαρακτήριζα ιδιαίτερα χαλαρό σε σχέση με το ηθικό μας, το οποίο είναι μάλλον στην τσίτα. Είμαστε καλά, παρά το γεγονός ότι τα πράγματα πάνε κατά διαόλου. Ενδεχομένως, ακριβώς επειδή τα πράγματα πάνε κατά διαόλου να είμαστε καλά, καθώς τον προτιμάμε απ' τον ανταγωνιστή του, τους αντιπροσώπους του και τους οπαδούς του επί γης.

Στην κολασμένη Αθήνα εν μέσω θέρους, λοιπόν, άφιξη, μπανάκι, μπαλίτσα κι ένα κούμπα λίμπρε με το στανιό, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί έπρεπε να είναι μόνο ένα... Η επόμενη μέρα προμηνυόταν δραστήρια, αλλά όχι έτσι όπως εξελίχθηκε, καθώς ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Βέβαια, όταν κάνεις παρέα με τόσο αναπάντεχους ανθρώπους, τα πάντα είναι απίθανα! Στο ερώτημα που ετέθη από τον φίλο "όσα προβλήματα κι αν έχεις θα στα γιάνω", ξύδια από νωρίς ή ποδηλατάδα, απαντήσαμε οικολογικά κι έτσι ξεκινήσαμε από τη Ν. Ερυθραία για Κεφαλάρι. Δε μας έφτασε και κατεβήκαμε στο Άλσος της Κηφισιάς. Αχόρταγοι, είπαμε να κατέβουμε μέχρι Ο.Α.Κ.Α. να δούμε τι παίζει. Κι αφού δεν έπαιζε τίποτα στο Μαρούσι και περνούσαμε με φόρα, φόρα κατηφόρα, φτάσαμε Παλιό Ψυχικό. Μακράν η ομορφότερη γειτονιά της Αθήνας, είναι λες και βρίσκεσαι σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα. Οι πλούσιοι των δικών μου παιδικών χρόνων ζούσαν εκεί, σε κάτι χαρακτηριστικές πολυκατοικίες του '80, με βαριά χρωματιστά μάρμαρα, κισσούς να καλύπτουν τοίχους, μπαλκόνια, πυλωτές και εισόδους, απ' τις οποίες περιμένεις από λεπτό σε λεπτό να βγει κανένας μπον βιβέρ της εποχής εκείνης.

Πολλή ανηφόρα, όμως μωρ'αδερφάκι'μ, το Ψυχικό και μας βγήκε η γλώσσα. Αναζητώντας λίγο κατήφορο, μας πήρε πάλι η Κηφισίας και μας ξέβρασε στη Βασιλίσσης Σοφίας. Από εκεί Σύνταγμα, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μικρή στάση για προσκύνημα στο σπίτι του Άκη, Θησείο, Λόφο Φιλοπάππου, Πετράλωνα, Καλλιθέα και τελικά, θάλαττα! θάλαττα!, φτάσαμε στο Μοσχάτο... 28 χιλιόμετρα ποδηλατάδας στην Αθήνα, από μια βόλτα που ξεκίνησε από Ν. Ερυθραία για Κεφαλάρι, αλλά ναι στο ναι, δες που μπορεί να φτάσει κανείς... Βέβαια, όσο κι αν καγχάζω για το κατόρθωμα, έρχεται η ίδια η ζωή να με χλευάσει, καθώς στην πορεία συναντήσαμε ένα τύπο που κατέβαινε από Βουδαπέστη, ναι, με ποδήλατο...

Πίσω στο Μοσχάτο, λοιπόν, όπου ένας αρχαίος ήρως ονόματι Ορφέας μας κέρασε δροσερό νερό και καφεδάκι, καθώς και το αυτοκίνητό του για την επιστροφή, γιατί καλό το κατέβασμα, αλλά για πίσω ούτε συζήτηση. Ν. Ερυθραία, ξανά κάτω στα Πετράλωνα και στο τσιπουράδικο του Αποστόλη, για μπύρες και μπάλα με τον Ορφέα και τον Δημήτρη. Αφού καταβροχθήσαμε ότι ψαρικό έπαιζε στο μαγαζί, όχι μόνο λόγω λύσσας από την ποδηλατάδα αλλά εξίσου γιατί ήταν όλα τους υπέροχα, κι αφού ήπιαμε βασιλιάδες μαζί με τα βασίλειά τους, καθώς και κάτι λούμπεν καράφες κρασί, τα πράγματα έδειχναν κάπως έτσι...


Αναζητώνται χίλιες λέξεις για να περιγράψουν την αυθόρμητη θολούρα της παραπάνω φωτογραφίας. Στη συνέχεια, η παρέα εμπλουτίστηκε με δυο θεραπαινίδες της ψυχής, που με την αυτόφωρη διαδικασία μας οδήγησαν σ' ένα παρακείμενο κλουβί, όπου, σε εργαστηριακό περιβάλλον γεμάτο αντικείμενα φετίχ, παρατηρούσαν τις συμπεριφορές μας, καθώς διαδηλώναμε υπέρ της απελευθέρωσης της Κούβας μέχρι τελικής πτώσεως. Μετά ήρθε κι ο Γιάννης με τη Σμαράγδα, τρόφιμη στο ίδρυμα κι εκείνη, κι ύστερα ήταν η Ναυσικά, που κερνούσε μουσικές, το τηλέφωνο που χτυπούσε διαρκώς υπερατλαντικές κλήσεις από Μεξικό και τον λευκό Χοσέ Κουέρβο αυτοπροσώπως, καθώς και ο ιδιοκτήτης του ιδιότυπου αυτού κλουβιού, ένα βουνό από τη Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Είσοδος ελεύθερη.


Η παράσταση έλαβε τέλος περί τις 4 και μισή, αφού πρώτα σκηνοθετήθηκε αυθορμήτως το πόστερ του C.S.I. Petralona. Kαμιά δεκαριά ώρες μετά ξυπνούσα μες στο άγχος για το σέρβις της μηχανής, που ήταν προγραμματισμένο για τις 8μιση το πρωί. Πετάχτηκα σαν ελατήριο, για να διαπιστώσω ότι ήταν μόλις 7μιση, ένα τέταρτο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Δεν το ριψοκυνδίνευσα και παρέμεινα όρθιος παρά τη ζάλη. Έφαγα μια κουταλιά καφέ διαλυμένη σε νερό με λίγη ζάχαρη, γιατί καφέ δεν το λες κι έφυγα για το Γέρακα. Εγγλέζος στο ραντεβού και το αίσθημα ήταν έτοιμο περί τις μια το μεσημέρι. Πίσω στη Ν. Ερυθραία, πάστα για να στρώσει το στομάχι και βόλτα μέχρι το Ελ.Βεν. για να ξεπροβοδίσω τον φίλο μου, που θα πετούσε για τα Λονδίνα με μια κούτα γλυκά από Θεσσαλονίκη και παραγγελιές που δε λέγονται, παρά μόνο μεταξύ φίλων.

Ανακαλύπτοντας την Αθήνα τα τελευταία χρόνια, διακατέχομαι ολοένα και περισσότερο από την αίσθηση ότι γουστάρω μια γυναίκα παράνομα. Ανήκει σε άλλον, όμως μου δίνεται με περίσσιο πάθος, όποτε συναντιόμαστε. Δε θα την παντρευόμουν ποτέ, μα με βάζει σε σκέψεις να παρατήσω τη δικιά μου...

Στο επανειδείν!

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Αθήνα - Θεσσαλονίκη

Κι ύστερα, είναι πάντα η επιστροφή...

Μετά από ένα καταπληκτικό τριήμερο στην Αθήνα μεσοβδόμαδα, στο οποίο θα αναφερθώ προσεχώς, ήρθε η ώρα της επιστροφής. Τακτοποιώντας κάτι τελευταίες εκκρεμότητες Παρασκευή πρωί, ετοίμασα τα πράγματά μου και με μυαλό γεμάτο πληροφορίες, εικόνες, εμπειρίες και ξύδια, ξεκίνησα μια υπέροχη βόλτα.

Η οποία βόλτα είχε πάρει την τελική της μορφή την προηγούμενη το βράδυ. Στην "Αλχημεία" στο Γαλάτσι, παρέα με τον Κώστα, τον ryk και τον CRIS, τους οποίους ευχαριστώ για την παρέα, τη φιλοξενία και τις ταξιδιωτικές τους εμπειρίες... Οι μπύρες έβαλαν κι εκείνες το χεράκι τους, μα πάνω απ' όλα η λόξα που φέρνει κοντά τόσο ετερόκλητους ανθρώπους και προσωπικότητες, τους ενώνει γύρω από ένα τραπέζι και τους κάνει να μιλούν, μα και να ακούν, με τόσο πάθος για τα αισθήματά τους.

Για να το έχουν τραγουδήσει δυο μεγάλα συγκροτήματα, ετερόκλητα σαν αναβάτες ΒΜW, πρέπει να είναι σημαντικό:

http://www.youtube.com/watch?v=DR5jI...eature=related
http://www.youtube.com/watch?v=ubzPHx4Euyw

Take the long way home, λοιπόν. Αναχώρηση από Αθήνα στις δώδεκα, έξοδος για Χαλκίδα στη μια, καμιά ώρα μέχρι να βγω από Ν. Αρτάκη, καθώς πρέπει να είναι τόπος αναπαραγωγής για νταλίκες, οι οποίες μεταναστεύουν αυτόν τον καιρό για τους στενούς δρόμους της περιοχής, όπου συνουσιάζονται υπό τα βλέμματα καταϊδρωμένων αναβατών με μπουφάν, μπότες, κράνος και γάντια. Σαν τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, ήταν το τελευταίο στάδιο της κολάσεως γι' αυτό που με περίμενε στη συνέχεια.

Η διαδρομή Ν. Αρτάκη - Προκόπιον είναι απλά υπέροχη. Δεν έχω λόγια γι' αυτό το ανηφορικό κατηφορικό στροφιλίκι με φανταστικό τάπητα και σωστές κλίσεις, την κατάφυτη διαδρομή, το βουνό, τη θέα θάλασσα... Όνειρο θερινού μεσημεριού, εφάμιλλο του δευτέρου ποδιού της Χαλκιδικής, με κερασάκι στην τούρτα το αναψυκτήριο μερικά χιλιόμετρα μετά το Προκόπιον, δίπλα στο ποτάμι, κάτω από πλατάνια, με μια ξύλινη γέφυρα και πάπιες που ποζάραν στο φακό της φωτογραφικής μου σαν πρωταθλήτριες στη συγχρονισμένη κολύμβηση...

Από Στροφυλιά πήρα το δρόμο για Λίμνη. Εξίσου ωραία διαδρομή μέχρι εκεί αλλά πιο ανοιχτή, από εκεί μέχρι Αιδηψό επίσης, αλλά με όριο ταχύτητας από την εφταετία που πρέπει να φτιάχτηκε ο δρόμος, καθώς οι πινακίδες γράφαν 40, όσα τα χρόνια εργασίας που θα πρέπει να συμπληρώσει κανείς για να βγει στη σύνταξη, όσες υποθέτω ότι είναι και οι ώρες που ευχόμαστε για αυτούς που ψηφίσανε αυτά τα αίσχη. Ευτυχώς δε συνάντησα κανένα νομοταγή πολίτη στο δρόμο, γιατί θα γινόμαστε κολλητοί...

Από Αιδηψό έστριψα αριστερά για Γιάλτρα, τα οποία προσπέρασα και κατέληξα σε μια παραλία κάπου στον Άη Γιώργη, μεγάληχάρητου. Ωραία θάλασσα, καλό μπιτσόμπαρο, μπυρίτσα και μπανάκι, φωτογραφίες και πίσω Αιδηψό με τελικό προορισμό τον Αγιόκαμπο για το φέρι. Αφού έχασα 2 φορές την έξοδο, μιας και η ταμπέλα ήταν καλυμμένη από παρακείμενο δέντρο, τελικά έφτασα Αγιόκαμπο και έβαλα το αίσθημα στο βαπόρι. Μισή ώρα και εκατοντάδες φωτογραφίες μετά, έφτασα Γλύφα. Από εκεί πήρα μια ξόφαλτση ταμπέλα για Βόλο κι ακολούθησα τη διαδρομή Αχίλλειο - Πτελεό - Σούρπη, με ορισμένα κομμάτια που έχουν καινούριο τάπητα και σε προδιαθέτουν να αυτοκτονήσεις, καθώς τη σήμανση έχουν επιμεληθεί χαροκαμμένες μανάδες, καταλάθος έξοδος στην εθνική αλλά στην επόμενη ξανά επαρχιακός για Ν. Αγχίαλο και τελικά, Βόλο.

Το Σάββατο έβαλα το αίσθημα κάτω από ένα δέντρο με παχύ σκιανό να ξεκουραστεί και πήγαμε με το αυτοκίνητο ενός φίλου Παπά Νερό. Η ψύξη που κονόμησα στην Εύβοια δε θα μπορούσε να με κρατήσει απ' το να κάνω βόλτα στο Πήλιο με το αίσθημα, κι έτσι την Κυριακή το μεσημέρι ντύθηκα, φορτώθηκα και βουρ! Βόλος - Πορταριά - Χάνια - Μακρυράχη και τελικός προορισμός Αγ. Σαράντα. Το χαμόγελό μου έγινε τόσο πλατύ, όσο το σχεδόν απ' άκρη σ' άκρη μαυρισμένο πέλμα του 180/55/17 πίσω ελαστικού μου... Όνειρο! Μπάνιο στη φανταστική θάλασσα του αιγαιοπελαγίτικου Πηλίου, μπυρίτσα και σουβλάκια στην καντίνα της παραλίας και πίσω, για ακόμη περισσότερα χαμόγελα... Πηλιορείτικα γλυκά του κουταλιού από τη διαδρομή, επιστροφή στο Βόλο και γέμισμα στο ρεζερβουάρ για το ταξίδι της (επιτέλους) επιστροφής στη Θεσσαλονίκη την επομένη το πρωί, καθώς ο τελικός του μουντιάλ καθυστέρησε να τελειώσει...

Εφτά μέρες και χίλια πεντακόσια παρά χιλιόμετρα μετά, ήμουν και πάλι σπίτι. Για να ξαναφύγω το απόγευμα για καφέ στο Μπαξέ Τσιφλίκι και την επομένη Σέρρες για δουλειά! Ουφ, να πάρω μια ανάσα γιατί έρχεται πάλι Σαββατοκύριακο...

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Απεχθάνομαι τις ανοιχτές διαδρομές.

Πιάνεται ο απαυτός σου. Άμα δεν έχει στροφιλίκι, δε μ' αρέσει. Αλλά τι να κάνεις; Κάπως πρέπει να κατέβεις Αθήνα.

Το ταχύτερα αναπτυσσόμενο δίκτυο φραντσάηζ στην Ελλάδα τα τελευταία 2-3 χρόνια είναι τα... διόδια. Σαν τις βατομουριές στον Τρυποκάρυδο του Τομ Ρόμπινς, έχουν πνίξει την Εθνική Οδό. Ποια; Γράψε λάθος.

Παλιά, που ανήκε στο έθνος το εθνικό, όχι του Μπόμπολα, ήταν Εθνική Οδός. Τώρα είναι "Αυτοκινητόδρομοι Αιγαίου" ή "Νέα Οδός", Ανώνυμες Εταίρες αμφότερες που βυσσοδομούν στις τσέπες μας... Είναι πολλά τα λεφτά, αλλά... μπιγουέαρ οφ ζε τζερμανς.

http://www.youtube.com/watch?v=2oK_trZhVdk

"Κόμβος Σκοτίνας κλειστός" με φωτάρες που αναβοσβήνουν πιο εύθυμα κι από χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, ανάψαν και τα δικά μου τα λαμπάκια κι αποφάσισα να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι τους λόγους για τους οποίους είχε κλείσει ο κόμβος της Σκοτίνας. Δεν είχε απολύτως κανένα πρόβλημα, εκτός από τη δυνατότητα που έδινε στους οδηγούς να παρακάμψουν το φραντσάηζ της Λεπτοκαρυάς. Βέβαια, υπάρχει κι άλλη διέξοδος λίγο πιο κάτω, χειρότερα φωτισμένη και σε στενότερο κομμάτι του δρόμου, η οποία εξακολουθεί να δίνει τη λύση, λίγο πιο επικίνδυνα αλλά ποιος ενδιαφέρεται;

ΕΚΟ βενζινάδικο λίγο πριν το Βόλο, 60> στον υπολογιστή ταξιδίου τα ρέστα και μειώνω ταχύτητα να δω τιμή.
1,595 η απεικόνιση στον πίνακα...
Η μούτζα αναπόφευκτη, αλλά και εν τέλει αγχωτική, καθώς 60+ χιλιόμετρα πιο κάτω είδα εκείνο το τρομαχτικό >--- στα ρέστα. Έξοδος στην Πελασγία, τρία τρομοκρατημένα χιλιόμετρα μέχρι το πρώτο βενζινάδικο και ουφ... 16,36lt (στο ρεζερβουάρ χωρητικότητας 16 λίτρων, δε μπορεί, από κάπου θα τη φας) για τα πρώτα 252χλμ, ήτοι 6,49lt/100 με μέση ωριαία 130. Πα μαλ. Βενζίνη με 1,52€, νταξ, δε σώθηκα όμως δεν πλήρωσα και την κοροϊδία του κερατά με το ΕΚΟ, όπως επίσης, βοήθησα στην τοπική οικονομία της Πελασγίας...

Τολμώ να συγκρίνω το κοκτέηλ συναισθημάτων του Σοάρες στον προημητελικό με τη Γκάνα, από τη στιγμή που έδιωξε τη μπάλα πάνω απ' τη γραμμή μέχρι και το νικηφόρο πέναλτι της ομάδας του, με το συναίσθημα του να ταξιδεύεις με μηχανή: στο έξω μέρος της φωτογραφίας, ένα τραπέζιο που δημιουργεί το κράνος, μέσα απ' αυτό η ζελατίνα με τα μυγάκια, μπροστά, στο 1/3 της φωτογραφίας το φέρινγκ, πάνω απ' αυτό και ως τα 2/3 ο δρόμος, κατάφυτος δεξιά κι αριστερά, στο βάθος μια γέφυρα πάνω απ' το δρόμο κι από πάνω αραιαί νεφώσεις... Πρέπει να βρω κάποιον να το ζωγραφίσει. Τον αέρα, όμως;

And back again.

Προσεχώς, γιατί δεν το έχω κάνει ακόμη. Το σχεδιάζω, όμως, όλο το απόγευμα και θα πετύχει. Ναι, θα πετύχει!

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Mundial 2010

Πρέπει να είναι η ομορφότερη στιγμή του 2010.

Η Άγκελα Μέρκελ τραβάει προς το μέρος της τον πίσσα μαύρο πρόεδρο της Νοτίου Αφρικής, τον φιλάει...

...και τον μεταμορφώνει σε βάτραχο.

Μόνο εγώ το είδα;

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Τριάντα... (μέρος δεύτερον)

Μετά το λύκειο, τι;

Εκείνο το ονειρεμένο καλοκαίρι έληξε με μια άσπρη τεκίλα. Πάρτυ αποχαιρετισμού για τους επιτυχόντες που ανοίγαμε πανιά, στο σπίτι μιας συμμαθήτριας, είχα καημό και πήγα από νωρίς με το παπί. Εκείνη την εποχή μου είχε κάνει η φίλη μου η Δήμητρα δώρο ένα μπρελόκ λούτρινο παπί, θα καταλάβεις στη συνέχεια γιατί αναφέρεται η σχετικά αδιάφορη αυτή πληροφορία... Μπαίνω στο σπίτι, βλέπω μια άσπρη κουέρβο, "λεμόνια έχουμε;" ρωτώ και βλέπω μια ολόκληρη λεμονιά στον κήπο πίσω. Μαχαίρι, φετούλες, αλάτι και στην πόρτα, τι διάολο με είχε πιάσει; Επί της υποδοχής, όποιος έμπαινε απαραιτήτως θα έπινε μαζί μου μια τεκίλα. Τα πάρτυ τότε ξεκινούσαν ώρες ανθρώπινες, βλ. 9 το βράδυ. Ε, κατά τις 10μισή, ήμουν αγκαλιά με τη λεκάνη. Έναν ελληνικό καφέ και πολλά μπλακ άουτ μετά, με στιγμές διαύγειας άπειρου γέλιου, με πλεον χαρακτηριστική την ατάκα του ταρίφα που θα με μετέφερε σπίτι "εγώ ΑΥΤΟΝ δεν τον βάζω μέσα!", με μια σακούλα του τζάμπο περασμένη από τ' αυτιά, με κόπους και βάσανα, με γύρισαν σπίτι τελικά δεν-ξέρω-πως-δεν-ξέρω-ποιος, με βάλαν στο κρεβάτι με τα ρούχα, μου βγάλαν τα παπούτσια, αφήσαν και τα κλειδιά με το μπρελόκ πάνω στο γραφείο και μ' αφήσαν να κοιμηθώ. Βγαίνει ο δάσκαλος κατά τις μια, δε βλέπει το παπί, σου λέει δε γύρισε ακόμη. Κατά τις δυο το ίδιο, κατά τις τρεις ανησύχησε. Μπαίνει στο δωμάτιο, ανάβει τα φώτα, τρεις λάμπες φθορίου που ώσπου ν' ανάψουν αναβοσβήναν κι εγώ έβλεπα αστραπόβροντα στην ημιθανή σούρα μου... "Που είναι ρε το παπι;" ρωτούσε ο δάσκαλος σηκωχτυπώντας με από το γιακά κι εγώ του απήντησα πως είναι στο γραφείο πάνω...

Τρεις μέρες μετά κι αφού δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα, μου είπε "Γεια" ξεπροβοδίζοντάς με για το νέο μου σπίτι, μακριά από την οικογενειακή εστία και την προστασία της, τη θαλπωρή της. Λογική αντίδραση γονέα, αν κάνει τέτοια εδώ που είμαστε κι εμείς, εκεί τι θα κάνει;

Τι να κάνει, όμως; Παιδάκι ακόμη, 18 χρονών, γιατί τη δεκαετία του '90 τα 18χρονα ήταν ακόμη παιδιά, άντε έφηβοι, δεν είναι σαν τα τσογλάνια που κυκλοφορούν σήμερα κι έχουν ξεσκολίσει από τα 14... Ή μήπως να είπα πολλά; Εν πάσει περιπτώσει, στο μικρό μου σπιτάκι, εκεί σ' ένα στενό Μπότσαρη με Όλγας, εσωτερικό να βλέπει στον ακάλυπτο, δεν πέρασε καιρός μέχρι τις παρυφές της σχιζοφρένειας. Άνοιγα τα παράθυρα και για να δω ουρανό, έπρεπε να κρεμαστώ από το μπαλκόνι και να κοιτάξω ίσα πάνω. Τι αλλαγή, από τη μονοκατοικία στα προάστια του Ηρακλείου, από τη φύση και την εξοχή... Στην πρώτη μου επιστροφή στην Κρήτη, θυμάμαι το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάρω εκείνη την αναλογική φωτογραφική μηχανή και να τραβάω φωτογραφίες βουνά και λαγκάδια, να τα βλέπω να ξεχνιέμαι.

Μόνος στο σπίτι. Οι πρώτες επαφές στη σχολή, οι πρώτες γνωριμίες, η πρώτη -και τελευταία- απογοήτευση. Δε μ' άρεσε. Δεν ήταν έτσι όπως το ονειρευόμουνα. Κόμματα, παρατάξεις, αηδία, σιχασιά, βαρετά μαθήματα, αποξενωμένοι καθηγητές, αποστάσεις αγεφύρωτες στο μυαλό μου... Χαλαρή παρέα με μερικούς συμφοιτητές, άλλο μήκος κύματος. Εκεί που βρήκα πραγματικούς φίλους, ενδιαφέροντες τύπους και απαντήσεις στην εσωτερική μου αναζήτηση, ήταν δυο μέρη. Το Μπόουλινγκ Σίτι, δίπλα στο σπίτι μου, εκεί που έκανα τις πρώτες μου γνωριμίες στην πόλη και η ΧΟΕ, μια χριστιανική οργάνωση που μου μ' έβαλε ν' αναζητήσω το Χριστό, μα εγώ βρήκα τον εαυτό μου...

Ο Στέλιος στο μπαρ, Τζιμ Μπιμ σε σφηνάκια, ατέλειωτες συζητήσεις περί ροκ μουσικής και πολλά τα-ξύδια, η Εύα, συντοπίτισσα και συνταξιδιώτισσα σ' εκείνα τα πρώτα χρόνια, ο "είμαι-εύκολος-φτηνός-ρηχός-και-ενίοτε-διεστραμμένος-ξεκινώντας-απ'-το-ξεφτίλας" Λεωνίδας, ο Σταύρος, ο Τάκης και οι υπόλοιποι τριανταφεύγα τύποι που συχνάζαν στο μπόουλινγκ και τους ακολουθούσα πιστά, σε συναυλίες στο Μύλο του Στεφανίδη, που όλα ήταν τσάμπα χάρις στον Τάκη, σε πρωταθλήματα μπόουλινγκ στην πόλη και εκτός, ωραία παρέα, ρουφούσα σαν το σφουγγάρι και ενίοτε έδινα κι εγώ τα φώτα μου, όπως τότε που τους σταύρωσα να πάμε στη συναυλία των Faithless και με κορόιδευαν, μέχρι που πήγαμε και χοροπηδούσανε σαν τα κατσίκια... Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Milo Z, Πανούσης, Κατσιμιχαίοι, Μαχαιρίτσας, και τι δεν είχα δει εκείνο τον πρώτο χρόνο μ' αυτή την παρέα! Κι εκείνη η συναυλία των Led Zeppelin, το The Song Remains The Same, που είδα από την πρώτη σειρά και μετά έκανα δυο μέρες να βγω απ' το σπίτι δι' ευνόητους λόγους. Ο νοών, νοείτω και ο μη νοών, ανόητος...

Δε θα ξεχάσω την πρώτη φορά που κατέβηκα στο κέντρο με το αστικό, βράδυ, με είχε καλέσει η καθηγήτριά μου η Τζεδάκη για φαγητό στη Μοδιάνο, αλλά έπρεπε να πάω από το σπίτι της κόρης της στη Ναυαρίνου. Το πρεζάκι που δάγκωνε το λάστιχο για να τρυπηθεί μόλις κατέβηκα απ' το λεωφορείο, εκεί στο πάρκο της ΧΑΝΘ, την τυροκαυτερή που δοκίμασα για πρώτη φορά κι έκλαιγα μισή ώρα, κι ως εκ τούτου έκτοτε την ερωτεύτηκα, καθώς μας μένουν αυτά που μας κάνουν να κλαίμε... Δε θα ξεχάσω επίσης τις πείνες της περιόδου εκείνης, τις ατέλειωτες μέρες χωρίς φράγκο στην τσέπη, τα πρώτα μακαρόνια που βγάζαν μάτι μέχρι να μάθω να τα βράζω, τα νερόβραστα κριθαράκια που με στέλναν με παραπεμπτικό στην τουαλέτα και τα ατέλειωτα λεπτά και δευτερόλεπτα μέχρι να περάσουν τα μεσάνυχτα και να πέσει η γαμημένη η βαλέρ στην Πειραιώς, να βγάλω το πεντοχίλιαρο και να πάω να φάω ένα γύρο που είχα ψωμολυσσάξει. Ωραίες εποχές!

Κι είμαι ακόμη στον πρώτο χρόνο;;; Ρε που θα πάει αυτή η ανάρτηση; Συνεχίζω επί τροχάδην.

Εκεί κάπου στα 20, μετά από δυο χρόνια ξεγνοιασιάς, εσωτερικής αναζήτησης και ρεμπελισμού, μια μετακόμιση μετά και με αλλαγές στις παρέες, με φίλους πλέον καλούς, ξαναρχίσαν τα χαστούκια της ζωής. Μια απόλυση στην οικογένεια, ο δάσκαλος στη σύνταξη, ο αδερφός για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο ξανά και η ανέχεια προ των πυλών. Την άλλη μέρα είχα δουλειά. Στο καινούριο μπόουλινγκ που άνοιγε στο εμπορικό κέντρο Μακεδονία, πρώτη επαφή με τον πραγματικό κόσμο της εργασίας, πολύς κόσμος, κλίκες, ισορροπίες, χτυπήματα κάτω από τη μέση αλλά και φραγκάκια, βιοπορισμός, άντε και κάτι γούστα... Στην αρχή στο μπαρ, μετά υποδοχή να δίνω διαδρόμους, μπιλιάρδα και παπούτσια, ήταν της μοδός το μπόουλινγκ και γινόταν καθημερινά πόλεμος με τους αμερικανοτσολιάδες, που λέει κι ο Τζιμάκος... Έξι μήνες κράτησε αυτή η δουλειά, μετά είπα να πάω σε δουλειά γραφείου γι' αλλαγή. Άλλους έξι μήνες κι εκεί, μετά ξανά πίσω στη σχολή, να τελειώνουμε, καθώς η ιστορία αυτή με πήγε πίσω στις σπουδές, μπροστά στη ζωή...

Δεν έζησα φοιτητική ζωή. Δε σύχναζα στο πανεπιστήμιο, δεν έκανα παρέα με συμφοιτητές, δεν έκανα τα πράγματα που έκαναν οι φοιτητές, δεν έπαιζα τάβλι, δεν ξενυχτούσα να ξυπνάω απομεσήμερο, δεν παρακολουθούσα μαθήματα, έκανα άλλα πράγματα. Μα δεν παραπονιέμαι, όλα έγιναν όπως έπρεπε. Ή όπως ήθελα. Δεν έχει και πολλή σημασία, έτσι έγιναν τα πράγματα.

Ξενοίκιασα στα τέσσερα χρόνια και έφυγα, γιατί πλέον ήξερα πως βγαίνει το ψωμί, μιας και είχα δουλέψει κάτι ατέλειωτα νυχτοκάματα στο φούρνο απέναντι από το σπίτι, με αποκορύφωμα εκείνη την αναθεματισμένη Κυριακή της Αποκριάς που βγάλαμε ένα τόνο λαγάνα για την Καθαρά Δευτέρα... Πίσω στην Κρήτη και μετά αναχώρηση για να υπηρετήσω τη μαμά πατρίδα, Θήβα, Ρόδος, Χανιά, μετά πάλι πίσω στο Ηράκλειο σε ατέρμονη αναζήτηση εργασίας και μέλλοντος. Δε χωρούσα, ήθελα να γυρίσω πίσω στη Θεσσαλονίκη, εκεί που ήταν οι φίλοι μου και η ζωή μου. Μαύρη πέτρα είχα ρίξει στο Ηράκλειο και μόλις επέστρεψα μου την πέταξε πίσω. Με βρήκε κατακέφαλα, πήρα κι εγώ μια βαλίτσα ρούχα να πάω να υπηρετήσω ξανά τη μαμά πατρίδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες ως εθελοντής και δε γύρισα ποτέ πίσω... Δε χαιρέτησα κανένα, δεν ήθελα να δώσω εξηγήσεις σε κανένα, πήρα το φευγιό μου κι έφυγα, μετά το πανηγύρι των ολυμπιακών ανέβηκα Θεσσαλονίκη και άρχισα να ψάχνω σπίτι και δουλειά. Βρήκα ένα υπογειάκι, που έγινε η φωλίτσα μου για τα επόμενα πέντε χρόνια, ξεκίνησα και δουλειά σε μια γαλέρα που λεγόταν κίτσεν μπαρ, χαιρετιόμασταν με τους συναδέλφους "γεια σου σκλάβε" - "γεια σου σκλάβε", δε με κρατήσανε πολύ γιατί έβλεπα, άκουγα αλλά μιλούσα κιόλας και η ρεμούλα πήγαινε σύννεφο, με διώξανε γιατί "δεν κάνεις, εσύ πρέπει να γίνεις δημόσιος υπάλληλος" και πήγα σ' ένα άλλο μπαράκι στη Νίκης, το Μιλκ, έπαιρνα τα ίδια λεφτά για να εξυπηρετώ το ένα εκατοστό του κόσμου...

Μιλκ... Από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της ζωής μου, δεν κράτησε βέβαια πάνω από έξι μήνες, μα γνώρισα δυο απ' τους πιο ενδιαφέροντες αντίθετους τύπους στη ζωή μου. Ξανάζησα τους ροκάδες και τους καρεκλάδες και την αιώνια διαμάχη του ροκ με τη ντίσκο, προσωποποιημένα στον Αντρέα και τον Άγγελο, έμαθα τους Chick Corea, Al di Meola, John Mclaughlin, Paco de Lucia, τους War, τους Kraftwerk, τους Odyssey, κι όλα αυτά σ' ένα λαχανί μαγαζί που δεν το έβαζε το μάτι σου, με τρελό γέλιο, ανέκδοτα, ιστορίες γι' αγρίους, τσάμπα ξύδια και κόσμο να μπαινοβγαίνει... Κι ύστερα ένα πρωί, αξημέρωτα για ένα νυχτόβιο μπάρμαν, εκεί γύρω στις 8 που ανοίγουν οι τράπεζες, ένα τηλέφωνο στο κινητό από μια φίλη απ' τα παλιά: "Καλημέρα συνάδελφε!", είπε και μέχρι να πάρω στροφές κόντεψα να κατουρηθώ απ' τη χαρά μου...

Ποιος θα στο 'λεγε, λεβέντη, ότι θα σε παίρναν στο Ίδρυμα και θα πετούσες από τη χαρά σου... Εθνικάριος η φίλη, είχα δώσει στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ για την τράπεζα αλλά δεν πίστευα ποτέ ότι υπήρχε περίπτωση να είναι αδιάβλητος και να πετύχαινα, αν και ήξερα πως είχα γράψει καλά... Ποιος θα στο 'λεγε πριν χρόνια και θα το πίστευες; Κι όμως, καμιά πενηνταριά βιογραφικά μετά χωρίς καμία ανταπόκριση, νταξ, για να μη λέω και ψέμματα, μια εταιρία είχε ανταποκριθεί, στέλνοντάς μου το βιογραφικό πίσω (!!!), πετούσα σου λέω...

Πρωταπριλιά μας πήρανε, σαν ψέμα. Κι ύστερα...

Ύστερα, έχει πολλή πορεία το θέμα. Και για να μην τα ξαναγράφω, mylopotamitis.blogspot.com

Έχει διάφορα κενά η αφήγηση, μπορεί να μην καταλάβεις και πολλά, όποιος κατάλαβε, κατάλαβε όμως.

Κιπ ρίντινγκ.

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Τριάντα...

Όλα ξεκίνησαν ένα Σαββατιάτικο πρωινό. Πρωινό αξημέρωτο, είχε δεν είχε ανατείλει ο ήλιος, βγήκα με φωνές και κλάματα. Τέσσερα κιλά και κάτι, παιδί ολόκληρο κατά τα λεγόμενα της μάνας, βιαζόμουν από τότε να μεγαλώσω. Ε, λοιπόν, μεγάλωσα.

Συγκεχυμένες αναμνήσεις, παιδικές φωτογραφίες και περιγραφές άλλων με φέρνουν στις πρώτες δικές μου εικόνες. Το σπίτι στο Μασταμπά, τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, η αυλή με την ελιά και τις καρέκλες κάτω απ’ αυτή, ο παππούς και η γιαγιά, η γειτονιά… Κι έπειτα, το χωριό. Τα χωράφια, τα δέντρα, άλλος παππούς και άλλη γιαγιά, το τζάκι στο σπίτι, το υπνοδωμάτιο που κοιμόμασταν όλοι μαζί, τα κατσικάκια που ταΐζαμε με το μπιμπερό, οι κότες, ο Ντικ… Μα πιο έντονα απ’ όλα από εκείνη την εποχή θυμάμαι τις μυρωδιές και τις γεύσεις. Το κατσικίσιο γάλα που μου έφερνε αναγούλα, τις τηγανιτές πατάτες της γιαγιάς στη φωτιά, τις οφτές πατάτες του παππού στη σόμπα, το πιάνο στο σπίτι της νονάς του αδερφού, τη μυρωδιά κάθε ανθρώπου που μ’ άγγιζε… Τα σκληρά γένια του παππού, που μύριζε τσιγάρο και τσικουδιά από τ’ ανοιχτά του πουκάμισα… Τα μαλακά χέρια του προπάππου του Πουλή, τυφλός, καθισμένος πάντα στον καναπέ, το χειροφίλημα στον άλλο παππού και τη γιαγιά στο χωριό και το αναπόφευκτο ζούληγμα απ’ όλους. Και κάτι επιστροφές με το αυτοκίνητο από το χωριό, συνήθως μεσημεριανές, οπωσδήποτε ζεστές και σίγουρα ανυπόφορες, ειδικά όταν είχε μπάλα στο ραδιόφωνο…

Ταξίδια στην Ελλάδα, μυρωδιές, χρώματα, εικόνες από μια ξένοιαστη περίοδο. Αγαπημένοι συγγενείς, οι ράγες του τρένου στο Κιάτο, το πανέμορφο σπίτι της θείας Νίκης, ο επιβλητικός θείος Κυριάκος, οι ξαδέρφες της μαμάς, το κολπάκι που κάναμε μπάνιο… Κι ύστερα το μαγαζάκι του μπαρμπα-Γιάννη στο Περιστέρι, ένα υπογειάκι γεμάτο μικρούς θησαυρούς για παιδιά… Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα πράσινα βατραχάκια με το έλασμα, όπως δε θα ξεχάσω τα όνειρα που έβλεπα παιδί, πως έπαιρνα φόρα εκεί στη Λυκοσούρας και πετούσα στην κατηφόρα. Η θεία Στέλλα και τα ξαδέρφια, ο άλλος προπάππους και η προγιαγιά η Ωραία Ελένη… Από τα ταξίδια θυμάμαι το σπήλαιο του Δυρού, γιατί μου είχε κάνει εντύπωση και τη Σπάρτη, γιατί εκεί έφαγα τα μούτρα μου… Την Κέρκυρα με τα παγωμένα νερά και τα πρωτοεμφανιζόμενα τότε γουότερσπορτς, μα όλα τα υπόλοιπα από φωτογραφίες μόνο και περιγραφές, γιατί τι μνήμη να έχει κανείς ως τα έξι του χρόνια;

Μετά αυτά σταμάτησαν. Τα ταξίδια, οι εκδρομές, μαζί μ’ αυτά και η ξεγνοιασιά των παιδικών χρόνων. Βιαζόμουν να μεγαλώσω, ήρθαν και τα χαστούκια της ζωής… Το πρωί σχολείο, το απόγευμα οικοδομή να βοηθάω το δάσκαλο, τους χειμώνες στο χωριό να μαζεύουμε ελιές, τα καλοκαίρια στον τρύγο, αγγλικά, γερμανικά, βαρούσα υπερωρίες να τα προλάβω όλα, είχα νεύρα, ήθελα να είμαι ο καλύτερος, ο πιο έξυπνος, ο πιο γρήγορος… Σπασικλάκι, μάλλον, όμως είχα και τα καλά μου. Δεδομένου ότι ήμουν καλός, διεκδικούσα κάθε σπιθαμή δίκιου που μου ανήκε, γιατί μου ανήκε δικαιωματικά, δεδομένου ότι ήμουν καλός. Το παιχνίδι σ’ αυτά τα χρόνια ήταν μάλλον σπάνιο, η μπάλα, από τις αλάνες -που εξαφανίζονταν σιγά-σιγά, μεταφέρθηκε στους δρόμους κι άρχισε να γίνεται επικίνδυνη, τα αμίλητα και ακίνητα μεσημέρια που κοιμόταν ο δάσκαλος, τα Μπλέηκ, Ποπάυ και λοιπά κόμικς που δανειζόμουν από το γείτονα, το εικοσάδραχμο που εξασφάλιζε κις, αμίτα και φοφίκο από το μαγαζάκι του κυρ-Γιώργου απέναντι από το σπίτι, η μανία μου για τα ηλεκτρονικά στο καφενείο του χωριού και οπουδήποτε αλλού, κάτι ονειρεμένα απογεύματα στο σπίτι του ξαδέρφου και μερικές ωραίες Κυριακές στην πισίνα του Απολλώνια…

Κι ύστερα μετακόμιση. Δικό μας σπίτι, το σπίτι μας, τι κλάματα εκείνο το πρώτο βράδυ στο καινούριο μου δωμάτιο, στο δικό μου δωμάτιο… Εφηβεία στα κοντά, γυμνασιακά χρόνια, να σου και οι πρώτοι έρωτες, φιλιά με τις ώρες, αγγίγματα και χάδια απονήρευτα, αγνά ερωτικά, δίχως ίχνος χυδαιότητας ή ακόμη και πονηριάς. Μπάσκετ έξω από το σπίτι και στο Τσαλικάκι, βόλτες με τα ποδήλατα, ανηφόρες και κατηφόρες με ονομασίες από τους Dukes of Hazard, Ο ιππότης της ασφάλτου, Ιζνογκούντ και ροκιές στο στερεοφωνικό, καλοκαίρια και χειμώνες, στιγμές οικογενειακές που μοιάζουν τόσο μακρινές… Μεγάλωσα.

Έπειτα, η μετανάστευση του αδερφού μου και η μοναξιά των λυκειακών χρόνων. Η μεταγραφή στο Πειραματικό στην τρίτη λυκείου, νέα πρόσωπα, νέες καταστάσεις, νέοι έρωτες μα και κάτι παλιοί, το φροντιστήριο Ορίζοντες, οι δάσκαλοι Μανδαλάκης και Τζεδάκη, που πολύ τους ευχαριστώ για το στίγμα που άφησαν στην προσωπικότητά μου, ατέλειωτα ξενύχτια σε διαβάσματα και διασκεδάσεις, μια ονειρική πενταήμερη στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα εξετάσεις… Ένα σκασμένο λάστιχο την πρώτη μέρα της Ιστορίας κι ένα σκασμένο τρέξιμο να προλάβω τις πόρτες του σχολείου… Το άγχος του δασκάλου, που έδινε εξετάσεις κι αυτός μαζί μου κι εκείνο το τελευταίο Σάββατο των μαθηματικών, που είδα τις πόρτες του πανεπιστημίου ν’ ανοίγουν διάπλατα μπροστά μου, μόλις βρήκα τη λύση στο 3ο θέμα, λεπτά πριν τελειώσει ο χρόνος…

Κι ύστερα, ξεγνοιασιά. Το πιο απροβλημάτιστο καλοκαίρι της ζωής μου, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς διάβασμα, ένα ταξίδι στη Ζάκυνθο με μια φίλη που έχει χαθεί πια, τα πρώτα μεροκάματα, ναυαγοσώστες γαρ στο Watercity με τον αδερφό και μια απίστευτη παρέα που έκανε τη δουλειά πραγματική διασκέδαση, νέες φιλίες, νέοι έρωτες και τ' αποτελέσματα μιας κοπιαστικής πορείας δώδεκα ετών, σα παλαιωμένο ουίσκι... Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων από το δάσκαλο, με εμφανή σημάδια απογοήτευσης στο πρόσωπό του, καθώς δεν έπιανα σχολές στην Αθήνα, ο εμφανής ενθουσιασμός μου για τις πιθανότητες να περάσω Θεσσαλονίκη και η επιβεβαίωση, όταν βγήκαν οι βάσεις.

Όοοοοοοοοοοοοοο, όοοοοοοοοοοοο,
όοοοοοοοοοοοοοοομορφη Θεσαλλονίιιιιιιιιιιιικη...

Αναγκάζομαι να διακόψω για διαφημίσεις, καθώς κάπου εδώ η αγωνία κορυφώνεται! Οι εξελίξεις ραγδαίες, η δράση καταιγιστική, πηγαίνετε τουαλέτα και μετά κυλικείο για ποπκόρν-λεμονάδα και τα ξαναλέμε...

Intermission-

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Ολομόναχος...

Έμαθα 'γω κι αμοναχός
και δεν παραπονούμαι
ελπίδες μπλιο δεν καρτερώ
και πράμα δε φοβούμαι...

Δεν ξέρω αν σε κατάλαβα, Παππού. Από μικρός τα λόγια σου με συνεπαίρνανε, μου έκανες παρέα ώρες ατέλειωτες, απ' τα Παλάτια της Κνωσσού ως την Ασκητική σου και την Αναφορά στο δικό σου Παππού. Μεγάλωσα μαζί σου και συχνά πυκνά σε ανέφερα, έλεγα ιστορίες σου στις παρέες μου. Ένιωθα μεγάλος απ' όταν ήμουνα μικρός, γιατί μου είχες μιλήσει εσύ. Κι ακόμη μου μιλάς σα να με ξέρεις, μπαίνεις στα τρίσβαθα της ψυχής μου, πιάνεις τον παλμό της και τον συνταράζεις... Να, κάπως έτσι:

"Μεσημέρι. Ένας βραχόκηπος στο βάθος ενός παλιού μοναστηριού. Μήτ΄ένα λουλούδι, μήτ' ένα πράσινο φύλλο, μήτε μια στάλα νερό. Τα δένδρα και τα λουλούδια πρασινίζουν κι ανθίζουν έξω από τον αψηλό αυστηρό τοίχο.

Ο κήπος αυτός είναι μια αμμοδερή έρημο, και στον άμμο της μια δεκαπενταριά βράχοι, μεγάλοι, μικροί, είναι σκορπισμένοι, θαρρείς, όπως έλαχε. Ο Κιζένος ποιητής που, εδώ και τρείς αιώνες, τον φιλοτέχνησε, είχε έναν ξεκάθαρο σκοπό: να υποβάλει την εικόνα μιας τίγρης που φεύγει.

Νοιώθεις ξάφνου, αλήθεια, πως αυτοί οι βράχοι είναι κυριευμένοι από πανικό, καθώς είναι έτσι ορμητικά γυρμένοι, κυλισμένοι ανάποδα, -ένα τρομερό και αόρατο όν πηδάει από τον έναν στον άλλο, και τους τραντάζει σύρριζα.

Μια τίγρη, ή ο Θάνατος, ή ο Ερωτας, ή ο Θεός.

Περπατώ μέσα σε αυτόν τον κήπο, κάτω από το κάθετο φώς, και πόθοι σκοτεινοί φωτίζουνται αγάλι-αγάλι μέσα μου και κρυσταλλώνονται γύρω από έναν σκληρό πυρήνα. Δε γνοιάζουμαι πια για την Αρχή ή για το Τέλος των πραγμάτων. Δεν κάνω πια καμιά υπόθεση. Καταφρονώ κάθε ελπίδα και κάθε βολική ανταρσία. Σκάβω τη γή, το δικό μας χωράφι. Βλέπω με τα μάτια μου, αγγίζω με τα χέρια μου: από την ανόργανη ύλη ίσαμε το φυτό, από το φυτό ίσαμε το ζώο, από το ζώο ίσαμε τον άνθρωπο -κάποιος ή κάτι, εδώ και χιλιάδες αιώνες, ανεβαίνει, ανεβαίνει με αγώνα.

Θέλω να ακολουθήσω το ρυθμό του, να ανέβω μαζί του, να ξεπεράσω τους γονιούς μου, να ξεπεράσω τον εαυτό μου, να παστρέψω μέσα στην καρδιά και στο νού μου το δρόμο για κείνον που ανεβαίνει.

Να πετάξω επιτέλους την ποίηση, την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την ευτυχία!

Να κοιτάξω κατάματα, χωρίς αντικαθρεφτίσματα από ομορφιά, καλοσύνη ή φόβο, την τρομακτική και υπέροχη πραγματικότητα.

Να κάμω λεύτερη καρδιά, κατά την εικόνα αυτού του Βραχόκηπου."*

Ίσως, τελικά, να μην πιάνεις τον παλμό της ψυχής μου. Ίσως να τον δίνεις.

Κι ως έλεγε κι ο φίλος σου ο Ζορμπάς,

Ολομόναχος,
Μυλοποταμίτης

Ώρα καλή!


* Ν. Καζαντζάκης, "Ο Βραχόκηπος"