Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Αθήνα

Μια χαβούζα της σύγχρονης παρακμής.

Στον ίδιο χώρο που γεννήθηκε ο πολιτισμός, η πραγματική δημοκρατία, η τραγωδία, μνημεία απίστευτου κάλλους, στον ίδιο χώρο που τα τελευταία δυόμιση χιλιάδες χρόνια έχουν επικρατήσει εγκέφαλοι με τεράστιους κάλους...

Διαβάζοντας για τον Επίκουρο από τον Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, σε μια σύντομη περιήγηση στα τεκταινόμενα του τότε παρελθόντος, του 5ου αιώνα προ Χριστού, που δε μπορώ να καταλάβω γιατί έχει επικρατήσει ως οριακό σημείο στην ανθρώπινη ιστορία αλλά το προσπερνώ, γιατί δεν ξέρω αν ήταν η χρονιά της μπεκάτσας ή η δυναστεία των Χου στο κινεζικό ημερολόγιο κι εν πάσει περιπτώσει για να γίνω κατανοητός, έστω λοιπόν, τον 5ο αιώνα προ του Μηδενός (ουφ!), υπήρξε για μερικά χρόνια δημοκρατία.

Σ' αυτά τα λίγα χρόνια ύπαρξης μιας πραγματικής δημοκρατίας, ο κόσμος μεταλλάχθηκε τόσο πολύ, που δε θα μπορούσε ποτέ πια να είναι ο ίδιος. Η δημιουργία έφτασε στο αποκορύφωμά της κι αυτό γιατί ακόμη και η ίδια η λέξη προέρχεται (τι αποκάλυψη κι αυτή, που παρότι βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, δεν έχουμε την παιδεία και την αντίληψη να το δούμε) από τις λέξεις δήμος και έργο, παράγω έργο δηλαδή για το δήμο. Αναρωτιέσαι ακόμα γιατί δεν υπάρχει δημιουργία σήμερα;

Εν πάσει περιπτώσει, εγώ πάλι καλά πέρασα, καθώς συνάντησα έναν επικούρειο φίλο μου και ζήσαμε την "Πανδαισία. Ένας κηπάκος, σύκα, λίγο τυρί και τρεις τέσσερις καλοί φίλοι - να ποια ήταν η τρυφή για τον Επίκουρο" (Φ. Νίτσε, Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο). Όπου κηπάκος βάλε το κέντρο της Αθήνας, σύκα και λίγο τυρί βάλε κάτι τζόνι μαύρα και άλλες ουσίες κι οινοπνεύματα, ενώ τους τρεις τέσσερις καλούς φίλους άστους ως έχουν. Κι ύστερα ένα χαμόγελο, δυο τρια χάδια ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα, νύχτες φιλοσοφίας στη Γλυφάδα κι ύστερα πάλι πίσω, στο τρένο της επιστροφής, κουβαλώντας την Πανδαισία μέσα μου και έχοντας δημιουργήσει, ασχολούμενος με το φως και την καταγραφή του.

Ως την επόμενη φορά...

Ελευθερία Έκφρασης

Την πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.

Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα
-τη πιο διάφανη απ' όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα.

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

The ballad of Reading Gaol

[...]

I only knew what hunted thought
quickened his step and why
he looked upon the garish day
with such a wistful eye;
The man had killed the thing he loved,
an so he had to die.

Yet each man kills the thing he loves,
by each let this be heard,
some do it with a bitter look,
some with a flattering word,
the coward does it with a kiss
the brave man with a sword!

Some kill their love when they are young,
and some when they are old;
Some strangle with the hands of Lust,
some with the hands of Gold:
the kindest use a knife, because
the dead so soon grow cold.

Some love too little, some too long,
some sell, and others buy;
some do the deed with many tears,
and some without a sigh:
For each man kills the thing he loves,
yet each man does not die.

Oscar Wilde