Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Πάει!

 Ντάι, δυο χιλιάδες δέκα, ντάι! Κι αν δεν κατάλαβες, σε παραπέμπω στο Δούρειο Ήχο της 23/12/2010.

Η αλήθεια είναι ότι είναι άσκοπο να κάνω αναδρομή στο έτος, μπορείς κάλλιστα να διαβάσεις το μπλογκ από την αρχή... Θα περιοριστώ στα του τελευταίου μηνός, ο οποίος για άλλη μια φορά έκλεψε την παράσταση. Χάστα λα βικτόρια Ντισέμπερ.

Η κατάσταση είναι κρίσιμη, τα μηνύματα από παντού ανησυχητικά. Κι όμως, η νηφαλιότητα του JJ&S, μέγα χορηγού της μηνιαίας νιρβάνας που κλείνει το χρόνο κάθε χρόνο, επικράτησε τελικώς, κρατώντας στην απέξω όλους αυτούς που επιβουλεύονται το καλώς έχειν μας, ή απλώς το έχειν μας, στην κατοχική δημοκρατία που διαβιούμε, μην ξέροντας που παν τα χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα και δώθε.

Ακούω πολλούς να αναθεματίζουν το 2010 και να το στέλνουν, λες και δε θα πήγαινε από μόνο του, στον αγύριστο. Κι όμως, κρυφογελάω κάτω απ' τα μουστάκια μου, λαθρεπιβάτης στη μιζέρια, με μια κρυφή χαρά στα στήθια που όλα πάνε κατά διαόλου και μια έντονη επιθυμία να γελάσω τόσο δυνατά, που μετά βίας κρατιέμαι, γνωρίζοντας ότι θα έχω την ίδια τύχη με το 2010 στις ευχές. Δε μας φταίει κανείς, είμαστε οι ίδιοι υπεύθυνοι για το χάλι που επικρατεί γύρω μας, μα κυρίως μέσα μας.

Αν αφιερώναμε το 1/10 του χρόνου που γκρινιάζουμε για να αλλάξουμε αυτά που μας ενοχλούν, θα είχαμε και τα υπόλοιπα 9/10 για να απολαμβάνουμε τη βελτίωση. Για την ώρα, 100% γκρίνια. Όχι εδώ, όμως! Εδώ όλα είναι όπως ακριβώς πρέπει, καλά και άσχημα. Ακόμη και η δουλειά μου, που τείνει να μετατραπεί σε κυνηγός φαντασμάτων, όσο άσχημη κι αν είναι, είναι διαχειρίσιμη σε ψυχολογικό επίπεδο και με αφήνει παγερά αδιάφορο, με την πικρία του χαμένου οχταώρου και το κενό της δημιουργικότητας, που έρχονται να καλύψουν φωτογραφίες και κείμενα, στη στιβαρή ισορροπία που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια μέσα μου.

Δεκέμβρης, λοιπόν, με επετείους και γιορτές, με φίλους παλιούς και καινούριους, μ' ένα Πάνθεον συζητήσεων, συναισθημάτων, αποκαλύψεων και γνωριμιών και με το ήθος μας να κρίνεται Διατηρητέον, προστατευόμενη πολιτισμική κληρονομιά στη χυδαιότητα των ημερών. Οι Εποχές είναι δύσκολες, ειδικά μετά από (αλτσχαϊ)μερικά τζακ ντραμπούι που σε στέλουν για σούπα και ύπνο, στις παραδόσεις που τηρούνται ευλαβικά τα τελευταία χρόνια και πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού που παίρνει το λουτρό του, στο πανέμορφο μαγαζί του Μιχάλη, που αγαπάει τους μαύρους, του Δάνη και του Νίκου στα Γιαννιτσά, με τον M.C. Escher να κυριαρχεί στο φόντο, τις μουσικές να σε ταξιδεύουν και το φίλο μας το Λευτεράκη να μας ξελασπώνει στις απανωτές στραβές που κάνουμε...

Στις λοιπές βιοτικές ανάγκες, τα τραπέζια στα οποία παρεβρέθην ήταν επιεικώς αυτοκρατορικά, με τις μαγείρισσες να έχουν φάει πολύ ξύλο για να μάθουν να μαγειρεύουν έτσι το κότσι, κατά τη ρήση του βουνού-αυτοκράτορα, τις σούπες να χρησιμοποιούνται κατευναστικά στο μάλε-βράσε της επόμενης μέρας και τη ζωτικότητα να βρίσκεται σε επίπεδα διατήρησης της αναπνοής και εκτέλεσης βασικών κινήσεων για τη μεταφορά της ασθενούς σαρκός από κρεβάτι σε καναπέ, με κολοφώνα της δόξας της την προσέγγιση του μεσημεριανού τραπεζιού.

Στα ενδιαφέροντα του μήνα, ένα καινούριο ραδιόφωνο με παγκόσμια εμβέλεια ξεκίνησε από τους ίδιους πιτσιρικάδες που ξαναθυμήθηκαν και μας ξαναθύμισαν την παλιά κασέτα. Λίγο τις βωμολοχίες, μάγκες, η επιστημονική ορολογία είναι "στύσεις", αλλά καταλαβαίνω τη γκαύλα σας. Ακολουθήστε το σχετικό λινκ δεξιά και καλή ακρόαση!

Μια πτήση με τον κο Χαρέρα κυβερνήτη, ο οποίος πρέπει να είναι η ισπανική έκδοση του Χάρου ελληνιστί, με έφερε στην Κρήτη σώο και αβλαβή, όπου με περίμενε το γκουρμέ τραπέζι του αδερφού και η οικογενειακή θαλπωρή, ζέσταμα στο σπίτι και του χρόνου, Μαίρη Μαράντη στο Φεγγάρι...

Καλή Χρονιά!

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Δεκέμβρης 2010

Πάει κι αυτό. Σε ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών, σε μια στιγμιαία αποτύπωση φωτογραφίας, παίξαν οι 11 και τώρα βάλαμε την αλλαγή, μπας και γυρίσει το ματς και πάρουμε λίγο τα πάνω μας. Παίζουμε τις καθυστερήσεις, όμως ο Δεκέμβρης είναι πολύ δυνατός παίχτης στο καλεντάρι. Σαν και πέρυσι, που ήρθε σαν κάθαρση στην τραγωδία της χρονιάς...

Θα μου πεις, ήταν τραγωδία το 2009; Δεν ξέρω, δεν έχω διαβάσει τραγωδία. Έχω ένα τεράστιο κενό σ' αυτό το αποκορύφωμα του γραπτού λόγου και δεν ξέρω καν από που να ξεκινήσω. Η πλησιέστερη επαφή μου με το θέμα ήταν τηλεοπτική, παρακολουθώντας μετά κόπων και βασάνων το Dogville του Λαρς Φον Τριερ. Δεν ξέρω γιατί, υπέθεσα όμως ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι οι τραγωδίες. Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, ντιπ. Στα προσεχώς.

Θα επανέλθω στα δικά μου, πριν όμως θα σου μεταφέρω, ακροατή του, μερικά λόγια για την περιρρέουσα κατάσταση:

"Οι χίτες και οι ταγματασφαλίτες με τα δολάρια και τις βόμβες ναπάλμ, εξολόθρευσαν τους πατριώτες, όσους είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από την πείνα και τις κακουχίες της γερμανικής κατοχής, και έκτοτε κυβερνάνε με μπούσουλα τον εκλογικό τρομονόμο. Τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας μας έχουν καταντήσει ανέκδοτο, στη χώρα που την ανακάλυψε: Ισονομία (χαχαχα) με τα τρακόσια γουρουνάκια υπεράνω του νόμου, αξιοκρατία με τη Νταλάρα στο Υπουργείο Εργασίας, και διάκριση των εξουσιών, με τους δικαστές να διορίζονται από το κυβερνών κόμμα. Η βουλή να νομοθετεί πάνω στα λερωμένα σώβρακα του Παπακωνσταντίνου, που δε χρειάζεται πλέον ούτε την τυπική υπογραφή των εθνοπατέρων. Ούτε την τυπική υπογραφή. Ούτε την τυπική υπογραφή!"

Τζίμης Πανούσης - Δούρειος Ήχος 20.12.2010

Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον, κάνω την παλαβή και σφυράω κλέφτικα, εκπλήσσομαι από το θάρρος λίγων και το θράσος πολλών αρνητικά και θετικά αντιστρόφως αντίστοιχα κι αν επιστρέψεις να το ξαναδιαβάσεις απ' την αρχή, τότε σ' έχω βάλει στο κλίμα. Τουρλουμπούκι, δικέ μου.

Βασικά καλησπέρα σας.

Συνεχίζεται...

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Ακροτελεύτια διάταξη

ΤΜΗΜΑ Δ'
Ακροτελεύτια διάταξη
Άρθρο 120

4. Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσον εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία. 

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Αιδώ Πολυτεχνείο! Αιδώ Πολυτεχνείο!

Ήσουν νέος, ένιωθες την καταπίεση στο πετσί σου.

Λογοκρισία, απαγορευμένες συνάξεις, προπαγάνδα, ξύλο, ασφάλεια, φώτα σβηστά, παράθυρα κλειστά, χαφιεδισμός, ΚΥΠ, CIA, επιστρατεύεσεις, προβοκάτσιες... Αναρωτιόσουν γιατί να σου τύχει η εποχή αυτή. Ύστερα όμως έκανες το βήμα, εκείνο το πιο μακρυνό, εκείνο που σε βγάζει απ' το σπίτι σου στο πεζοδρόμιο... Αυτό μάλιστα, είναι ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, όμως ένα τεράστιο για την ανθρωπότητα. Κάθε φορά που γίνεται.

Πήγες κι εσύ εκεί που ήταν οι λίγοι, δεν άκουσες τις προτροπές των γονιών, που σου λέγαν να σκύψεις το κεφάλι και να κάνεις υπομονή, να μην αντιδράσεις, μην τυχόν και πάθεις κάτι... Θυμάσαι; Άλλαξες τα πράγματα, εσύ, οι φίλοι σου που έχασες εκείνο το βράδυ, οι γνωστοί και οι άγνωστοι που ξέφυγαν μέσα από τανκς, μπάτσους, φαντάρους κι ελεύθερους σκοπευτές... Θυμάσαι;

Ύστερα έγινες εσύ γονιός. Η εμπειρία της εποχής σε έκανε συνετό κι εργατικό, προσπαθούσες να εξασφαλίσεις ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής για σένα και την οικογένειά σου. Μεγάλωσες τα παιδιά σου σ' έναν κόσμο που άλλαζε, εσύ έδινες τον καλύτερό σου εαυτό και όλα ήταν καλά, θυμάσαι;

Δεν έχω πολλά παράπονα από σένα. Ίσως να είναι μόνο τούτο: Ξέχασες να πεις στα παιδιά σου ότι η σημαντικότερη πολιτική σου στιγμή, ήταν όταν έκανες εκείνο το βήμα. Ότι η μόνη αλλαγή που κατόρθωσες να φέρεις, ξεκίνησε από την ανυπακοή. Ξέχασες... Και μεγάλωσες τα παιδιά σου ενταγμένος στις αποχρώσεις της μετ-απολίτευσης, με την παραίσθηση της συμμετοχής και, εσχάτως, με τις τύψεις της συνενοχής...

Το σημερινό Πολυτεχνείο εκπέμπει ακόμη το σήμα, όμως θα πρέπει να μιλά κανείς αρχαία ελληνικά, για να καταλάβει τη διαφορά του Άλφα-Γιώτα και του Ω-μέγα. "Αιδώ Πολυτεχνείο! Αιδώ Πολυτεχνείο!", φωνάζουν τα πάρτυ και οι εκδρομές των α και ου και των άλλων κάφρων, οι οποίοι εκπροσωπούν μια ολόκληρη φοιτητική κενότητα, κατά το κενωνία.

Διαβάζω πως η εξέγερση του Πολυτεχνείου ξεκίνησε όταν οι φοιτητές αποφάσισαν την αποχή από τα μαθήματα. Σήμερα, με την αποχή να αποτελεί θέσφατο, μάλλον κάτι άλλο πρέπει να βρούμε για να ξεκινήσουμε.

Τη συμμετοχή, ίσως;

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

And the living is easy...*

Από ένα νέο, που αν διορθώσει κάτι ορθογραφικά που βγάζουν μάτι μωρ' αδερφάκι μου και κάτι συντακτικά, που ναι μεν αποτελούν τον τύπο, όμως έχουν και ουσία, θα πάει μπροστά...



Συνεχίστε να ακούτε εδώ...

http://sanpaliakaseta.blogspot.com/

*:  Τελικά τα ορθογραφικά ήταν αλλουνού, οπότε αθώος κύριε πρόεδρε ο κατηγορούμενος. Ο νέος γράφει ως Moik και έχει γούστο, αν εξαιρέσεις κάτι σταυρούς και κάτι φίδια που προσκυνάει... Όχι που θα γλίτωνες...

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Πάλι πίσω έμεινα...

Αφοσιωμένος στη φωτογραφία τον τελευταίο καιρό, γράφω χιλιάδες λέξεις χωρίς ν' ακουμπήσω πληκτρολόγιο. Γι' αυτά που δεν φωτογραφίζονται, όμως, ας πούμε καμιά κουβέντα, μιας και χαθήκαμε, εξωστρέφειά μου...

Η συνύπαρξη με τους γονείς τον τελευταίο καιρό επίσης αποτελεί δικαιολογία για την απουσία μου, καθώς ξεσυνοριζόμουν το λάβιτοπ με το δάσκαλο και τη δασκάλα, οπότε και κατερρίφθη και ο μύθος του "γιου καντ τιτς εν ολντ ντογκ νιου τρικς". Ειρηνική κατά τα λοιπά και ευχάριστη, πλην όμως μακρά σε διάρκεια, κάτι που διορθώθηκε κατά τι προς το τέλος. Ευχαριστώ! Για όλα!

Στα της Κωνσταντινούπολης, οφείλω να επισημάνω πως είναι η πιο ενδιαφέρουσα πόλη που έχω επισκεφθεί, παρά το γεγονός ότι είδα μόνο τη βιτρίνα της. Κάποια στιγμή θα επανέλθω και για τα υπόλοιπα, καθώς έχω την εντύπωση πως εκείνα θα είναι και τα σπουδαία. Χωρίς ίχνος εθνικιστικής διάθεσης, είδα την Πόλη σαν κατακτημένη, η αίσθησή μου ήταν πως μόλις την προηγούμενη εβδομάδα είχαν μπει οι Τούρκοι και την κατέλαβαν... Κι αυτό λόγω του σημαιοστολισμού όλης της πόλης, απ' άκρη σ' άκρη. Δεν υπήρχε δρόμος, κτήριο, πάρκο, καραβάκι, ξενοδοχείο, αυτοκίνητο ή οτιδήποτε άλλο που να μην κράδαινε μια σημαία. Όσο για τη γενικότερη εικόνα, εικόνες να δεις, εγώ τι να πω;

Εντωμεταξύ, που είχαμε μείνει; Από τις αρχές Οκτωβρίου έχω να πω κουβέντα, οπότε μισό λεπτό να ανατρέξω στη... φωτογραφική μου μνήμη, καθώς η φυσική πλήττεται καθημερινά από διάφορες έξεις. Έξεις και ξερή.

Βασικά, δεν ήμουν και τόσο απών, μιας και από τις αξιόλογες στιγμές έχεις υλικό... Λείπουν εικόνες από μια υπέροχη βόλτα με φίλους μηχανόβιους στον αυχένα του Μετσόβου, όμως θα διορθωθεί εν ευθέτω χρόνω, καθώς ήταν κι αυτή μια Κυριακή. Το 'πιασες το υπονοούμενο, έτσι; Προσεχώς.

Νοέμβρη πιάσαμε και μάλιστα 7, με τις αυτοάνοσες εκλογές ολοκληρωμένες, τουλάχιστον η πρώτη δόση, γιατί έχει και επαναληπτικές εκτός έδρας, όπου έδρα είναι η πραγματικότητα. Παρελάσανε τον τελευταίο καιρό όλοι από παντού, τηλεοράσεις, ίντερνετ, εφημερίδες, κινητά, περιοδικά, κολώνες της ΔΕΗ, φανάρια και -θα σε σκίσω εσένα άμα σε πιάσω να μου βάζεις- φυλλάδια στους υαλοκαθαριστήρες... Ουστ, τσάτσοι. Ουστ! Απείχα παρασάγγας από το τσίρκο, αν εξαιρέσεις τα μπινελίκια που έριχνα σε τακτά χρονικά διαστήματα κι εξακολουθώ...

Ο Τζιμάκος συνεχίζει να αποτελεί όαση στην έρημο της είδησης, ενώ ο Αποστόλης στην Ελληνοφρένεια είναι το απόλυτο πρότυπο απάντησης στο τηλεφώνημα της εισπρακτικής ή άλλης καλοθελήτριας που σε κυνηγάει να σου πουλήσει αναίσχυντα ακοινώνητη επικοινωνία μέσω κινητών τηλε-φόνων, οι οποίοι εξιχνιάζονται κάθε βράδυ από τους μπάτσους που έχουν γεμίσει τις τηλεοράσεις... Μπερδεύτηκα, αλλά το είπα.

Κατά τα λοιπά, ζω ενδιαφέρουσες στιγμές στη Θεσσαλονίκη που αγάπησα. Επιστρέφοντας απ' την Πόλη, προσπάθησα να διατηρήσω το πάθος της ματιάς μου, σα να εξακολουθούσα να βρίσκομαι σε ξένη πόλη. Ανακαλύπτω διαρκώς όμορφες εικόνες, όμως η γενικότερη μιζέρια επικρατεί. Όχι, δε θα μιζεριάσω, καταφέρνω να διατηρώ ακόμη το πάθος, καθώς όλα είναι παιχνίδια του μυαλού και σ' αυτά, παίζεις κι είναι αδύνατο να χάσεις. Υπέροχα βράδια στη Βαλαωρίτου, στην Ικτίνου και στης Εθνικής Αμύνης τα παιδιά, που έχουν Βεντέτα με τα κωλόμπαρα που σήμερα λεν μπουζούκια, ξέρεις, εκεί που συχνάζουν γύναια ντυμένα χειρότερα από πουτάνες και οι προσφιλείς τους πελάτες. Βι φορ Βεντέτα. Εύγε!

Ζητείται νέα, έξυπνη, όμορφη, με μακριά δάχτυλα και περιποιημένα νύχια... Ακόμα...

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Είναι κάτι Κυριακές...

Για τη μεγάλη επιθυμία

Ω ψυχή μου, σου έμαθα να λες "σήμερα", όπως λένε "άλλοτε" και "κάποτε", και σου έμαθα να χορεύεις το χορό σου πάνω από κάθε εδώ, από κάθε εκεί και από κάθε εκεί πέρα μακριά.
Ω ψυχή μου, σε απάλλαξα από όλες τις γωνιές, σκούπισα από πάνω σου τη σκόνη, τις αράχνες και το ημίφως που σε σκέπαζαν.
Ω ψυχή μου, έπλυνα τη μικρή αιδώ και τη μικρή αρετή της γωνιάς από πάνω σου και σε έπεισα να σταθείς γυμνή μπροστά στα μάτια του ήλιου.
Με την καταιγίδα που ονομάζεται "πνεύμα", φύσηξα πάνω από τη φουρτουνιασμένη σου θάλασσα, έδιωξα όλα τα σύννεφα και έπνιξα ακόμη και τον πνίχτη που λέγεται "αμαρτία".
Ω ψυχή μου, σου έδωσα το δικαίωμα να λες όχι, όπως η καταιγίδα, και να λες ναι, όπως ο ανοιχτός ουρανός: σιωπηλή σαν το φως είσαι τώρα και προχωράς σιωπηλή μέσα από καταιγίδες που αρνούνται.
Ω ψυχή μου, σου ξανάδωσα την ελευθερία σου σχετικά με το δημιουργημένο και το αδημιούργητο: και ποιος γνωρίζει σαν εσένα την ηδονή του μελλούμενου;
Ω ψυχή μου, σου δίδαξα την περιφρόνηση, που δεν έρχεται σαν σκουληκοφάγωμα, τη μεγάλη, γεμάτη αγάπη περιφρόνηση, εκείνην που αγαπά περισσότερο όταν περιφρονεί περισσότερο.
Ω ψυχή μου, σου δίδαξα να είσαι αρκετά πειστική ώστε να πείθεις και τις ίδιες τις αιτίες και να τις κάνεις να έρχονται ως εσένα: σαν τον ήλιο, που πείθει ακόμη και τη θάλασσα και την κάνει να ανεβεί ως το ύψος του.
Ω ψυχή μου, αφαίρεσα από σένα κάθε υπακοή, γονάτισμα και δουλικό λόγο, σου έδωσα τα ονόματα "τροπή της ανάγκης" και "μοίρα".
Ω ψυχή μου, σου έδωσα καινούρια ονόματα και πολύχρωμα παιχνίδια, σε ονόμασα "μοίρα" και "περίμετρο των περιμέτρων" και "ομφάλιο λώρο του χρόνου" και "γαλάζια καμπάνα".
Ω ψυχή μου, έδωσα στο γήινο βασίλειό σου να πιει κάθε σοφία, κάθε καινούριο κρασί και επίσης όλα τα από αμνημονεύτων χρόνων παλιά και δυνατά κρασιά της σοφίας.
Ω ψυχή μου, κάθε ήλιο έχυσα πάνω σου και κάθε νύχτα και κάθε σιγή και κάθε επιθυμία: και τώρα μου μεγάλωσες σα κλήμα αμπέλου.
Ω ψυχή μου, γεμάτη πλούτο και βαριά στέκεσαι εκεί τώρα, ένα κλήμα αμπέλου με φουσκωμένα στήθη και συμπιεσμένα μελαχρινόχρυσα κρασοστάφυλα:
-σφιγμένη και πιεσμένη από την ευτυχία σου, σε αναμονή μπροστά στην αφθονία σου και ντροπαλή για την αναμονή σου.
Ω ψυχή μου, δεν υπάρχει πουθενά μια ψυχή που να αγαπούσε περισσότερο, που να αγκάλιαζε και να περιείχε περισσότερα πράγματα! Που αλλού θα βρισκόταν πιο κοντά μεταξύ τους το μέλλον και το παρελθόν απ' όσο βρίσκονται σε σένα;
Ω ψυχή μου, σου έδωσα τα πάντα, και όλα τα χέρια μου άδειασαν πάνω σου: και τώρα! Τώρα μου λες χαμογελώντας και γεμάτη μελαγχολία: "ποιος από μας πρέπει να πει ευχαριστώ;"
-δεν πρέπει να πει ευχαριστώ εκείνος που δίνει, επειδή παίρνει εκείνος που παίρνει; Το να δωρίζει κανείς δεν είναι επιτακτική ανάγκη; Το να παίρνεις δεν είναι - λυπάσαι;
Ω ψυχή μου, καταλαβαίνω το χαμόγελο της μελαγχολίας σου: ο ίδιος ο πλεονάζων πλούτος σου απλώνει τώρα χέρια που επιθυμούν.
Η αφθονία σου κοιτά τις θάλασσες που παφλάζουν και αναζητά και περιμένει, η επιθυμία της υπεραφθονίας κοιτά μέσα από τον χαμογελαστό ουρανό των ματιών σου!
Και αληθινά, ω ψυχή μου! Ποιος θα έβλεπε το χαμόγελό σου και δε θα ξεσπούσε σε δάκρυα; Οι ίδιοι οι άγγελοι ξεσπούν σε δάκρυα μπροστά στην περίσσεια καλοσύνη του χαμόγελού σου.
Η καλοσύνη σου και η περίσσεια καλοσύνη σου είναι που δε θέλουν να παραπονεθούν και να κλάψουν. Και ωστόσο, ω ψυχή μου, το χαμόγελό σου επιθυμεί τα δάκρυα και το στόμα σου, που τρέμει, τους λυγμούς.
"Κάθε κλάμα δεν είναι παράπονο; Και κάθε παράπονο μια κατηγορία;" Έτσι μιλάς στον ίδιο σου τον εαυτό και γι' αυτό το λόγο προτιμάς, ω ψυχή μου, να χαμογελάς παρά να αδειάζεις έξω τον πόνο σου.
-με ορμητικά δάκρυα να αδειάζεις όλο τον πόνο σου για την αφθονία σου και για όλη την ανυπόμονη ανάγκη που έχει το κλήμα σου για τον αμπελουργό του και για το κλαδευτήρι του αμπελουργού του!
Αν όμως δε θέλεις να κλάψεις, να αδειάσεις με τα δάκρυά σου την πορφυρή μελαγχολία σου, τότε πρέπει να τραγουδήσεις, ω ψυχή μου! -Κοίτα, χαμογελώ και εγώ ο ίδιος, που σου προλέγω εδώ τέτοια:
-να τραγουδήσεις ένα τραγούδι που παφλάζει, ώσπου να γαληνέψουν όλες οι θάλασσες και να ακούσουν την επιθυμία σου,
-ώσπου πάνω σε γαλήνιες, γεμάτες επιθυμία θάλασσες να αρμενίσει η βάρκα, το χρυσό θαύμα, που γύρω από το χρυσάφι του χοροπηδούν όλα τα καλά, κακά, παράξενα πράγματα:
-και πολλά μεγάλα και μικρά ζώα και καθετί που έχει ελαφριά, παράξενα πόδια, ώστε να μπορεί να τρέχει σε μενεξεδένια μονοπάτια,
-προς το χρυσό θαύμα, την εθελόντρια βάρκα και τον αφέντη της: αυτός όμως είναι ο αμπελουργός, που με διαμαντένιο κλαδευτήρι περιμένει,
-ο μεγάλος απελευθερωτής σου, ω ψυχή μου, ο ανώνυμος - - γι' αυτόν μόνο τα μελλοντικά τραγούδια θα βρουν ονόματα! Και αληθινά, μυρίζει ήδη η ανάσα σου μελλοντικά τραγούδια,
-ήδη πυρακτώνεσαι και ονειρεύεσαι, ήδη πίνεις διψασμένα από όλα τα βαθιά και ηχηρά πηγάδια της παρηγοριάς, ήδη ησυχάζει η μελαγχολία σου μέσα στην ευδαιμονία μελλοντικών τραγουδιών!
Ω ψυχή μου, τώρα σου έδωσα τα πάντα καθώς και το τελευταίο που είχα, και όλα τα χέρια μου έχουν αδειάσει πάνω σου: κοίτα, το ότι σου είπα να τραγουδήσεις - αυτό ήταν το τελευταίο μου!
Το ότι σου είπα να τραγουδήσεις, πες τώρα, πες: ποιος από μας πρέπει τώρα - να πει ευχαριστώ; - Κι ακόμα καλύτερα: τραγούδα για μένα, τραγούδα, ω ψυχή μου! Και άφησε εμένα να πω ευχαριστώ!"

Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Που είχαμε μείνει;

Πάει καιρός...

Η αλήθεια είναι πως τον τελευταίο καιρό είμαι αρκετά απασχολημένος με τα τεκταινόμενα, που δεν έκατσα να τα καταγράψω. Και να δεις που θα ξεχάσω και μερικά, μα δε βαριέσαι... Τα ζήσαμε κι αυτό μετράει.

Μια ειλημμένη απόφαση ετών φαίνεται να γίνεται πράξη. Η επιστροφή του μόσχου του σιτευτού και η θυσία του ασώτου έως τώρα βίου φαίνεται να λαμβάνει επιτέλους χώρα, καθώς έχουν δρομολογηθεί τα σχετικά και απομένει το γραφειοκρατικό τέρας του ιδρύματος να δώσει τη λύση.

Κατά τα λοιπά, ο κόσμος μας ομόρφυνε κατά τι, καθώς μετά το υπέροχο ηλιοβασίλεμα που συνέλαβα και παραθέτω αφιλοκερδώς, φύτρωσε, θα μπορούσε να πει κανείς, μια μικρή Πουρναρούλα με Π.Ο.Π.! Καλώς τα δεχτήκαμε, να μας ζήσει το κορίτσι το ντόπιο! Να κάνετε κι άλλα, μπας και καταφέρουμε να σώσουμε το ανθρώπινο είδος, το οποίο τείνει προς εξαφάνιση. Όχι, δεν παραλογίζομαι, απλά αυτοί που συνήθως γεννοβολάνε ασύστολα χωρίς να το σκέφτονται και πολύ πολύ, μετά βίας στέκονται στα πίσω τους πόδια. Σωματικά, γιατί νοητικά είναι εντελώς παράλυτοι.

Την επικαιρότητα αρνούμαι να τη σχολιάσω, σε παραπέμπω, όμως, ακροατή του, στην ιατρική συνταγή που λέει πως πρέπει να λαμβάνεις δυο φορές τη μέρα μισάωρη δόση Τζιμάκου, πρωί βράδυ στις 12. Κράτα και μπλοκάκι να σημειώνεις τις παραδοξολογίες, γιατί χρειάζεται και δεύτερη ανάγνωση. Επίσης, μπορείς να κρατάς αρχείο, με την πολύ καλή δουλειά του φίλου μπλόγκερ και τη χρήση του rapidshare, εδώ:

http://dourios-ixos.blogspot.com/

Επίσης, αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης αποτελεί και εκείνη της Ελληνοφρένειας, σε ραδιόφωνο και τηλεόραση. Μπορείς να δεις και να ακούσεις on demand όλες τις εκπομπές στο ιντερνετικό κανάλι του ΣΚΑΙ γάιδαρο. Για τις υπόλοιπες πηγές, όπως λέει κι ο Τζιμάκος, η μια πιπιλή κι άλλη τρέμη, στο αέναο αλλαξοκωλίκι των εξουσιών μεταξύ των...

Ανακαλύπτοντας καινούριους παλιούς τον τελευταίο καιρό, έπεσα πάνω στους Θανάση Παπακωνσταντίνου και Nick Cave. Εντυπωσιασμένος, αφιερώνω ώρες ατέλειωτες να ταξιδεύω στους ήχους και τους στίχους τους, άλλοτε γελώντας κι άλλοτε σκυθρωπός, όπως επιτάσσει ο καλλιτέχνης. Επίσης, από παλιούς βγήκε κι ένα ακόμη καινούριο, άλλου ύφους αλλά αναλόγου ήθους και ύψους και βάθους, με ίδιες επιπτώσεις στο χρόνο και τη διάθεσή μου. Faithless - The Dance (2010). Προτείνεται ανεπιφύλακτα.

Οι αξιαγάπητοι φίλοι μου είναι όλοι καλά, δόξα τω μουχαραμπί. Αν και βιώνουν, ο καθένας διαφορετικά, την κρίση των τριάντα, είναι όλοι καλά. Ο ένας συγκατοίκησε, ο άλλος αγαπά, αγαπά μια πιτσιρίκα, άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι γεννήσαν κιόλας, άλλος το έχει κάνει Παγκράτι - Κολιάτσου, άλλη βλέπει αηδιαστικά ντοκιμαντέρ για καθίκια και τις αντοχές του ανθρωπίνου σώματος στη μπίχλα... Όσο για μένα;

Κοιτάζω με νοσταλγία μια πόλη που κάποια στιγμή θα χάσω. Δέχομαι με υπέρμετρη χαρά τους φίλους μου στο σπίτι, κυκλοφορώ με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι κι απαθανατίζω την παραμικρή λεπτομέρεια, ξηλώνω αφίσες από τους τοίχους κι ας μην πηγαίνω στις συναυλίες τελικά, έτσι για να έχω σουβενίρ... Ανακαλύπτω εκ νέου τους φίλους μου, μετά από 12 ολόκληρα χρόνια, βλέπω αυτούς που θέλω, κάνω ό,τι θέλω, μα αυτό δεν είναι και νέο, πάει καιρός.

Καιρός χειμωνιάτικος. Καιρός για δυο.

Ζωή, όμορφη ζωή!

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Ταξιδεύοντας (μέρος δεύτερον)

Στα μισά των διακοπών μου, λοιπόν, Κυριακή πρωί, ξύπνησα ξανά κάτω απ' τη βουκαμβίλια, κάτω από την οποία γινόταν επίσης το πάρτυ γενεθλίων της προηγούμενης. Αγανάχτησα να διώξω τους μουσαφίρηδες από την ιδιότυπή μου κρεβατοκάμαρα, την οποία παρεμπιπτόντως όλοι ζήλεψαν, αλλά ευτυχώς κανένας δεν προτίμησε, άλλωστε ήταν και κατειλημμένη... Μετά από κάτι τελευταίες τσικουδιές, λοιπόν με τον Γ. και την Ε., ξεράθηκα, ενώ το πρωί δεν ενοχλήθηκα ούτε απ' τις ακτίνες του ηλίου, ούτε από το ζωικό βασίλειο που είχε ξυπνήσει γύρω μου... Κι είχα πει πως θα σηκωθώ νωρίς για φωτογραφίες. Τρομάρα μου. Ένεκα οι τσικουδιές, βλέπεις...

Αφού ξύπνησα και τον φίλο μου το Γ. και συνεννοήθηκα με τα παιδιά, αποφασίσαμε να φύγουμε για Παλαιόχωρα. Άφησα το αίσθημα κάτω από παχύ σκιανό και καβαλικέψαμε τον αγρότη, ο οποίος την προηγούμενη δια χειρός Μ. είχε γίνει κάμπριο στο πίσω δεξιά φιλιστρίνι, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια ν' ανοίξει το κεφάλι του Ο. με μια πέτρα... Καθ'οδόν για Παλαιόχωρα κι αφού τα ρεύματα αέρα από το σπασμένο φιλιστρίνι μας ενοχλούσαν, είπα εγώ ο μηχανολόγος ν' ανοίξω και το άλλο φιλιστρίνι, κάτι που έκανα αστραπιαία και αυθόρμητα, δημιουργώντας πανικό, φρένα, αλεξίπτωτα, άγκυρες και τα μπινελίκια του φίλου μου. Μετά έμαθα πως το αριστερό φιλιστρίνι είχε πρόβλημα σ' ένα μεντεσέ του, αλλά φταίει αυτός ο Μέρφυ, που πολλά ράμματα έχω για τη γούνα του, κι έτσι η πέτρα πήγε στο δεξί, το οποίο ήταν μια χαρά... Με το ένα να χάσκει και το άλλο -ευτυχώς- στη θέση του ξανά, συνεχίσαμε να ροβολάμε προς τη Νότια Κρήτη. Το πέρασμα της Παλαιόχωρας είναι το πιο βατό, χωρίς φαράγγι και πολλές στροφές, σχετικά άνετο μα δίχως την άγρια ομορφιά του Κουρταλιώτη, που είναι το πέρασμα για Μονή Πρέβελης και Πλακιά, ακριβώς κάτω από το Ρέθυμνο. Εκεί, καθώς έμαθα αργότερα, υπάρχει κι ένα σημείο όπου μπορείς να κατέβεις στο ποτάμι που διασχίζει το Κουρταλιώτικο φαράγγι και καταλήγει στην Πρέβελη, να περπατήσεις προς τα πίσω και να μπεις σε κάτι βάθρες, που σε οδηγούν σ' ένα σπήλαιο με καταρράκτη... Την επόμενη φορά, λοιπόν! Φτάνοντας στην Παλαιόχωρα, ο αέρας ήταν πάλι στα φόρτε του και η παραλία γυμνιστών που θέλαμε να αράξουμε πεδίο (αμμο)βολής, οπότε προτιμήσαμε τη Σκάλα, ένα γνωστό καφέ-μπαρ στο λιμάνι, όπου πλέον ήταν αργά για καφέ και ξεκινήσαμε τις μπύρες. Η μια έφερε την άλλη, ανταλλάξαμε και φωτογραφικές εμπειρίες με άλλους φίλους της φωτογραφίας και έκλεψα ένα ωραίο μάτι με φόντο θάλασσα. Από εκεί πήγαμε σε ένα τσικουδάδικο, όπου ξεγελάσαμε την πείνα μας με ένα σαντουιτσάκι και ντακάραμε τις τσικουδιές με τον Γ., όπου μας βρήκαν λίγο μετά και τα παιδιά, ήπιαμε μια και φύγανε, ενώ κάπου εκεί πρέπει να έφυγα κι εγώ και ό,τι θυμάμαι από τότε και μετά είναι κυρίως απ' τις φωτογραφίες που τράβηξα... Κάποια στιγμή πρέπει να γνωρίσαμε μια πολυεθνική, μια ιταλίδα, έναν ελληνοϊταλό παιδί παιδιών των λουλουδιών ονόματι Ήλιος(!!!) και δυο αυστριακές, ανεβήκαμε στο Κάστρο της Παλαιόχωρας και είδαμε τη δύση του ηλίου (όλα αυτά από φωτογραφίες), ενώ κάποια στιγμή πρέπει να πήγαμε για φαγητό, όπου μέσα στη σούρα μου και κοιτάζοντας τον κατάλογο που ήταν γραμμένος στα εγγλέζικα σε μαυροπίνακα και τον κουβαλούσε ο σερβιτόρος, κατάφερα να αντιληφθώ ότι είχαμε μπει σε ταϋλανδέζικο, που; Στην Παλαιόχωρα Χανίων και μετά από τόσες τσικουδιές... Όταν ήρθε το πιάτο μου, ένα κοτόπουλο καπνιστό με όλα τα χρώματα της ίριδας σε ζαρζαβάτι μέσα στο πιάτο και λίγο ρυζάκι βραστό, ξεκαθάρισα, όσο μπορούσα, λίγο κοτόπουλο καπνιστό με ρυζάκι, ό,τι πλησιέστερο δηλαδή μπορούσα να βρω σε λαπά για το στομάχι και έφαγα 2 μπουκιές...

Ξαφνικά, βρέθηκα σ' ένα μπαλκόνι. Το φεγγάρι απέναντι ήταν ένας τεράστιος ολόλαμπρος λευκός δίσκος στον κατασκότεινο ουρανό. Άξαφνα, μετά από μια στιγμιαία εκκωφαντική σιωπή, ακούστηκε ένας υπέρκωφος κρότος και μια πελώρια έκρηξη χώρισε αυτό το δίσκο στη μέση, με μια υπέρλαμπρη λάμψη που κράτησε αρκετή ώρα. Τα δυο μισοφέγγαρα άρχισαν να απομακρύνονται το ένα απ' το άλλο και η λάμψη να σβήνει σιγά σιγά, ενώ άρχισα να αισθάνομαι πως πλησιάζει το τέλος του κόσμου. Βγήκα στο δρόμο κι άρχισα να τρέχω. Μερικά λεπτά αργότερα, μικρά κομμάτια της σελήνης άρχισαν να πέφτουν στη γη. Μερικά έπεσαν πάνω στο πρόσωπό μου κι ένιωσα ένα γλυκό κάψιμο. Σταμάτησα μπροστά από μια τζαμαρία και κοιτάχτηκα. Το πρόσωπό μου, εκεί που είχαν πέσει τα κομμάτια της σελήνης, είχε πάρει μια μεταλλική υφή, ενώ στο άγγιγμα ήταν ακόμη απαλό... Άνοιξα τα χέρια, κοίταξα προς τον ουρανό και περίμενα όλο αυτό να τελειώσει, πλήρης ημερών και εμπειριών.

Ώρες αργότερα ξυπνούσα σε ένα δωμάτιο, όπου πρέπει να έμεναν οι ιταλοί της πολυεθνικής, αξημέρωτα, με τον αέρα να λυσσομανάει ακόμη και τον ουρανό στα καλύτερά του. Το αυγουστιάτικο φεγγάρι είχε δύσει (ή μήπως είχε διαλυθεί;) και πριν το λυκαυγές, είδα τα περισσότερα αστέρια που έχω δει σε βραδυνό ουρανό. Αφού περπάτησα άσκοπα ως το ξημέρωμα, χωρίς φωτογραφική μηχανή και μ' ένα κεφάλι γεμάτο χρυσάφι, επέστρεψα στο δωμάτιο όπου και συνέχισα να κοιμάμαι ως τις οχτώμιση, όταν άρχισε να χτυπάει μανιασμένα το ξυπνητήρι του Γ. Σηκωθήκαμε κακήν κακώς και καβαλικέψαμε τον αγρότη για την επιστροφή, καφέ από το πρώτο καφενείο που συναντήσαμε για το δρόμο, πολλά τσιγάρα και γέλια μέχρι κοιλόπονου σε όλη την επιστροφή, αφού μόνο απ' τα χνώτα μας κρατιόμασταν αρκούντως σουρωμένοι. Εβίβα και με τον καφέ, κι ας είναι γρουσουζιά, εμείς γελούσαμε σαν κοπέλια. Ο αέρας καλά κρατούσε και στην επιστροφή είχε δροσιά, ενώ κάτι σύννεφα έδιναν ωραίο τόνο στο φως του ήλιου. Ψηλά στην Κάντανο, το χωριό που κατέστρεψαν οι γερμανοί στο Β'Π.Π., αρχίσαμε να βλέπουμε το Κρητικό Πέλαγος και τον κόλπο της Κισσάμου. Επιστρέψαμε στο κτήμα Ε.Κ., όπου με βαριά καρδιά ετοίμασα τα πράγματά μου και αποχαιρετώντας τον κόσμο, έφυγα. Η επιστροφή στο Ηράκλειο ήταν μια ήσυχη βόλτα, με εξαίρεση λίγες στροφές μετά την Αγ. Πελαγία, όπου και έξυσα την αριστερή μου μπότα! Τα Pirelli Angel ST είναι καταπληκτικά λάστιχα, όταν ο δρόμος κάτω είναι της προκοπής. Γιατί όταν δεν είναι, οποιαδήποτε λάστιχα κι αν φοράς, δεν υπάρχει σωτηρία. Γραμμή στο ΠΑ.Γ.Ν.Η., όπου συνάντησα το γιατρό που με είχε εγχειρήσει 18 χρόνια πριν στο αυτί, καθηγητή πια, και με πέθανε στον πόνο. Αναρρόφηση, λέει, απ' το αυτί. Το σκέφτομαι ξανά κι ανατριχιάζω. Αφού μου έγραψαν και μια συνταγή, διόλου νόστιμη και με κάτι αλλοπρόσαλα συστατικά που δεν έχει αναφέρει ποτέ ο Μαμαλάκης, έφυγα για το πατρικό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας αποχαιρέτισα τους φίλους απ' το Βόλο, οι οποίοι πήραν το δρόμο της επιστροφής με βαριά καρδιά...

Οι διακοπές συνεχίστηκαν σε ήπιους τόνους, με πολλή γονική στοργή και περιποίηση, βόλτες στο Ηράκλειο και τα πέριξ του και χωρίς μπάνια στη θάλασσα, μιας και το αυτί είχε σηκώσει απαγορευτικό. Το πλάνο της επιστροφής είχε αναβληθεί οριστικά, μιας και τα σύκα, τα αχλάδια, τα σταφύλια και τα ροδάκινα του μπαμπά, καθώς και τα φαγητά της μαμάς ήταν πολύ δελεαστικά για να με κρατήσουν εκεί που βρισκόμουν, όπου η αγάπη είναι αυθόρμητη και πηγαία, χωρίς ανταλλάγματα και δεύτερες σκέψεις. Με λυμένα τα υπόλοιπα προβλήματα, λοιπόν, επικεντρώθηκα στη φωτογραφία τις επόμενες μέρες. Βραδιά πανσέληνου, βγήκαμε με το καρντάσι και κάτι φίλους και τις κυρίες και τα αισθήματά μας, πήγαμε στη Χερσόνησσο και πιάσαμε την ανατολή της, ενώ μετά ανεβήκαμε στο Μοχό για τη συνέχεια της φωτογραφίας στο φεγγαρόφως. Το αποτέλεσμα ήταν σχετικά καλό, αν και θα πρέπει να περιμένω ένα χρόνο ολόκληρο για να δοκιμάσω να το βελτιώσω...

Δυο μηνύματα την επόμενη μέρα πήγαν να ταράξουν για λίγο την ηρεμία των διακοπών, για λίγο όμως. Ζωή, ζωή σε λόγου μας... Τις υπόλοιπες μέρες δεν συνέβη κάτι άξιο αναφοράς, πλην της τελευταίας βραδιάς πριν φύγω από Ηράκλειο, όπου βγήκαμε με ένα φίλο και τα αισθήματά μας, ήπιαμε κάτι μπύρες στην Ενοδία και μετά πήγαμε στο λιμάνι για φωτογραφίες... Ενοδία και Παλιό Καφέ, τα δυο εναπομείναντα μαγαζιά που μπορεί να επιβιώσει κανείς στο Ηράκλειο. Τα υπόλοιπα μοιάζουν να έχουν βγει από το νεξτ τοπ μόντελ, το εξ φάκτορ και όλα αυτά τα αηδιαστικά σιχαμένα εμετικά λάηφστάηλ εκτρώματα της νεοηρακλειώτικης κοινωνίας.

Την Παρασκευή πήρα το καράβι της επιστροφής, ημερήσιο κι αυτό και το απόγευμα ήμουν στον Πειραιά. Γέμισμα στο Cyclon της Πειραιώς και στο... σπίτι μας στην Ερυθραία, για ένα ποτό στο Κολωνάκι και την άλλη μέρα αναχώρηση για την τελειωτική επιστροφή. 3 ώρες δρόμο μετά ήμουν στο σπίτι μου.

Και του χρόνου.

Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Ταξιδεύοντας

Μεσημέρι. Ήλιος καυτός, ζέστη και υγρασία. Όχι και οι καλύτερες συνθήκες για να φοράς μπότες, μπουφάν, κράνος και γάντια, μακρύ παντελόνι και τα λοιπά. Μόλις ρολάρεις, όμως, ξεχνάς τα πάντα.

Βενζίνη λαιμό και φύγαμε για πολλά χιλιόμετρα. Φρέσκα λάστιχα, για τα οποία θα αναφερθώ εκτενώς ακολούθως, 23.487 στο κοντέρ και η μισητή Θεσσαλονίκη - Αθήνα μπροστά μου, Παρασκευή απόγευμα, με διαφορετικό ενδιαφέρον, παραταύτα! Αφού πλήρωσα, λοιπόν, στα διόδια των Μαλγάρων κύριος, μετά επαναστάτησα και με το φλάμπουρο της λεφτεριάς κατέβηκα ως το κλεινόν άστυ χωρίς να δώσω δεκάρα τσακιστή στις Α.Ε. που έχουν προκόψει να φτιάχνουν διόδια, αλλά ένα καινούριο κομμάτι εδώ και δυο χρόνια δεν έχουν παραδώσει. Νενικήκαμεν!

Άφιξη στην Αθήνα λοιπόν, με τους φίλτατους Δ. και Β. να με περιμένουν σπίτι ντυμένοι κομμάντα που είχαν κάνει μόλις απόβαση στη Ν. Μάκρη, κουβεντούλα και κάτι κοψίδια τρικούβερτα, παραμονή της Παναγίας. Κι ύστερα ένα χαμόγελο, μια αναλαμπή και ένας απαιτούμενος ανεφοδιασμός στο Cyclon της Πειραιώς μας έφεραν για βόλτα 30χλμ μακριά, στη Γλυφάδα και το Rich. Το χαμόγελο που λέγαμε ήταν από εκείνα που φτάνουν ως τα αυτιά, ξέρεις, αστραφτερό, πηγαίο, αυθόρμητο, συναισθηματικό... Μια υπέροχη βραδιά, με ίντριγκες και γυναικεία συζήτηση την οποία παρακολούθησα ωσάν φάντασμα, συμμετέχοντας βέβαια που και που για να ρίχνω λάδι στη φωτιά και μια άλλη συζήτηση, μια βόλτα με το αμάξι και η αμηχανία εκείνη, ξέρεις, εκείνη που σου σφίγγει το στομάχι και που κάνει την καρδούλα σου να πεταρίζει; Αμ ο κόμπος στη γλώσσα; Ανίκανος να αντιδράσω στο απονευρωτικοχαυνωτικοαναπηρικό σοκ, η αγκαλιά ήταν αδέξια, τα φιλιά στο μάγουλο και ο αποχαιρετισμός "θα ήταν καλύτερα να είχες φύγει 10 λεπτά νωρίτερα, όταν η βλακεία μου ξεκίνησε να αναπτύσσεται με γεωμετρική πρόοδο ανά δευτερόλεπτο", αλλά ευτυχώς, δεν ξεστόμισα καμιά τέτοια βλακεία. Υπέροχα!

Κι ύστερα, ξύπνημα, φόρτωμα και βουρ Πειραιά, 36 βαθμοί στις 9:30 το πρωί, καλά που έφευγα... Στο καράβι κατάστρωμα, ξάπλα μια δυο ωρίτσες κι ύστερα χάζι και διάβασμα, φωτογραφίες και φτάσαμε. Παντέρμη Κρήτη! Βουρ στο σπίτι για φαΐ κι ύστερα βόλτα με την κυρία του αδερφού, που από την πολλή καλοπέραση και την περιποίηση, δείχνει 10 χρόνια νεότερη, άσε που άνοιξε και ο λαιμός της και κελαηδάει... Βόλτα στο χωριό, σε μια εκδήλωση για ένα μεγάλο κρητικό καταπώς λένε, τον Κωστή το Φραγκούλη, τον οποίο δε γνωρίζω για να έχω ιδία άποψη. Όσο πολιτισμένα πολιτισμική κι αν είναι μια εκδήλωση στην Κρήτη, άμα δε βγει το κρέας, ο κόσμος δε φεύγει κι έτσι εν ριπή οφθαλμού η πλατεία κάτω από τον πλάτανο μετατράπη από ήσυχο ακροατήριο, που μέχρι προ ολίγου άκουγε με κατάνυξη τις περιγραφές και τη φοβερή μουσική επένδυση του συγχωριανού μου Χ. Ζηδιανάκη, σε έναν πανζουρλισμό στήσε τραπέζι πάρε παραγγελία σέρβιρε κάτσε πιες μια μπυρα φέρε ποτήρια βγάλε το φρούτο ξανασύνδεσε τα όργανα - πανηγύρι. Γελάσαμε με την καρδιά μας με το πιτήδειο μαχαιράκι του αδερφού μου, ακούσαμε τα κοπέλια του προέδρου/αντιδημάρχου να παίζουν κρητική μουσική και ταλιμπάν και ταλιμπάν...

Τρέχα το, τρέχα το γιατί είσαι ακόμα στην πρώτη μέρα. Οι επόμενες πέρασαν σε οικογενειακή θαλπωρή, με μπανάκι στις γύρω παραλίες και φαΐ μέχρι σκασμού. Τρίτη ήταν προγραμματισμένο το επόμενο ταξιδάκι. Ελούντα για να συναντήσω ένα φιλικό ζευγάρι και μετά βουρ για το φοινικόδασος του Βάι. Στη διαδρομή σταματήσαμε στη μονή Τοπλού, όπου το πρώτο πράγμα που είδαμε ήταν το καφενείο, όπου πήγαμε και τρυπώσαμε για κάτι δροσιστικό, μετά αποφασίσαμε ότι ψιλοπεινούσαμε κιόλας και μέσα σε λίγα λεπτά το τραπέζι ήταν γεμάτο κρητικά εδέσματα: χορτοπιτάκια, τυροπιτάκια, ανθόγαλα, μια χωριάτικη και κάτι σουτζουκάκια σμυρναίικα, με ατραξιόν την ομελέτα με σπαράγγια, η οποία ήταν ένα όνειρο. Οι μπύρες ήταν καλά παγωμένες, το καφενείο άξιζε και του πήρα πολλές φωτογραφίες, ο παππούς και η γιαγιά που το κάνανε (στα χωριά συνηθίζεται το "αυτός κάνει το καφενείο"), με τρελές ατάκες τύπου: "Σας άρεσε παιδιά το φαγητο;" "Ναι, ήταν όλα υπέροχα!" "Ναι, γι' αυτό τ' αφήσατε." Φωτογραφίες στη μονή κι ύστερα Βάι, μπανάκι, κόντρα φωτογραφίες και μετά αναχώρηση για το νοτιοανατολικότερο σημείο της Κρήτης, τον Ξερόκαμπο. Στη διακλάδωση έξω απ' το Βάι βλέπω μια πινακίδα Ίτανος και προτού αναρωτηθώ καν, στρίβω προς το Βορρά κι ακολουθώ μια παραθαλάσσια διαδρομή που καταλήγει στο βορειοανατολικότερο ακρωτήρι της Κρήτης, μια άγρια γη που επιβιώνει στις χιλιετηρίδες των ανέμων και των κυμάτων και σου επιτρέπει να κοιτάξεις και να δεις το κορμί της μάνας γης να ξαπλώνει προς τα δυτικά και τα νότια, λαμπυριζούντος και σελαγιζούντος το ηλίου που πήγαινε να πέσει για ύπνο. Η νύχτα ερχόταν και είχα δρόμο ακόμη μπροστά μου, μιας και στην προηγούμενη διασταύρωση είχα πάρει "λάθος" κατεύθυνση... Βιαστικά πια, έφτασα στον Ξερόκαμπο μόλις έπεσε το σκοτάδι, αφού διέσχισα μια όμορφη διαδρομή από Βάι μέσω Ζάκρου. Παρά το γεγονός της νύχτας, η βραδιά ήταν γεμάτη φως από ένα αυγουστιάτικο φεγγάρι, που μια βδομάδα μετά θα ήταν πλήρες. Δε δυσκολεύτηκα να στήσω τη σκηνή και για πρώτη φορά, έκανα ελεύθερο κάμπινγκ μόνος, κάτω απ' τ' αστέρια. Ήταν λίγο τρομακτικό αλλά κοιμήθηκα σαν πουλάκι, για να ξυπνήσω αξημέρωτα την επομένη και να τραβήξω την ανατολή του Θεού ήλιου.

Μετά από ένα σχετικά απογοητευτικό αποτέλεσμα σε σχέση με αυτό που περίμενα, συνέβη κάτι που δεν περίμενα. Φεύγοντας από τον Ξερόκαμπο και στο δρόμο για Γούδουρα, συνάντησα, περπάτησα, έστριψα, φωτογράφισα την καλύτερη επαρχιακή διαδρομή που έχω οδηγήσει όσο οδηγώ στην Ελλάδα και μια από τις καλύτερες στην Ευρώπη. Τριάντα περίπου χιλιόμετρα συνολικά, εκ των οποίων τα είκοσι είναι ικανά να σε πείσουν να ταξιδέψεις χιλιάδες για να φτάσεις ως εκεί. Πολλές φωτογραφίες, χωρίς λόγια...

Κι ύστερα Ιεράπετρα, με τον γλυστερότερο δρόμο που συνάντησα στο ταξίδι ολόκληρο, μετά το Μακρύγιαλο. Με βρασμένα λάστιχα, τα οποία σε οποιαδήποτε άλλη ποιότητα ασφάλτου ή ενδεχομένως και χωματόδρομου θα ήταν βεντούζες, όχι όμως σε αυτό το μίγμα μπογιάς, πετρελαίου, πίσσας και πούπουλα στα κόκκαλα του εργολάβου που τον έφτιαξε και στον υπεύθυνο του δήμου/νομού/κράτους/πολιτείας του Πλάτωνα για τη συντήρηση, που έχει κάνει τρια σπίτια, ένα για κάθε του παιδί γιατί είναι και νοικοκύρης, από τα λεφτά που κάνουνε τα σπασμένα πλευρά, όσων νοσηλεύονται στις κατά τόπους ορθοπεδικές κλινικές. Γλύστρησε το μπροστινό, όμως ευτυχώς που έχουν γνώση οι φύλακες και ήμουν σε χαλαρή επιφυλακή. Ουδέτερη αντίδραση, η μηχανή στη θέση της, η καρδιά το ίδιο και με αμείωτα μπινελίκια συνέχισα σπινάροντας την 4η. Τα σπορ τουρινγκ λάστιχα δεν κάνουν για τη χώρα μας, νομίζω ότι ένα μέτριο ή σκληρό σπορ λάστιχο είναι καλύτερο. Όχι ότι είμαι απογοητευμένος από τα Pirelli, αλλά δεν ενθουσιάστηκα κιόλας. Έχω κι ένα θέμα με τις άσπρες γραμμές στους δρόμους, που ασχέτως στεγνού ή βρεγμένου γλυστράνε... Κατά τα λοιπά, εξαιρετικά, ζεσταίνονται γρήγορα, γατζώνουν, είναι σταθερά σε όλες τις καμπές και τις ταχύτητες και μάλιστα σε μια στροφή κάτω στην Κρήτη, η οποία είχε πρόσφατα ασφαλτοστρωθεί, έξυσα και τη μπότα μου! Πίσω στην Ιεράπετρα, όπου είχαμε ραντεβού με φίλους και τον αδερφό και πήγαμε απέναντι στη Χρυσή. Τα λόγια είναι περιττά, οι φωτογραφίες περισσές.

Επιστροφή στο Ηράκλειο και νυχτερινή φωτογραφία με το φίλο τον Ι., ο οποίος μετά την αρχικά βαριεστημένη στάση του έναντι του εγχειρήματος και την κατηγορηματική άρνησή του να ποζάρει στο φακό, άρχισε να φτιάχνει κάδρα και να το παίζει αδιάφορος, φλερτάροντας με το φακό με το αποτέλεσμα να δικαιώνει την επιμονή και των δυο. Ύπνο και ξεκούραση για τις επόμενες μέρες, ως την Παρασκευή που είχαμε ραντεβού με τους φίλους να πάμε Χανιά. Ετοίμασα τα πράγματά μου, καθώς την Κυριακή είχα σκοπό ν' αναχωρήσω για Κύθηρα, όμως ένα πρόβλημα στο αυτί με έβαλε σε δεύτερες σκέψεις, μιας και δεν ήθελα να ταξιδέψω με φυσικό και αφόρητο πόνο, ούτε καν να παίξω με τις πιθανότητες, καθώς το σύστημα υγείας στις απομακρυσμένες περιοχές είναι επιεικώς ελλιπές. Έτσι, το ταξίδι της επιστροφής ανεβλήθη, για να συναντήσω και το γιατρό μου στο Ηράκλειο τη Δευτέρα. Εντωμεταξύ, ταξιδεύαμε προς Μονή Πρέβελης, όπου φτάσαμε, αφού πρώτα σταματήσαμε στο Σπήλι, τη γεννέτειρα του μεγάλου δασκάλου Θ. Σκορδαλού, με τα πολλά νερά στην πλατεία και τα μπαγιάτικα σάντουιτς, φωτογραφίες και φτάσαμε. Σκαλοπάτι κι άγιος ο θεός, σχόλια τύπου "ρε μαμά, τόσο ποδαρόδρομο δεν έχω ρίξει ποτέ" και "εμείς 4 κατεβήκαμε, 2 ανεβαίνουμε" αλλά εμείς αποφασισμένοι... Στην κατηφόρα ήταν καλά. Το μέρος αποζημίωνε, πάντως, την ταλαιπωρία. Κρίμα που γράφω σε παρελθοντικό χρόνο κι εύχομαι να πιάσουν αυτόν που έβαλε τη φωτιά και να τον σιγοψήνουν με καμινέτο για το υπόλοιπο της ζωής του. Αμήν.

Χανιά μέσω Αργυρούπολης, όπου στην Αγία Δύναμη, που είναι οι πηγές φάγαμε μισό κιλό παϊδάκια, τα οποία όμως δεν πετύχαμε στο λεμόνι, με αποτέλεσμα να παραγγείλουμε κι άλλα τόσα. Φωτογραφίες, κλασικά και βουρ για Χανιά, όπου φτάσαμε περί τις δέκα, τακτοποιήσαμε τα παιδιά και μετά έξω για ποτό, στη Σπλάντζια, με καλή παρέα και μια χαλαρή διαδήλωση υπέρ της ανεξαρτησίας της Κούβας, πίσω στα Περβόλια και ύπνος κάτω απ' την βουκαμβίλια στην αυλή... Με τους ποντικούς να σουλατσάρουν στο θεριό, τα κουνούπια να μην πλησιάζουν και ολόκληρο το ζωικό βασίλειο γύρω μου, κοιμήθηκα σαν πουλάκι και ξύπνησα απ' τις πρώτες πρωινές αχτίνες του ήλιου, που διαπέρασαν ευκάλυπτους, φοίνικες, υβίσκους και τις υπόλοιπες κουρτίνες της ιδιότυπης αυτής και συνάμα φανταστικής κρεβατοκάμαρας. Χουζούρεψα ως τις δεύτερες πρωινές ώρες και μετά σηκώθηκα για να γνωρίσω και την υπόλοιπη φαμίλια. Βόλτα στο Ελαφονήσι με τα παιδιά, με μια ενδιάμεση στάση στη Μηλιά, ένα εγκαταλειμμένο χωριό, που κάποιοι αναμόρφωσαν σε μια καταπληκτική μονάδα αγροτουρισμού, με δικό της ρεύμα από φωτοβολταϊκά στοιχεία, ταβέρνα, δικά της προϊόντα και περίπου 30 δωμάτια στη μέση μιας ρεματιάς, με ζυμωτό ψωμί και την καλύτερη ατάκα που έχω ακούσει σε ταβέρνα τα τελευταία 30 χρόνια: "δεν πουλάμε κόκα κόλα." Γκαζόζα και μπυράλ, Τεμένια, από το ομώνυμο χωριό δίπλα, η μπύρα Μύθος και απάκι, καλιτσούνι με χόρτα (και όχι χορτοπιτάκι, καθώς έκανα πέντε λεπτά να συνεννοηθώ με τον χανιώτη σερβιτόρο, ο οποίος το πήρε πατριωτικά και ήθελε να το πω με την τοπική του ονομασία, εγώ ο ηρακλειώτης...), ψωμί κι ελιές, σαλάτα και με τηλωμένη τη μπάκα, βουρ για Ελαφονήσι. Εκεί, κάναμε ένα πήλινγκ με αμμοβολή, μια βουτιά και φύγαμε για πίσω, όπου και φτάσαμε αργά το απόγευμα. Μπάνιο και ετοιμασίες για το πάρτυ γενεθλίων της μητέρας της οικογένειας που με φιλοξενούσε, μιας επιβλητικής μορφής, επιβλητικής σαν τα Λευκά Όρη, που έχουν δίπλα τους κι ένα Ψηλορείτη και βαστάνε τη γης στη θέση της. Παιδιά κι εγγόνια, ξαδέρφια και μπατζανάκηδες, φίλοι και γνωστοί κι εγώ ο ξεκούδουνος, φαγητό μαγειρεμένο από όλη την οικογένεια με προϊόντα αποκλειστικά από το κτήμα, τι κρασιά, τι ρακές, τι γλυκά ακολούθως, τι απαγγελία Σέξπηρ από τα πάνω δωμάτια του σπιτιού, τι ο Γκάρφηλντ, που ο παππούς του έχει βγάλει τα χαρτιά του για κάτι ζημιές στην κουζίνα...

Εκεί μέσα, στο Κτήμα Κ. (για δες, θα υπάρξει μπέρδεμα, αυτό της Κρήτης πρέπει να το ονομάσω αλλιώς), στο Κτήμα Ε.Κ., λοιπόν, η σχέση με τη φύση είναι εντελώς διαφορετική. Είναι, θα έλεγα, φυσική, καθώς δε θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό. Μέσα από τους ψηλούς μαντρότοιχους, οι υπεραιωνόβιες ελιές, οι διάφορες καλλιέργιες, το παλιό τούρκικο Μετόχι, ένα κοτέτσι που μετετράπη σε ονειρικό σπίτι, το παλιό ελαιοτριβείο απ' τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ο χρόνος εδώ είναι αρχαίος, ένιωθα σα να είμαι στην Ακρόπολη ή στην Κνωσσό... Αλλά πολλά για την ώρα, αρκεί... Θα επανέλθω με περισσότερα.


Συνεχίζεται...

Κρήτη 2010

Κρήτη 2010 - Η άλλη όψη

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Smells like teen spirit

Άφησα πίσω τη φρικτή ατμόσφαιρα των 35ο Κελσίου και του 50+% υγρασία που επικρατεί στο σπίτι μου και ήρθα σε ένα πιο φιλικό περιβάλλον, με ερκοντίσιον και ανεμιστήρες. Βέβαια, προκύπτει το ερώτημα του αυγού με την κότα, όσον αφορά στο κλίμα. Τα ερκοντίσιον κάνουν την ατμόσφαιρα ανυπόφορη ή η ατμόσφαιρα κάνει τη χρήση ερκοντίσιον απαραίτητη; Σκυλί που κυνηγάει την ουρά του…

Δυο παρέες στο μαγαζί, οι σερβιτόρες στο μπαρ μιλούν με τον μπάρμαν, παγωμένη μπύρα, τσιγάρο και όρεξη για γράψιμο. Τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι πως έχω τόσα να γράψω, που κοντεύω να σκάσω. Κι όμως, σαν καλοκαιρινή καταιγίδα που τη βλέπεις στον ορίζοντα να έρχεται, που στέλνει δροσερές ριπές αέρα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα, που μπουμπουνίζει απειλητικά μα ποτέ δε φτάνει εκεί που είσαι, δεν εκδηλώνομαι. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με κρατάει, μα κοντεύω να σκάσω. Οπότε ξεκινώ με τη βία κι όπου βγάλει.

Στο Εμιγκρέ, λοιπόν, στη Σβώλου, με ωραίες μουσικές, όμορφο περιβάλλον, με πίνακες των Diego Rivera και Fernando Botero, με καλή φωτογραφία και παγωμένη Krusovice, τσέχικη pils. Δεν παίζει το ασύρματο, βέβαια, αλλά μικρό το κακό. Θα το μεταφορτώσω μόλις φτάσω σπίτι, όπου έχω ραντεβού με τους γιατρούς μου. Τον κανονικό και τον γιαλαντζί. Κι ελπίζω να τη βγάλω. Το ραντεβού είναι για μπυροποσία και καθορισμό της εξεταστέας ύλης για τις 29/08. «Κυριακάτικα εξετάσεις;» θα αναρωτηθείς δικαίως, μα θα σου λυθούν οι απορίες οσονούπω.

Η υπομονή μου εξαντλήθηκε, μαζί με τις μέρες που απέμειναν για τις φετινές μου καλοκαιρινές διακοπές. Την Παρασκευή αναχωρώ με το αίσθημα για το κλεινόν άστυ, όπου θα διανυκτερεύσω και το Σάββατο… μάνα γη! Παντέρμη Κρήτη, για δεύτερη φορά φέτος. Μετά το περυσινό ρεκόρ των 5 ή 6 επισκέψεων, φέτος ήμουν φειδωλός. Ενδεχομένως και απόμακρος. Έχω τους λόγους μου, βέβαια, μα δεν υπάρχει λόγος να τους αναπτύξω, εδώ στην εξωστρέφειά μου. Ανήκουν στη σφαίρα της εσωστρέφειας, η οποία δε μ’ έχει εγκαταλείψει ακόμη. Για να πω την αλήθεια, μαζί της θα πάω πάλι φέτος διακοπές... Και θα περάσουμε υπέροχα.

Δίδυμος με ωροσκόπο δίδυμο. Εγώ τα έχω βρει και με τους τέσσερις. Συσκεφθήκαμε και συναποφασίσαμε, λοιπόν, να φορτώσουμε το αίσθημα με τα απαραίτητα και να φύγουμε για μέρη γνωστά, μα και καινούρια. Κι έτσι το πρόγραμμα κατέληξε ως εξής: Κρήτη 14-22/08, με επίσκεψη σε μέρη που δεν έχω δει, όπως Κάτω Ζάκρο, Δαμνώνι, Αγ. Παύλο Χανίων κ.ά., μετά Κύθηρα 22-25/08, όπου ελπίζω να συλλάβω την αυγουστιάτικη πανσέληνο και μετά οδικό ταξίδι από Νεάπολη Βοΐων μέχρι Θεσσαλονίκη, με ενδιάμεσους σταθμούς ενδεικτικά Ελαφόνησο, Μονεμβασιά, Μυκήναι, Κιάτο, Ρίο-Αντίρριο, Αγρίνιο, Κέδρα Αιτωλοακαρνανίας, Λίμνη Πλαστήρα, Καλαμπάκα, Μέτσοβο, Τζουμέρκα, Παραμυθιά και ταλιμπάν και ταλιμπάν, που λέει κι ο Τζιμάκος… Οι λεπτομέρειες της εξεταστέας ύλης θα καθοριστούν απόψε με ιατρική συνταγή… Θα ‘χω να γράφω, καλά να είμαι και να πάνε όλα κατ’ ευχήν…

Αυτά, όμως, ανήκουν στο μέλλον. Τι συνέβη πιο πριν; Για να έχω και σχέση με τον τίτλο, αν και δυσκολεύομαι ως καλοκαιρινή καταιγίδα, νομίζω πως πρέπει να ξεσπάσω, μιας και θα αισθανθώ καλύτερα. Κι αν προκαλέσω καμιά φυσική καταστροφή, φυσική είναι. Με δημιούργησαν ακραίες συνθήκες του εξωτερικού περιβάλλοντος και θα τους επιστρέψω τη χάρη. Περίμενα αρκετά, μα κατάλαβα πως ήρθε η ώρα μου, γιατί άκουσα εκείνη τη σιωπή που προηγείται της καταιγίδας. Σιωπή…

Απεχθάνομαι τα μισόλογα. Ως εκ τούτου, προτιμώ τη σιωπή, γιατί εκείνη έχει να πει κάτι. «Η αμφιβολία δηλητηριάζει τα πάντα, δε σκοτώνει τίποτα», είχα ακούσει κάποτε στο ραδιόφωνο κι έκτοτε συνειδητοποιώ την αλήθεια της πρότασης σε κάθε έκφανση των ανθρωπίνων σχέσεων, πολλώ δε μάλλον στις ερωτικές σχέσεις. Στη δική μου αντίληψη, οι άνθρωποι που κρύβονται πίσω από μισόλογα προκειμένου να μην εκτεθούν, εκτίθενται με τον χειρότερο τρόπο. Η αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, δεν παύει να είναι έντιμη. Όλα τα υπόλοιπα, και τα μισόλογα περισσότερο κι από τα ψέματα, είναι απλώς αηδιαστικά.

Κι όμως, μοίρα είναι αυτή και έρωτας. Δεν ξέρεις που θα πέσεις. Μα δε φοβάμαι και πέφτω. Δε μετανιώνω και δίνω. Και δίνομαι. Αχρεωστήτως καταβληθείς, για άλλη μια φορά. «Μην αμφισβητείς ποτέ τον τρόπο σου», άκουσα τον Δ. να λέει στην Ε., σε κουβέντα άσχετη μα τόσο σχετική με τους προβληματισμούς μου… Ευτυχώς που υπάρχουν και οι φίλοι και μπορούμε και μοιραζόμαστε το βάρος της ευτυχίας μας.

Εκεί, στο Κτήμα Κ., παρέα με το ζωικό και φυτικό βασίλειο, σε ένα σπίτι που το είχα ονειρευτεί πριν το δω, με τους γονείς της Ε., τον Χ. και την Ν. αστερισμοί αμφότεροι στον ίδιο ουρανό, μα σαν σε διαφορετικές πλευρές στο ουράνιο στερέωμα, που συναντήθηκαν για να γεννήσουν δυο νέα αστέρια, την Ε. και τον Γ., τόσο διαφορετικά σε θέση και φωτεινότητα όσο κι εκείνοι… Αυτός ο ουρανός θα έπρεπε να είναι ασυννέφιαστος, μα μοίρα είναι αυτή και έρωτας... Μισόλογα, μισητά μισόλογα… Μα οι επιλογές του καθενός είναι σεβαστές, αρκεί ν’ αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις συνέπειες. Κολοκυθόπιτα. Άλλωστε, η ευτυχία του καθενός προκύπτει από ορμές και ένστιχτα τόσο βαθιά, που δεν τολμώ να τα σκαλίσω, καθώς μου αρκεί η δικιά μου εσωστρέφεια… Μη σου πω ότι μου περισσεύει, κιόλας.

To C.S.I. Petralona είχε κι άλλο επεισόδιο, στη Φώκαια αυτή τη φορά, όπου μας επιτέθηκαν κάτι στρουμφάκια φυσητήρες με την απειλή κάτι οργάνων του σατανά. Άδεια και δίπλωμα, ταυτότητα και ληξιαρχική πράξη γεννήσεως, φυσήξτε εδώ και κατεβείτε από το όχημα, ξαναφυσήξτε και αναμείνατε να γράψει για να σας γράψουμε κι ο δείκτης ν’ ανεβαίνει… Ευτυχώς είχα αναλάβει εγώ να διεκπεραιώσω την προηγούμενη διένεξη με τη μπαργούμαν, η οποία ήταν αρκούντως διαβασμένη για να δουλεύει Ν. Υόρκη αλλά κατά μια περίεργη σύμπτωση βρισκόταν στο ίδιο μαγαζί με μας τα χωριατάκια και τις αθλιότατες μουσικές του αδαή μουσικοσυμπλέκτη, κι έτσι το όργανο άρχισε να γράφει 0,01…0,04…0,09…0,14…0,17…0,20… «Ποιο είναι το όριο;» (φιλικά) «0,24» (βλοσυρά) και δώστου να γράφει… 0,21…0,22…0,21…κόμπιασμα…0,22…0,23…0,22…0,23… μπιιιιιιιιιιιιιιιιιπ… ο επιθανάτιος ρόγχος του οργάνου και το τρελό ξενέρωμα του στρουμφακίου φυσητήρα… Καληνύχτα σας.

Κι ύστερα η φρίκη των μαγαζιών της Καλλιθέας, η ξανθιά που είχε καταφέρει με 97,4% υγρασία να έχει το μαλλί στην τρίχα και να μην πετάει ούτε τρίχα, μοναδική εξαίρεση στην αθλιότητα η συμπαθητική μπάντα που έπαιζε λάηβ και κατά τα λοιπά η απόλυτη επιβεβαίωση ότι σωτηρία δεν υπάρχει… Και που ‘σαι, Κανάκη, εσύ που κράζεις από το Ράδιο Αρβύλα τον κόσμο όλο, κόβε και καμιά απόδειξη στα κωλομάγαζά σου, ίσως έτσι να βοηθήσεις περισσότερο απ’ ότι αν αυτοδιαφημίζεσαι ως δωρητής φιλάνθρωπος. Καραγκιόζη.

Η επόμενη μέρα είχε περιπέτεια στο δάσος του Σάνη, καθώς πήγα ο ακατάλληλος να τραβήξω φωτογραφίες τη λίμνη με σαγιονάρα – μαγιώ και δικαίως μου την έπεσε ένα σμήνος σφίγγες, καθώς τις ξεσήκωσα από ένα φυτό που αράζανε με κάλυψη απόκρυψη. Ευτυχώς τη γλύτωσα με 3 τσιμπήματα και τρεχαλητό Βέγγου και βάλε, μη σου πω Γιουσέην Μπολτ και με πάρεις για ψώνιο. Αραλίκι στην παραλία κι έπειτα σ’ εκείνο το ονειρικό σπίτι για μαγείρεμα, με χορηγό τον Δ. και προσωπική εργασία, με την Ν. να φτιάχνει μπαμπά και το μπαμπά να κοιμάται μέχρι το σερβίρισμα, φαγοπότι στο θυσιαστήριο κι έπειτα βόλτα στην Καλλιθέα, μιας και δε μου έφτανε η προηγούμενη… Βέβαια, η επιλογή ήταν καλύτερη τούτη τη φορά, στο Σπιτάκι με συμπαθέστατο κόσμο, ωραίες μουσικές και ανθρώπινο περιβάλλον. Ήρθαν δυο φίλες, μετά το ιατρικό τιμ, όπου κι έπεσε η ιδέα του καθορισμού της εξεταστέας ύλης για απόψε, μετά τα κορίτσια φύγαν στο άκουσμα μιας πολύ δυσάρεστης είδησης και απομείναμε με τους φίλους να πίνουμε ποτά και μπύρες μέχρι τις πρώτες πρωινές…

Κυριακή, κοντή γιορτή. Η παρέα γέμισε… ζωή και λουλούδια, οι γρανίτες ήταν από το περίπτερο αυτή τη φορά και το φαΐ στη Μαρίνα, όπου έπεσε λιμός. Γλυκά εις διπλούν και μετά απέναντι για καφεδάκι, δεύτερος γύρος κτηνωδίας το βράδυ στο θυσιαστήριο με κάτι κιοφτεδάκια και μετά ταμπού μέχρι μαλλιοτραβήγματος, το οποίο γλιτώσαμε στο παρατρίχα. Και νόμιζα πως εγώ ήμουν ανταγωνιστικός στα παιχνίδια, αλλά τελικά είμαι καλά… Φωτογραφίες τον έναστρο ουρανό κι ύστερα ύπνο, γιατί την επομένη επιστρέφαμε στο κολαστήριο της πόλης…

Και εις άλλα!

And I forget just why I taste
Oh, yeah, I guess it makes me smile
I found it hard, it’s hard to find
Oh, well, whatever, nevermind…

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Αθήνα (2)

Μετά από μια άκρως επιτυχημένη επίσκεψη το Μάρτη, ήρθε ο καιρός να επαληθεύσω την εξίσωση, με άλλους συντελεστές αυτή τη φορά, μα το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο! 100% επιτυχία.

Αν το "δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι" ισχύει, τότε είμαι πολύ περήφανος για πάρτη μου. Δηλώνω ευτυχής για την ποιότητα των φίλων μου, ενώ και για την ποσότητα δεν έχω κάποιο παράπονο. Επίσης, είμαι πολύ χαρούμενος και από τη γεωγραφική τους διασπορά, μιας και φιλοξενούμαι απανταχού στην Ελλάδα, αξία ανεκτίμητη... Μας ευχαριστώ!

Είμαστε πολλοί. Εμείς που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα ως έχουν, που είμαστε αρκετά έξυπνοι για να περνάμε πραγματικά καλά, που μας αρέσει η αλήθεια και τη μοιραζόμαστε μεταξύ μας, που λέμε "ναι" σε όσα διλήμματα δεν προσβάλλουν το ήθος μας, το οποίο θα χαρακτήριζα ιδιαίτερα χαλαρό σε σχέση με το ηθικό μας, το οποίο είναι μάλλον στην τσίτα. Είμαστε καλά, παρά το γεγονός ότι τα πράγματα πάνε κατά διαόλου. Ενδεχομένως, ακριβώς επειδή τα πράγματα πάνε κατά διαόλου να είμαστε καλά, καθώς τον προτιμάμε απ' τον ανταγωνιστή του, τους αντιπροσώπους του και τους οπαδούς του επί γης.

Στην κολασμένη Αθήνα εν μέσω θέρους, λοιπόν, άφιξη, μπανάκι, μπαλίτσα κι ένα κούμπα λίμπρε με το στανιό, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί έπρεπε να είναι μόνο ένα... Η επόμενη μέρα προμηνυόταν δραστήρια, αλλά όχι έτσι όπως εξελίχθηκε, καθώς ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Βέβαια, όταν κάνεις παρέα με τόσο αναπάντεχους ανθρώπους, τα πάντα είναι απίθανα! Στο ερώτημα που ετέθη από τον φίλο "όσα προβλήματα κι αν έχεις θα στα γιάνω", ξύδια από νωρίς ή ποδηλατάδα, απαντήσαμε οικολογικά κι έτσι ξεκινήσαμε από τη Ν. Ερυθραία για Κεφαλάρι. Δε μας έφτασε και κατεβήκαμε στο Άλσος της Κηφισιάς. Αχόρταγοι, είπαμε να κατέβουμε μέχρι Ο.Α.Κ.Α. να δούμε τι παίζει. Κι αφού δεν έπαιζε τίποτα στο Μαρούσι και περνούσαμε με φόρα, φόρα κατηφόρα, φτάσαμε Παλιό Ψυχικό. Μακράν η ομορφότερη γειτονιά της Αθήνας, είναι λες και βρίσκεσαι σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα. Οι πλούσιοι των δικών μου παιδικών χρόνων ζούσαν εκεί, σε κάτι χαρακτηριστικές πολυκατοικίες του '80, με βαριά χρωματιστά μάρμαρα, κισσούς να καλύπτουν τοίχους, μπαλκόνια, πυλωτές και εισόδους, απ' τις οποίες περιμένεις από λεπτό σε λεπτό να βγει κανένας μπον βιβέρ της εποχής εκείνης.

Πολλή ανηφόρα, όμως μωρ'αδερφάκι'μ, το Ψυχικό και μας βγήκε η γλώσσα. Αναζητώντας λίγο κατήφορο, μας πήρε πάλι η Κηφισίας και μας ξέβρασε στη Βασιλίσσης Σοφίας. Από εκεί Σύνταγμα, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μικρή στάση για προσκύνημα στο σπίτι του Άκη, Θησείο, Λόφο Φιλοπάππου, Πετράλωνα, Καλλιθέα και τελικά, θάλαττα! θάλαττα!, φτάσαμε στο Μοσχάτο... 28 χιλιόμετρα ποδηλατάδας στην Αθήνα, από μια βόλτα που ξεκίνησε από Ν. Ερυθραία για Κεφαλάρι, αλλά ναι στο ναι, δες που μπορεί να φτάσει κανείς... Βέβαια, όσο κι αν καγχάζω για το κατόρθωμα, έρχεται η ίδια η ζωή να με χλευάσει, καθώς στην πορεία συναντήσαμε ένα τύπο που κατέβαινε από Βουδαπέστη, ναι, με ποδήλατο...

Πίσω στο Μοσχάτο, λοιπόν, όπου ένας αρχαίος ήρως ονόματι Ορφέας μας κέρασε δροσερό νερό και καφεδάκι, καθώς και το αυτοκίνητό του για την επιστροφή, γιατί καλό το κατέβασμα, αλλά για πίσω ούτε συζήτηση. Ν. Ερυθραία, ξανά κάτω στα Πετράλωνα και στο τσιπουράδικο του Αποστόλη, για μπύρες και μπάλα με τον Ορφέα και τον Δημήτρη. Αφού καταβροχθήσαμε ότι ψαρικό έπαιζε στο μαγαζί, όχι μόνο λόγω λύσσας από την ποδηλατάδα αλλά εξίσου γιατί ήταν όλα τους υπέροχα, κι αφού ήπιαμε βασιλιάδες μαζί με τα βασίλειά τους, καθώς και κάτι λούμπεν καράφες κρασί, τα πράγματα έδειχναν κάπως έτσι...


Αναζητώνται χίλιες λέξεις για να περιγράψουν την αυθόρμητη θολούρα της παραπάνω φωτογραφίας. Στη συνέχεια, η παρέα εμπλουτίστηκε με δυο θεραπαινίδες της ψυχής, που με την αυτόφωρη διαδικασία μας οδήγησαν σ' ένα παρακείμενο κλουβί, όπου, σε εργαστηριακό περιβάλλον γεμάτο αντικείμενα φετίχ, παρατηρούσαν τις συμπεριφορές μας, καθώς διαδηλώναμε υπέρ της απελευθέρωσης της Κούβας μέχρι τελικής πτώσεως. Μετά ήρθε κι ο Γιάννης με τη Σμαράγδα, τρόφιμη στο ίδρυμα κι εκείνη, κι ύστερα ήταν η Ναυσικά, που κερνούσε μουσικές, το τηλέφωνο που χτυπούσε διαρκώς υπερατλαντικές κλήσεις από Μεξικό και τον λευκό Χοσέ Κουέρβο αυτοπροσώπως, καθώς και ο ιδιοκτήτης του ιδιότυπου αυτού κλουβιού, ένα βουνό από τη Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Είσοδος ελεύθερη.


Η παράσταση έλαβε τέλος περί τις 4 και μισή, αφού πρώτα σκηνοθετήθηκε αυθορμήτως το πόστερ του C.S.I. Petralona. Kαμιά δεκαριά ώρες μετά ξυπνούσα μες στο άγχος για το σέρβις της μηχανής, που ήταν προγραμματισμένο για τις 8μιση το πρωί. Πετάχτηκα σαν ελατήριο, για να διαπιστώσω ότι ήταν μόλις 7μιση, ένα τέταρτο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Δεν το ριψοκυνδίνευσα και παρέμεινα όρθιος παρά τη ζάλη. Έφαγα μια κουταλιά καφέ διαλυμένη σε νερό με λίγη ζάχαρη, γιατί καφέ δεν το λες κι έφυγα για το Γέρακα. Εγγλέζος στο ραντεβού και το αίσθημα ήταν έτοιμο περί τις μια το μεσημέρι. Πίσω στη Ν. Ερυθραία, πάστα για να στρώσει το στομάχι και βόλτα μέχρι το Ελ.Βεν. για να ξεπροβοδίσω τον φίλο μου, που θα πετούσε για τα Λονδίνα με μια κούτα γλυκά από Θεσσαλονίκη και παραγγελιές που δε λέγονται, παρά μόνο μεταξύ φίλων.

Ανακαλύπτοντας την Αθήνα τα τελευταία χρόνια, διακατέχομαι ολοένα και περισσότερο από την αίσθηση ότι γουστάρω μια γυναίκα παράνομα. Ανήκει σε άλλον, όμως μου δίνεται με περίσσιο πάθος, όποτε συναντιόμαστε. Δε θα την παντρευόμουν ποτέ, μα με βάζει σε σκέψεις να παρατήσω τη δικιά μου...

Στο επανειδείν!

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Αθήνα - Θεσσαλονίκη

Κι ύστερα, είναι πάντα η επιστροφή...

Μετά από ένα καταπληκτικό τριήμερο στην Αθήνα μεσοβδόμαδα, στο οποίο θα αναφερθώ προσεχώς, ήρθε η ώρα της επιστροφής. Τακτοποιώντας κάτι τελευταίες εκκρεμότητες Παρασκευή πρωί, ετοίμασα τα πράγματά μου και με μυαλό γεμάτο πληροφορίες, εικόνες, εμπειρίες και ξύδια, ξεκίνησα μια υπέροχη βόλτα.

Η οποία βόλτα είχε πάρει την τελική της μορφή την προηγούμενη το βράδυ. Στην "Αλχημεία" στο Γαλάτσι, παρέα με τον Κώστα, τον ryk και τον CRIS, τους οποίους ευχαριστώ για την παρέα, τη φιλοξενία και τις ταξιδιωτικές τους εμπειρίες... Οι μπύρες έβαλαν κι εκείνες το χεράκι τους, μα πάνω απ' όλα η λόξα που φέρνει κοντά τόσο ετερόκλητους ανθρώπους και προσωπικότητες, τους ενώνει γύρω από ένα τραπέζι και τους κάνει να μιλούν, μα και να ακούν, με τόσο πάθος για τα αισθήματά τους.

Για να το έχουν τραγουδήσει δυο μεγάλα συγκροτήματα, ετερόκλητα σαν αναβάτες ΒΜW, πρέπει να είναι σημαντικό:

http://www.youtube.com/watch?v=DR5jI...eature=related
http://www.youtube.com/watch?v=ubzPHx4Euyw

Take the long way home, λοιπόν. Αναχώρηση από Αθήνα στις δώδεκα, έξοδος για Χαλκίδα στη μια, καμιά ώρα μέχρι να βγω από Ν. Αρτάκη, καθώς πρέπει να είναι τόπος αναπαραγωγής για νταλίκες, οι οποίες μεταναστεύουν αυτόν τον καιρό για τους στενούς δρόμους της περιοχής, όπου συνουσιάζονται υπό τα βλέμματα καταϊδρωμένων αναβατών με μπουφάν, μπότες, κράνος και γάντια. Σαν τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, ήταν το τελευταίο στάδιο της κολάσεως γι' αυτό που με περίμενε στη συνέχεια.

Η διαδρομή Ν. Αρτάκη - Προκόπιον είναι απλά υπέροχη. Δεν έχω λόγια γι' αυτό το ανηφορικό κατηφορικό στροφιλίκι με φανταστικό τάπητα και σωστές κλίσεις, την κατάφυτη διαδρομή, το βουνό, τη θέα θάλασσα... Όνειρο θερινού μεσημεριού, εφάμιλλο του δευτέρου ποδιού της Χαλκιδικής, με κερασάκι στην τούρτα το αναψυκτήριο μερικά χιλιόμετρα μετά το Προκόπιον, δίπλα στο ποτάμι, κάτω από πλατάνια, με μια ξύλινη γέφυρα και πάπιες που ποζάραν στο φακό της φωτογραφικής μου σαν πρωταθλήτριες στη συγχρονισμένη κολύμβηση...

Από Στροφυλιά πήρα το δρόμο για Λίμνη. Εξίσου ωραία διαδρομή μέχρι εκεί αλλά πιο ανοιχτή, από εκεί μέχρι Αιδηψό επίσης, αλλά με όριο ταχύτητας από την εφταετία που πρέπει να φτιάχτηκε ο δρόμος, καθώς οι πινακίδες γράφαν 40, όσα τα χρόνια εργασίας που θα πρέπει να συμπληρώσει κανείς για να βγει στη σύνταξη, όσες υποθέτω ότι είναι και οι ώρες που ευχόμαστε για αυτούς που ψηφίσανε αυτά τα αίσχη. Ευτυχώς δε συνάντησα κανένα νομοταγή πολίτη στο δρόμο, γιατί θα γινόμαστε κολλητοί...

Από Αιδηψό έστριψα αριστερά για Γιάλτρα, τα οποία προσπέρασα και κατέληξα σε μια παραλία κάπου στον Άη Γιώργη, μεγάληχάρητου. Ωραία θάλασσα, καλό μπιτσόμπαρο, μπυρίτσα και μπανάκι, φωτογραφίες και πίσω Αιδηψό με τελικό προορισμό τον Αγιόκαμπο για το φέρι. Αφού έχασα 2 φορές την έξοδο, μιας και η ταμπέλα ήταν καλυμμένη από παρακείμενο δέντρο, τελικά έφτασα Αγιόκαμπο και έβαλα το αίσθημα στο βαπόρι. Μισή ώρα και εκατοντάδες φωτογραφίες μετά, έφτασα Γλύφα. Από εκεί πήρα μια ξόφαλτση ταμπέλα για Βόλο κι ακολούθησα τη διαδρομή Αχίλλειο - Πτελεό - Σούρπη, με ορισμένα κομμάτια που έχουν καινούριο τάπητα και σε προδιαθέτουν να αυτοκτονήσεις, καθώς τη σήμανση έχουν επιμεληθεί χαροκαμμένες μανάδες, καταλάθος έξοδος στην εθνική αλλά στην επόμενη ξανά επαρχιακός για Ν. Αγχίαλο και τελικά, Βόλο.

Το Σάββατο έβαλα το αίσθημα κάτω από ένα δέντρο με παχύ σκιανό να ξεκουραστεί και πήγαμε με το αυτοκίνητο ενός φίλου Παπά Νερό. Η ψύξη που κονόμησα στην Εύβοια δε θα μπορούσε να με κρατήσει απ' το να κάνω βόλτα στο Πήλιο με το αίσθημα, κι έτσι την Κυριακή το μεσημέρι ντύθηκα, φορτώθηκα και βουρ! Βόλος - Πορταριά - Χάνια - Μακρυράχη και τελικός προορισμός Αγ. Σαράντα. Το χαμόγελό μου έγινε τόσο πλατύ, όσο το σχεδόν απ' άκρη σ' άκρη μαυρισμένο πέλμα του 180/55/17 πίσω ελαστικού μου... Όνειρο! Μπάνιο στη φανταστική θάλασσα του αιγαιοπελαγίτικου Πηλίου, μπυρίτσα και σουβλάκια στην καντίνα της παραλίας και πίσω, για ακόμη περισσότερα χαμόγελα... Πηλιορείτικα γλυκά του κουταλιού από τη διαδρομή, επιστροφή στο Βόλο και γέμισμα στο ρεζερβουάρ για το ταξίδι της (επιτέλους) επιστροφής στη Θεσσαλονίκη την επομένη το πρωί, καθώς ο τελικός του μουντιάλ καθυστέρησε να τελειώσει...

Εφτά μέρες και χίλια πεντακόσια παρά χιλιόμετρα μετά, ήμουν και πάλι σπίτι. Για να ξαναφύγω το απόγευμα για καφέ στο Μπαξέ Τσιφλίκι και την επομένη Σέρρες για δουλειά! Ουφ, να πάρω μια ανάσα γιατί έρχεται πάλι Σαββατοκύριακο...

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Απεχθάνομαι τις ανοιχτές διαδρομές.

Πιάνεται ο απαυτός σου. Άμα δεν έχει στροφιλίκι, δε μ' αρέσει. Αλλά τι να κάνεις; Κάπως πρέπει να κατέβεις Αθήνα.

Το ταχύτερα αναπτυσσόμενο δίκτυο φραντσάηζ στην Ελλάδα τα τελευταία 2-3 χρόνια είναι τα... διόδια. Σαν τις βατομουριές στον Τρυποκάρυδο του Τομ Ρόμπινς, έχουν πνίξει την Εθνική Οδό. Ποια; Γράψε λάθος.

Παλιά, που ανήκε στο έθνος το εθνικό, όχι του Μπόμπολα, ήταν Εθνική Οδός. Τώρα είναι "Αυτοκινητόδρομοι Αιγαίου" ή "Νέα Οδός", Ανώνυμες Εταίρες αμφότερες που βυσσοδομούν στις τσέπες μας... Είναι πολλά τα λεφτά, αλλά... μπιγουέαρ οφ ζε τζερμανς.

http://www.youtube.com/watch?v=2oK_trZhVdk

"Κόμβος Σκοτίνας κλειστός" με φωτάρες που αναβοσβήνουν πιο εύθυμα κι από χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, ανάψαν και τα δικά μου τα λαμπάκια κι αποφάσισα να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι τους λόγους για τους οποίους είχε κλείσει ο κόμβος της Σκοτίνας. Δεν είχε απολύτως κανένα πρόβλημα, εκτός από τη δυνατότητα που έδινε στους οδηγούς να παρακάμψουν το φραντσάηζ της Λεπτοκαρυάς. Βέβαια, υπάρχει κι άλλη διέξοδος λίγο πιο κάτω, χειρότερα φωτισμένη και σε στενότερο κομμάτι του δρόμου, η οποία εξακολουθεί να δίνει τη λύση, λίγο πιο επικίνδυνα αλλά ποιος ενδιαφέρεται;

ΕΚΟ βενζινάδικο λίγο πριν το Βόλο, 60> στον υπολογιστή ταξιδίου τα ρέστα και μειώνω ταχύτητα να δω τιμή.
1,595 η απεικόνιση στον πίνακα...
Η μούτζα αναπόφευκτη, αλλά και εν τέλει αγχωτική, καθώς 60+ χιλιόμετρα πιο κάτω είδα εκείνο το τρομαχτικό >--- στα ρέστα. Έξοδος στην Πελασγία, τρία τρομοκρατημένα χιλιόμετρα μέχρι το πρώτο βενζινάδικο και ουφ... 16,36lt (στο ρεζερβουάρ χωρητικότητας 16 λίτρων, δε μπορεί, από κάπου θα τη φας) για τα πρώτα 252χλμ, ήτοι 6,49lt/100 με μέση ωριαία 130. Πα μαλ. Βενζίνη με 1,52€, νταξ, δε σώθηκα όμως δεν πλήρωσα και την κοροϊδία του κερατά με το ΕΚΟ, όπως επίσης, βοήθησα στην τοπική οικονομία της Πελασγίας...

Τολμώ να συγκρίνω το κοκτέηλ συναισθημάτων του Σοάρες στον προημητελικό με τη Γκάνα, από τη στιγμή που έδιωξε τη μπάλα πάνω απ' τη γραμμή μέχρι και το νικηφόρο πέναλτι της ομάδας του, με το συναίσθημα του να ταξιδεύεις με μηχανή: στο έξω μέρος της φωτογραφίας, ένα τραπέζιο που δημιουργεί το κράνος, μέσα απ' αυτό η ζελατίνα με τα μυγάκια, μπροστά, στο 1/3 της φωτογραφίας το φέρινγκ, πάνω απ' αυτό και ως τα 2/3 ο δρόμος, κατάφυτος δεξιά κι αριστερά, στο βάθος μια γέφυρα πάνω απ' το δρόμο κι από πάνω αραιαί νεφώσεις... Πρέπει να βρω κάποιον να το ζωγραφίσει. Τον αέρα, όμως;

And back again.

Προσεχώς, γιατί δεν το έχω κάνει ακόμη. Το σχεδιάζω, όμως, όλο το απόγευμα και θα πετύχει. Ναι, θα πετύχει!

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Mundial 2010

Πρέπει να είναι η ομορφότερη στιγμή του 2010.

Η Άγκελα Μέρκελ τραβάει προς το μέρος της τον πίσσα μαύρο πρόεδρο της Νοτίου Αφρικής, τον φιλάει...

...και τον μεταμορφώνει σε βάτραχο.

Μόνο εγώ το είδα;

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Τριάντα... (μέρος δεύτερον)

Μετά το λύκειο, τι;

Εκείνο το ονειρεμένο καλοκαίρι έληξε με μια άσπρη τεκίλα. Πάρτυ αποχαιρετισμού για τους επιτυχόντες που ανοίγαμε πανιά, στο σπίτι μιας συμμαθήτριας, είχα καημό και πήγα από νωρίς με το παπί. Εκείνη την εποχή μου είχε κάνει η φίλη μου η Δήμητρα δώρο ένα μπρελόκ λούτρινο παπί, θα καταλάβεις στη συνέχεια γιατί αναφέρεται η σχετικά αδιάφορη αυτή πληροφορία... Μπαίνω στο σπίτι, βλέπω μια άσπρη κουέρβο, "λεμόνια έχουμε;" ρωτώ και βλέπω μια ολόκληρη λεμονιά στον κήπο πίσω. Μαχαίρι, φετούλες, αλάτι και στην πόρτα, τι διάολο με είχε πιάσει; Επί της υποδοχής, όποιος έμπαινε απαραιτήτως θα έπινε μαζί μου μια τεκίλα. Τα πάρτυ τότε ξεκινούσαν ώρες ανθρώπινες, βλ. 9 το βράδυ. Ε, κατά τις 10μισή, ήμουν αγκαλιά με τη λεκάνη. Έναν ελληνικό καφέ και πολλά μπλακ άουτ μετά, με στιγμές διαύγειας άπειρου γέλιου, με πλεον χαρακτηριστική την ατάκα του ταρίφα που θα με μετέφερε σπίτι "εγώ ΑΥΤΟΝ δεν τον βάζω μέσα!", με μια σακούλα του τζάμπο περασμένη από τ' αυτιά, με κόπους και βάσανα, με γύρισαν σπίτι τελικά δεν-ξέρω-πως-δεν-ξέρω-ποιος, με βάλαν στο κρεβάτι με τα ρούχα, μου βγάλαν τα παπούτσια, αφήσαν και τα κλειδιά με το μπρελόκ πάνω στο γραφείο και μ' αφήσαν να κοιμηθώ. Βγαίνει ο δάσκαλος κατά τις μια, δε βλέπει το παπί, σου λέει δε γύρισε ακόμη. Κατά τις δυο το ίδιο, κατά τις τρεις ανησύχησε. Μπαίνει στο δωμάτιο, ανάβει τα φώτα, τρεις λάμπες φθορίου που ώσπου ν' ανάψουν αναβοσβήναν κι εγώ έβλεπα αστραπόβροντα στην ημιθανή σούρα μου... "Που είναι ρε το παπι;" ρωτούσε ο δάσκαλος σηκωχτυπώντας με από το γιακά κι εγώ του απήντησα πως είναι στο γραφείο πάνω...

Τρεις μέρες μετά κι αφού δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα, μου είπε "Γεια" ξεπροβοδίζοντάς με για το νέο μου σπίτι, μακριά από την οικογενειακή εστία και την προστασία της, τη θαλπωρή της. Λογική αντίδραση γονέα, αν κάνει τέτοια εδώ που είμαστε κι εμείς, εκεί τι θα κάνει;

Τι να κάνει, όμως; Παιδάκι ακόμη, 18 χρονών, γιατί τη δεκαετία του '90 τα 18χρονα ήταν ακόμη παιδιά, άντε έφηβοι, δεν είναι σαν τα τσογλάνια που κυκλοφορούν σήμερα κι έχουν ξεσκολίσει από τα 14... Ή μήπως να είπα πολλά; Εν πάσει περιπτώσει, στο μικρό μου σπιτάκι, εκεί σ' ένα στενό Μπότσαρη με Όλγας, εσωτερικό να βλέπει στον ακάλυπτο, δεν πέρασε καιρός μέχρι τις παρυφές της σχιζοφρένειας. Άνοιγα τα παράθυρα και για να δω ουρανό, έπρεπε να κρεμαστώ από το μπαλκόνι και να κοιτάξω ίσα πάνω. Τι αλλαγή, από τη μονοκατοικία στα προάστια του Ηρακλείου, από τη φύση και την εξοχή... Στην πρώτη μου επιστροφή στην Κρήτη, θυμάμαι το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάρω εκείνη την αναλογική φωτογραφική μηχανή και να τραβάω φωτογραφίες βουνά και λαγκάδια, να τα βλέπω να ξεχνιέμαι.

Μόνος στο σπίτι. Οι πρώτες επαφές στη σχολή, οι πρώτες γνωριμίες, η πρώτη -και τελευταία- απογοήτευση. Δε μ' άρεσε. Δεν ήταν έτσι όπως το ονειρευόμουνα. Κόμματα, παρατάξεις, αηδία, σιχασιά, βαρετά μαθήματα, αποξενωμένοι καθηγητές, αποστάσεις αγεφύρωτες στο μυαλό μου... Χαλαρή παρέα με μερικούς συμφοιτητές, άλλο μήκος κύματος. Εκεί που βρήκα πραγματικούς φίλους, ενδιαφέροντες τύπους και απαντήσεις στην εσωτερική μου αναζήτηση, ήταν δυο μέρη. Το Μπόουλινγκ Σίτι, δίπλα στο σπίτι μου, εκεί που έκανα τις πρώτες μου γνωριμίες στην πόλη και η ΧΟΕ, μια χριστιανική οργάνωση που μου μ' έβαλε ν' αναζητήσω το Χριστό, μα εγώ βρήκα τον εαυτό μου...

Ο Στέλιος στο μπαρ, Τζιμ Μπιμ σε σφηνάκια, ατέλειωτες συζητήσεις περί ροκ μουσικής και πολλά τα-ξύδια, η Εύα, συντοπίτισσα και συνταξιδιώτισσα σ' εκείνα τα πρώτα χρόνια, ο "είμαι-εύκολος-φτηνός-ρηχός-και-ενίοτε-διεστραμμένος-ξεκινώντας-απ'-το-ξεφτίλας" Λεωνίδας, ο Σταύρος, ο Τάκης και οι υπόλοιποι τριανταφεύγα τύποι που συχνάζαν στο μπόουλινγκ και τους ακολουθούσα πιστά, σε συναυλίες στο Μύλο του Στεφανίδη, που όλα ήταν τσάμπα χάρις στον Τάκη, σε πρωταθλήματα μπόουλινγκ στην πόλη και εκτός, ωραία παρέα, ρουφούσα σαν το σφουγγάρι και ενίοτε έδινα κι εγώ τα φώτα μου, όπως τότε που τους σταύρωσα να πάμε στη συναυλία των Faithless και με κορόιδευαν, μέχρι που πήγαμε και χοροπηδούσανε σαν τα κατσίκια... Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Milo Z, Πανούσης, Κατσιμιχαίοι, Μαχαιρίτσας, και τι δεν είχα δει εκείνο τον πρώτο χρόνο μ' αυτή την παρέα! Κι εκείνη η συναυλία των Led Zeppelin, το The Song Remains The Same, που είδα από την πρώτη σειρά και μετά έκανα δυο μέρες να βγω απ' το σπίτι δι' ευνόητους λόγους. Ο νοών, νοείτω και ο μη νοών, ανόητος...

Δε θα ξεχάσω την πρώτη φορά που κατέβηκα στο κέντρο με το αστικό, βράδυ, με είχε καλέσει η καθηγήτριά μου η Τζεδάκη για φαγητό στη Μοδιάνο, αλλά έπρεπε να πάω από το σπίτι της κόρης της στη Ναυαρίνου. Το πρεζάκι που δάγκωνε το λάστιχο για να τρυπηθεί μόλις κατέβηκα απ' το λεωφορείο, εκεί στο πάρκο της ΧΑΝΘ, την τυροκαυτερή που δοκίμασα για πρώτη φορά κι έκλαιγα μισή ώρα, κι ως εκ τούτου έκτοτε την ερωτεύτηκα, καθώς μας μένουν αυτά που μας κάνουν να κλαίμε... Δε θα ξεχάσω επίσης τις πείνες της περιόδου εκείνης, τις ατέλειωτες μέρες χωρίς φράγκο στην τσέπη, τα πρώτα μακαρόνια που βγάζαν μάτι μέχρι να μάθω να τα βράζω, τα νερόβραστα κριθαράκια που με στέλναν με παραπεμπτικό στην τουαλέτα και τα ατέλειωτα λεπτά και δευτερόλεπτα μέχρι να περάσουν τα μεσάνυχτα και να πέσει η γαμημένη η βαλέρ στην Πειραιώς, να βγάλω το πεντοχίλιαρο και να πάω να φάω ένα γύρο που είχα ψωμολυσσάξει. Ωραίες εποχές!

Κι είμαι ακόμη στον πρώτο χρόνο;;; Ρε που θα πάει αυτή η ανάρτηση; Συνεχίζω επί τροχάδην.

Εκεί κάπου στα 20, μετά από δυο χρόνια ξεγνοιασιάς, εσωτερικής αναζήτησης και ρεμπελισμού, μια μετακόμιση μετά και με αλλαγές στις παρέες, με φίλους πλέον καλούς, ξαναρχίσαν τα χαστούκια της ζωής. Μια απόλυση στην οικογένεια, ο δάσκαλος στη σύνταξη, ο αδερφός για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο ξανά και η ανέχεια προ των πυλών. Την άλλη μέρα είχα δουλειά. Στο καινούριο μπόουλινγκ που άνοιγε στο εμπορικό κέντρο Μακεδονία, πρώτη επαφή με τον πραγματικό κόσμο της εργασίας, πολύς κόσμος, κλίκες, ισορροπίες, χτυπήματα κάτω από τη μέση αλλά και φραγκάκια, βιοπορισμός, άντε και κάτι γούστα... Στην αρχή στο μπαρ, μετά υποδοχή να δίνω διαδρόμους, μπιλιάρδα και παπούτσια, ήταν της μοδός το μπόουλινγκ και γινόταν καθημερινά πόλεμος με τους αμερικανοτσολιάδες, που λέει κι ο Τζιμάκος... Έξι μήνες κράτησε αυτή η δουλειά, μετά είπα να πάω σε δουλειά γραφείου γι' αλλαγή. Άλλους έξι μήνες κι εκεί, μετά ξανά πίσω στη σχολή, να τελειώνουμε, καθώς η ιστορία αυτή με πήγε πίσω στις σπουδές, μπροστά στη ζωή...

Δεν έζησα φοιτητική ζωή. Δε σύχναζα στο πανεπιστήμιο, δεν έκανα παρέα με συμφοιτητές, δεν έκανα τα πράγματα που έκαναν οι φοιτητές, δεν έπαιζα τάβλι, δεν ξενυχτούσα να ξυπνάω απομεσήμερο, δεν παρακολουθούσα μαθήματα, έκανα άλλα πράγματα. Μα δεν παραπονιέμαι, όλα έγιναν όπως έπρεπε. Ή όπως ήθελα. Δεν έχει και πολλή σημασία, έτσι έγιναν τα πράγματα.

Ξενοίκιασα στα τέσσερα χρόνια και έφυγα, γιατί πλέον ήξερα πως βγαίνει το ψωμί, μιας και είχα δουλέψει κάτι ατέλειωτα νυχτοκάματα στο φούρνο απέναντι από το σπίτι, με αποκορύφωμα εκείνη την αναθεματισμένη Κυριακή της Αποκριάς που βγάλαμε ένα τόνο λαγάνα για την Καθαρά Δευτέρα... Πίσω στην Κρήτη και μετά αναχώρηση για να υπηρετήσω τη μαμά πατρίδα, Θήβα, Ρόδος, Χανιά, μετά πάλι πίσω στο Ηράκλειο σε ατέρμονη αναζήτηση εργασίας και μέλλοντος. Δε χωρούσα, ήθελα να γυρίσω πίσω στη Θεσσαλονίκη, εκεί που ήταν οι φίλοι μου και η ζωή μου. Μαύρη πέτρα είχα ρίξει στο Ηράκλειο και μόλις επέστρεψα μου την πέταξε πίσω. Με βρήκε κατακέφαλα, πήρα κι εγώ μια βαλίτσα ρούχα να πάω να υπηρετήσω ξανά τη μαμά πατρίδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες ως εθελοντής και δε γύρισα ποτέ πίσω... Δε χαιρέτησα κανένα, δεν ήθελα να δώσω εξηγήσεις σε κανένα, πήρα το φευγιό μου κι έφυγα, μετά το πανηγύρι των ολυμπιακών ανέβηκα Θεσσαλονίκη και άρχισα να ψάχνω σπίτι και δουλειά. Βρήκα ένα υπογειάκι, που έγινε η φωλίτσα μου για τα επόμενα πέντε χρόνια, ξεκίνησα και δουλειά σε μια γαλέρα που λεγόταν κίτσεν μπαρ, χαιρετιόμασταν με τους συναδέλφους "γεια σου σκλάβε" - "γεια σου σκλάβε", δε με κρατήσανε πολύ γιατί έβλεπα, άκουγα αλλά μιλούσα κιόλας και η ρεμούλα πήγαινε σύννεφο, με διώξανε γιατί "δεν κάνεις, εσύ πρέπει να γίνεις δημόσιος υπάλληλος" και πήγα σ' ένα άλλο μπαράκι στη Νίκης, το Μιλκ, έπαιρνα τα ίδια λεφτά για να εξυπηρετώ το ένα εκατοστό του κόσμου...

Μιλκ... Από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της ζωής μου, δεν κράτησε βέβαια πάνω από έξι μήνες, μα γνώρισα δυο απ' τους πιο ενδιαφέροντες αντίθετους τύπους στη ζωή μου. Ξανάζησα τους ροκάδες και τους καρεκλάδες και την αιώνια διαμάχη του ροκ με τη ντίσκο, προσωποποιημένα στον Αντρέα και τον Άγγελο, έμαθα τους Chick Corea, Al di Meola, John Mclaughlin, Paco de Lucia, τους War, τους Kraftwerk, τους Odyssey, κι όλα αυτά σ' ένα λαχανί μαγαζί που δεν το έβαζε το μάτι σου, με τρελό γέλιο, ανέκδοτα, ιστορίες γι' αγρίους, τσάμπα ξύδια και κόσμο να μπαινοβγαίνει... Κι ύστερα ένα πρωί, αξημέρωτα για ένα νυχτόβιο μπάρμαν, εκεί γύρω στις 8 που ανοίγουν οι τράπεζες, ένα τηλέφωνο στο κινητό από μια φίλη απ' τα παλιά: "Καλημέρα συνάδελφε!", είπε και μέχρι να πάρω στροφές κόντεψα να κατουρηθώ απ' τη χαρά μου...

Ποιος θα στο 'λεγε, λεβέντη, ότι θα σε παίρναν στο Ίδρυμα και θα πετούσες από τη χαρά σου... Εθνικάριος η φίλη, είχα δώσει στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ για την τράπεζα αλλά δεν πίστευα ποτέ ότι υπήρχε περίπτωση να είναι αδιάβλητος και να πετύχαινα, αν και ήξερα πως είχα γράψει καλά... Ποιος θα στο 'λεγε πριν χρόνια και θα το πίστευες; Κι όμως, καμιά πενηνταριά βιογραφικά μετά χωρίς καμία ανταπόκριση, νταξ, για να μη λέω και ψέμματα, μια εταιρία είχε ανταποκριθεί, στέλνοντάς μου το βιογραφικό πίσω (!!!), πετούσα σου λέω...

Πρωταπριλιά μας πήρανε, σαν ψέμα. Κι ύστερα...

Ύστερα, έχει πολλή πορεία το θέμα. Και για να μην τα ξαναγράφω, mylopotamitis.blogspot.com

Έχει διάφορα κενά η αφήγηση, μπορεί να μην καταλάβεις και πολλά, όποιος κατάλαβε, κατάλαβε όμως.

Κιπ ρίντινγκ.

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Τριάντα...

Όλα ξεκίνησαν ένα Σαββατιάτικο πρωινό. Πρωινό αξημέρωτο, είχε δεν είχε ανατείλει ο ήλιος, βγήκα με φωνές και κλάματα. Τέσσερα κιλά και κάτι, παιδί ολόκληρο κατά τα λεγόμενα της μάνας, βιαζόμουν από τότε να μεγαλώσω. Ε, λοιπόν, μεγάλωσα.

Συγκεχυμένες αναμνήσεις, παιδικές φωτογραφίες και περιγραφές άλλων με φέρνουν στις πρώτες δικές μου εικόνες. Το σπίτι στο Μασταμπά, τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, η αυλή με την ελιά και τις καρέκλες κάτω απ’ αυτή, ο παππούς και η γιαγιά, η γειτονιά… Κι έπειτα, το χωριό. Τα χωράφια, τα δέντρα, άλλος παππούς και άλλη γιαγιά, το τζάκι στο σπίτι, το υπνοδωμάτιο που κοιμόμασταν όλοι μαζί, τα κατσικάκια που ταΐζαμε με το μπιμπερό, οι κότες, ο Ντικ… Μα πιο έντονα απ’ όλα από εκείνη την εποχή θυμάμαι τις μυρωδιές και τις γεύσεις. Το κατσικίσιο γάλα που μου έφερνε αναγούλα, τις τηγανιτές πατάτες της γιαγιάς στη φωτιά, τις οφτές πατάτες του παππού στη σόμπα, το πιάνο στο σπίτι της νονάς του αδερφού, τη μυρωδιά κάθε ανθρώπου που μ’ άγγιζε… Τα σκληρά γένια του παππού, που μύριζε τσιγάρο και τσικουδιά από τ’ ανοιχτά του πουκάμισα… Τα μαλακά χέρια του προπάππου του Πουλή, τυφλός, καθισμένος πάντα στον καναπέ, το χειροφίλημα στον άλλο παππού και τη γιαγιά στο χωριό και το αναπόφευκτο ζούληγμα απ’ όλους. Και κάτι επιστροφές με το αυτοκίνητο από το χωριό, συνήθως μεσημεριανές, οπωσδήποτε ζεστές και σίγουρα ανυπόφορες, ειδικά όταν είχε μπάλα στο ραδιόφωνο…

Ταξίδια στην Ελλάδα, μυρωδιές, χρώματα, εικόνες από μια ξένοιαστη περίοδο. Αγαπημένοι συγγενείς, οι ράγες του τρένου στο Κιάτο, το πανέμορφο σπίτι της θείας Νίκης, ο επιβλητικός θείος Κυριάκος, οι ξαδέρφες της μαμάς, το κολπάκι που κάναμε μπάνιο… Κι ύστερα το μαγαζάκι του μπαρμπα-Γιάννη στο Περιστέρι, ένα υπογειάκι γεμάτο μικρούς θησαυρούς για παιδιά… Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα πράσινα βατραχάκια με το έλασμα, όπως δε θα ξεχάσω τα όνειρα που έβλεπα παιδί, πως έπαιρνα φόρα εκεί στη Λυκοσούρας και πετούσα στην κατηφόρα. Η θεία Στέλλα και τα ξαδέρφια, ο άλλος προπάππους και η προγιαγιά η Ωραία Ελένη… Από τα ταξίδια θυμάμαι το σπήλαιο του Δυρού, γιατί μου είχε κάνει εντύπωση και τη Σπάρτη, γιατί εκεί έφαγα τα μούτρα μου… Την Κέρκυρα με τα παγωμένα νερά και τα πρωτοεμφανιζόμενα τότε γουότερσπορτς, μα όλα τα υπόλοιπα από φωτογραφίες μόνο και περιγραφές, γιατί τι μνήμη να έχει κανείς ως τα έξι του χρόνια;

Μετά αυτά σταμάτησαν. Τα ταξίδια, οι εκδρομές, μαζί μ’ αυτά και η ξεγνοιασιά των παιδικών χρόνων. Βιαζόμουν να μεγαλώσω, ήρθαν και τα χαστούκια της ζωής… Το πρωί σχολείο, το απόγευμα οικοδομή να βοηθάω το δάσκαλο, τους χειμώνες στο χωριό να μαζεύουμε ελιές, τα καλοκαίρια στον τρύγο, αγγλικά, γερμανικά, βαρούσα υπερωρίες να τα προλάβω όλα, είχα νεύρα, ήθελα να είμαι ο καλύτερος, ο πιο έξυπνος, ο πιο γρήγορος… Σπασικλάκι, μάλλον, όμως είχα και τα καλά μου. Δεδομένου ότι ήμουν καλός, διεκδικούσα κάθε σπιθαμή δίκιου που μου ανήκε, γιατί μου ανήκε δικαιωματικά, δεδομένου ότι ήμουν καλός. Το παιχνίδι σ’ αυτά τα χρόνια ήταν μάλλον σπάνιο, η μπάλα, από τις αλάνες -που εξαφανίζονταν σιγά-σιγά, μεταφέρθηκε στους δρόμους κι άρχισε να γίνεται επικίνδυνη, τα αμίλητα και ακίνητα μεσημέρια που κοιμόταν ο δάσκαλος, τα Μπλέηκ, Ποπάυ και λοιπά κόμικς που δανειζόμουν από το γείτονα, το εικοσάδραχμο που εξασφάλιζε κις, αμίτα και φοφίκο από το μαγαζάκι του κυρ-Γιώργου απέναντι από το σπίτι, η μανία μου για τα ηλεκτρονικά στο καφενείο του χωριού και οπουδήποτε αλλού, κάτι ονειρεμένα απογεύματα στο σπίτι του ξαδέρφου και μερικές ωραίες Κυριακές στην πισίνα του Απολλώνια…

Κι ύστερα μετακόμιση. Δικό μας σπίτι, το σπίτι μας, τι κλάματα εκείνο το πρώτο βράδυ στο καινούριο μου δωμάτιο, στο δικό μου δωμάτιο… Εφηβεία στα κοντά, γυμνασιακά χρόνια, να σου και οι πρώτοι έρωτες, φιλιά με τις ώρες, αγγίγματα και χάδια απονήρευτα, αγνά ερωτικά, δίχως ίχνος χυδαιότητας ή ακόμη και πονηριάς. Μπάσκετ έξω από το σπίτι και στο Τσαλικάκι, βόλτες με τα ποδήλατα, ανηφόρες και κατηφόρες με ονομασίες από τους Dukes of Hazard, Ο ιππότης της ασφάλτου, Ιζνογκούντ και ροκιές στο στερεοφωνικό, καλοκαίρια και χειμώνες, στιγμές οικογενειακές που μοιάζουν τόσο μακρινές… Μεγάλωσα.

Έπειτα, η μετανάστευση του αδερφού μου και η μοναξιά των λυκειακών χρόνων. Η μεταγραφή στο Πειραματικό στην τρίτη λυκείου, νέα πρόσωπα, νέες καταστάσεις, νέοι έρωτες μα και κάτι παλιοί, το φροντιστήριο Ορίζοντες, οι δάσκαλοι Μανδαλάκης και Τζεδάκη, που πολύ τους ευχαριστώ για το στίγμα που άφησαν στην προσωπικότητά μου, ατέλειωτα ξενύχτια σε διαβάσματα και διασκεδάσεις, μια ονειρική πενταήμερη στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα εξετάσεις… Ένα σκασμένο λάστιχο την πρώτη μέρα της Ιστορίας κι ένα σκασμένο τρέξιμο να προλάβω τις πόρτες του σχολείου… Το άγχος του δασκάλου, που έδινε εξετάσεις κι αυτός μαζί μου κι εκείνο το τελευταίο Σάββατο των μαθηματικών, που είδα τις πόρτες του πανεπιστημίου ν’ ανοίγουν διάπλατα μπροστά μου, μόλις βρήκα τη λύση στο 3ο θέμα, λεπτά πριν τελειώσει ο χρόνος…

Κι ύστερα, ξεγνοιασιά. Το πιο απροβλημάτιστο καλοκαίρι της ζωής μου, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς διάβασμα, ένα ταξίδι στη Ζάκυνθο με μια φίλη που έχει χαθεί πια, τα πρώτα μεροκάματα, ναυαγοσώστες γαρ στο Watercity με τον αδερφό και μια απίστευτη παρέα που έκανε τη δουλειά πραγματική διασκέδαση, νέες φιλίες, νέοι έρωτες και τ' αποτελέσματα μιας κοπιαστικής πορείας δώδεκα ετών, σα παλαιωμένο ουίσκι... Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων από το δάσκαλο, με εμφανή σημάδια απογοήτευσης στο πρόσωπό του, καθώς δεν έπιανα σχολές στην Αθήνα, ο εμφανής ενθουσιασμός μου για τις πιθανότητες να περάσω Θεσσαλονίκη και η επιβεβαίωση, όταν βγήκαν οι βάσεις.

Όοοοοοοοοοοοοοο, όοοοοοοοοοοοο,
όοοοοοοοοοοοοοοομορφη Θεσαλλονίιιιιιιιιιιιικη...

Αναγκάζομαι να διακόψω για διαφημίσεις, καθώς κάπου εδώ η αγωνία κορυφώνεται! Οι εξελίξεις ραγδαίες, η δράση καταιγιστική, πηγαίνετε τουαλέτα και μετά κυλικείο για ποπκόρν-λεμονάδα και τα ξαναλέμε...

Intermission-

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Ολομόναχος...

Έμαθα 'γω κι αμοναχός
και δεν παραπονούμαι
ελπίδες μπλιο δεν καρτερώ
και πράμα δε φοβούμαι...

Δεν ξέρω αν σε κατάλαβα, Παππού. Από μικρός τα λόγια σου με συνεπαίρνανε, μου έκανες παρέα ώρες ατέλειωτες, απ' τα Παλάτια της Κνωσσού ως την Ασκητική σου και την Αναφορά στο δικό σου Παππού. Μεγάλωσα μαζί σου και συχνά πυκνά σε ανέφερα, έλεγα ιστορίες σου στις παρέες μου. Ένιωθα μεγάλος απ' όταν ήμουνα μικρός, γιατί μου είχες μιλήσει εσύ. Κι ακόμη μου μιλάς σα να με ξέρεις, μπαίνεις στα τρίσβαθα της ψυχής μου, πιάνεις τον παλμό της και τον συνταράζεις... Να, κάπως έτσι:

"Μεσημέρι. Ένας βραχόκηπος στο βάθος ενός παλιού μοναστηριού. Μήτ΄ένα λουλούδι, μήτ' ένα πράσινο φύλλο, μήτε μια στάλα νερό. Τα δένδρα και τα λουλούδια πρασινίζουν κι ανθίζουν έξω από τον αψηλό αυστηρό τοίχο.

Ο κήπος αυτός είναι μια αμμοδερή έρημο, και στον άμμο της μια δεκαπενταριά βράχοι, μεγάλοι, μικροί, είναι σκορπισμένοι, θαρρείς, όπως έλαχε. Ο Κιζένος ποιητής που, εδώ και τρείς αιώνες, τον φιλοτέχνησε, είχε έναν ξεκάθαρο σκοπό: να υποβάλει την εικόνα μιας τίγρης που φεύγει.

Νοιώθεις ξάφνου, αλήθεια, πως αυτοί οι βράχοι είναι κυριευμένοι από πανικό, καθώς είναι έτσι ορμητικά γυρμένοι, κυλισμένοι ανάποδα, -ένα τρομερό και αόρατο όν πηδάει από τον έναν στον άλλο, και τους τραντάζει σύρριζα.

Μια τίγρη, ή ο Θάνατος, ή ο Ερωτας, ή ο Θεός.

Περπατώ μέσα σε αυτόν τον κήπο, κάτω από το κάθετο φώς, και πόθοι σκοτεινοί φωτίζουνται αγάλι-αγάλι μέσα μου και κρυσταλλώνονται γύρω από έναν σκληρό πυρήνα. Δε γνοιάζουμαι πια για την Αρχή ή για το Τέλος των πραγμάτων. Δεν κάνω πια καμιά υπόθεση. Καταφρονώ κάθε ελπίδα και κάθε βολική ανταρσία. Σκάβω τη γή, το δικό μας χωράφι. Βλέπω με τα μάτια μου, αγγίζω με τα χέρια μου: από την ανόργανη ύλη ίσαμε το φυτό, από το φυτό ίσαμε το ζώο, από το ζώο ίσαμε τον άνθρωπο -κάποιος ή κάτι, εδώ και χιλιάδες αιώνες, ανεβαίνει, ανεβαίνει με αγώνα.

Θέλω να ακολουθήσω το ρυθμό του, να ανέβω μαζί του, να ξεπεράσω τους γονιούς μου, να ξεπεράσω τον εαυτό μου, να παστρέψω μέσα στην καρδιά και στο νού μου το δρόμο για κείνον που ανεβαίνει.

Να πετάξω επιτέλους την ποίηση, την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την ευτυχία!

Να κοιτάξω κατάματα, χωρίς αντικαθρεφτίσματα από ομορφιά, καλοσύνη ή φόβο, την τρομακτική και υπέροχη πραγματικότητα.

Να κάμω λεύτερη καρδιά, κατά την εικόνα αυτού του Βραχόκηπου."*

Ίσως, τελικά, να μην πιάνεις τον παλμό της ψυχής μου. Ίσως να τον δίνεις.

Κι ως έλεγε κι ο φίλος σου ο Ζορμπάς,

Ολομόναχος,
Μυλοποταμίτης

Ώρα καλή!


* Ν. Καζαντζάκης, "Ο Βραχόκηπος"

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

On days like these...

Μια μικρή χαραμάδα στα στόρια ήταν αρκετή για το λαμπερό φως να μπει στο δωμάτιο. Είχαν γνώση οι φύλακες, όμως... Οι πορτοκαλί κουρτίνες έκαναν τη δουλειά τους, ερμητικά κλειστές, γλυκαίνοντας το φως που έμπαινε. Είχε πάει έντεκα, πρωί Κυριακής. Τα λάτρευε αυτά τα πρωινά, που είχε όλη τη μέρα μπροστά του...

Χουζούρεψε στο κρεβάτι για λίγο, υποθέτοντας το γαλάζιο τ' ουρανού έξω. Δεν της το είχε πει, θα ήταν έκπληξη. Πάτησε ξυπόλητος στο σκάκι κι ένιωσε με ευχαρίστηση τη δροσιά του πατώματος να τον διαπερνά. Στο μπάνιο συνάντησε τον ίδιο τύπο που έβλεπε κάθε πρωί, φρεσκαδούρα αυτή τη φορά από τον ύπνο. Κοιταχτήκανε στα μάτια, καλά ήταν κι οι δυο, άνοιξε τη βρύση κι άφησε να τρέξει παγωμένο νερό. Ανάγκη. Καφές και τσιγάρο. Ξανά στο σκάκι, κουζίνα αυτή τη φορά, κουμπί, κάψουλα, ποτήρι, ένας κύβος ζάχαρης, ξανά κουμπί, παγάκια, καλαμάκι, Nirvana Unplugged στο πικάπ και άπλετο φως από τα ανοιχτά παράθυρα. Τι όμορφη μέρα! Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, όπως τον είχε φανταστεί. Φυσούσε βοριαδάκι, ίσα για να καθαρίζει η ατμόσφαιρα και η δροσιά του έδινε ένα τελευταίο χειμωνιάτικο τόνο, σ' αυτή την ανοιξιάτικη μέρα.

Ήπιε γρήγορα τον καφέ του, αφού έριξε μια πεταχτή ματιά σε διάφορα ενδιαφέροντα κυριακάτικα νέα, κάπνιζοντας δυο τρία απανωτά στριφτά για να ξυπνήσει. Ήταν βιαστικός, ανυπομονούσε να τη συναντήσει. Είχε καιρό να βγει μαζί της και αισθανόταν την ανάγκη να την ξαναδεί, να την ακούσει, να την αγγίξει...

Η μυρωδιά της ήταν σαν την πρώτη φορά. Τον έκλεισε σε μια χαλαρή αγκαλιά κι εκείνος έσκυψε και τη φίλησε στο μέρος της καρδιάς. "Πάμε βόλτα;", τη ρώτησε. Δεν του είχε αρνηθεί ποτέ. Ξεκίνησαν μεσημεράκι με κατεύθυνση ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα μέχρι να βγουν από το αστικό τοπίο, σε μια συγκαταβατική, πρωινά κυριακάτικη σιωπή, που αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω της. Μόλις βγήκαν στην αγαπημένη του επαρχιακή διαδρομή, τη σιωπή έσπασε ένα τραγούδι. Του χαμογέλασε, παρόλο που το τραγούδι μιλούσε για κάποια άλλη... Εκείνος σταμάτησε για μια στιγμή, την κοίταξε και χωρίς να της πει κουβέντα την άρπαξε σ' ένα τρελό χορό, σιγοτραγουδώντας της...

"Questi giorni quando vieni il belle sole
la la la la la-la-la-la la la la la

On days like these when skies are blue and fields are green
I look around and think about what might have been
and then I hear sweet music float around my head
as I recall the many things we left unsaid
its on days like these that I remember
singing songs and drinking wine
while your eyes played games with mine

on days like these I wonder what became of you
maybe today you are singing songs with someone new
I'd like to think you're walking by those willow trees
remembering the love we knew on days like these
its on days like these that I remember
singing songs and drinking wine
while your eyes played games with mine

on days like these I wonder what became of you
maybe today you are singing songs with someone new

Questi giorni quando vieni il belle sole
la la la la la-la-la-la"

Το είχε δει σε ταινία στο σινεμά. Όχι, δηλαδή, στο σινεμά, γιατί η ταινία ήταν παλιά, αλλα σε ταινία του σινεμά, τότε που υπήρχαν κάτι ωραίοι, παλιοί τύποι, άντρες σωστοί, που ξέραν πως να συμπεριφερθούν. Αισθανόταν παλιός άνθρωπος, όχι παλιάνθρωπος. Όταν φτάσαν στο χωριό, η δροσιά από τον πλάτανο και το βοριαδάκι κατεύνασαν λίγο τους χυμούς στα ιδρωμένα από το χορό κορμιά. Κάθησε σε ένα καφενείο στην πλατεία και παρήγγειλε καφέ. Η ερώτηση της σερβιτόρας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.

"Η κοπέλα σου που είναι;"

Κάτι τέτοιες μέρες...



Ωδή στην Κυρία μου

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Υπουργείο προστασίας από τον Πολίτη...

Σ' αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και περνάνε, σχολιάζονται, γίνονται θύμησες ή ξεχνιούνται...

Ο θάνατος τριών συνανθρώπων μας, τριών εργατών, τριών υπαλλήλων σίγουρα δε μπορεί να μείνει ασχολίαστος. Όταν, όμως, έρχεται σε μια μέρα παλλαϊκής κινητοποίησης, μια μέρα αντίδρασης του λαού στο κατεστημένο, κάτι κρύβει πίσω του, πέρα από κάθε θεωρία συνωμοσίας

Ήταν μια εν ψυχρώ δολοφονία συνένοχων συμπολιτών μας. Δέχομαι την ευθύνη που φέρει ο καθένας μας για τη συμμετοχή του σε ένα κοινωνικό σύστημα που δεν έχει να επιδείξει και πολλά. Όμως, αυτή η εν ψυχρώ δολοφονία δεν είχε ως στόχο τους υπαλλήλους του συστήματος, ούτε καν το ίδιο το σύστημα. Είχε ξεκάθαρα στόχο να πλήξει την παλλαϊκή αντίδραση, την αντίσταση του απλού κόσμου σε όλα αυτά που συμβαίνουν. Κι εύκολα, με την παρούσα ηθική, καπέλωσε το γεγονός της αντίδρασης, το αμαύρωσε και το έκανε να φαίνεται σαν έγκλημα. Σε λίγο καιρό, κανείς δε θα θυμάται τη μεγαλειώδη συγκέντρωση που πραγματοποίησαν χιλιάδες, για το θάνατο τριών.

Εντωμεταξύ, οι εκδηλώσεις συμπάθειας περισσεύουν, απ' όλους, πολιτικούς, πολίτες της κοινωνικής δικτύωσης, τραπεζίτες, εργολάβους συνδικαλιστές... Και τώρα υπόσχονται όλοι αυτοί ότι θα προστατεύσουν τα δικαιώματα του λαού, τα οποία έξαφνα από κοινωνικοοικονομικά μετατράπηκαν σε βιολογικά... Θα προστατεύσουμε τη ζωή σας, ως βασικότερο αγαθό, τη ζωή σας που ξεφτιλίζουμε με το χειρότερο τρόπο, επιβάλλοντας χιλιόμετρα (γιατί αυτά δεν είναι μέτρα) εις βάρος των αποδοχών σας, της κοινωνικής σας ασφάλισης, της ιατροφαρμακευτικής σας περίθαλψης, της οποιαδήποτε ποιότητας ζωής, αλλά τη ζωή σας την ίδια, θα την προστατεύσουμε. Τιμητές της ζωής, σιχαμένα υποκείμενα, δεν έχει μείνει αξία που να μην την έχετε εξεφτελίσει στο χειρότερο βαθμό, εσείς πολιτικοί, δημοσιοκάφροι, παπαδαριό και οποιαδήποτε άλλη εξουσία υπάρχει σ' αυτόν τον γαμημένο πλανήτη, ο οποίος κατακλύζεται από πολίτες της κοινωνικής δικτύωσης, που εξαντλούν την αντίδρασή τους από ένα πληκτρολόγιο. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, σα να γυρίζει μπούμερανγκ στα μούτρα μου, αλλά δε βαριέσαι... Σκατά στα μούτρα μου κι εμένα για την αντίδρασή μου.

Πλέον, αφού σταματήσαμε το χρόνο στην Ελλάδα, το επόμενο βήμα είναι να τετραγωνίσουμε και τον κύκλο. Περπατώντας στην αγορά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, βλέπω αναρτημένη τη διαφήμιση "10ήμερο προσφορών". Ακόμη δεν έχουν περάσει. Και θα περάσουν αιώνες σ' αυτό το 10ήμερο, στο λέω να το ξέρεις. Ενδιαφέροντες καιροί, αν μη τι άλλο.

Στα δικά μου; Δεν έχει σημασία, το διασκεδάζω δεόντως! Κι είμαι χαρούμενος, γιατί δεν έχω τίποτα, αλλά είμαι τα πάντα.

Καληνύχτα, και καλή τύχη.

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Σαββατοκύριακα χωρίς ζωή...

Δυο τρεις κοινωνικές παρατηρήσεις, προτού πάω στα του Καίσαρος.

Έχει χαθεί τόσο πολύ η έννοια της γειτονιάς, που όταν δει κανείς μαζεμένους έξ' εφτά ανθρώπους στην είσοδο μιας οικοδομής ή σε ένα πάρκο, νομίζει πως είναι συμμορία μεταναστών. Όπως επεσήμανε και ο φίλος μου ο γιατρός, αφού γίναμε από δυο χωριά ρακοπιωμένοι και καλοταϊσμένοι, έχει χαθεί η έννοια του δημόσιου χώρου. Α, η κουβέντα ξεκίνησε αφού "καταλάγιασε η πείνα", κατά την ευφυέστατη ρήση του γιατρού...

Το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια απεικονίζεται γλαφυρότατα στους χώρους διασκέδασης. Οι οποίοι στεγάζονται ως επί το πλείστον σε χρεοκοπημένα βιομηχανικά κτίρια. Αυτή την τεχνογνωσία μπορούμε να την εξάγουμε; Σύσσωμη, όμως, μαζί με όλους όσους συχνάζουν σ' αυτά τα μέρη.

Μποτιλιαρισμένος Εγνατία και 3ης Σεπτεμβρίου, στην καρδιά της πανεπιστημιούπολης της χαλλλλλαρής θεςαλλοκαφενίκης, παρατηρούσα τους φοιτητές να περνοδιαβαίνουν. Άμα είδατε τσάντα φοιτητική, κανένα τετράδιο, ένα στυλό, ένα χαρτί έστω διπλωμένο στην κωλότσεπη, (αλλά και για να μη φανώ εκτός εποχής) ένα λάπτοπ, ένα πάλμτοπ, κάτι βρε αδερφέ, είδα κι εγώ. Στυλιζαρισμένοι ο καθής και ειδικά η καθεμιά στη μόδα τους, πρέπει να κρατούν σημειώσεις στα κινητά αφής ή να βιντεοσκοπούν τις παραδόσεις και να τις μελετούν στο σπίτι.

Στα του Καίσαρος, λοιπόν, καθόσον έχω να αιτιολογήσω και τον τίτλο της καταχώρησης. Πάει κάμποσος καιρός από τότε που στη μοναχική λιμνούλα μου εμφανίστηκε ένα ξωτικό. Βάτραχος, γαρ, αναμένοντας τη βασίλισσα που θα με μετατρέψει σε α-β-βασιλόπουλο, αραχτός πάνω στο νούφαρό μου, περίμενα πως και πως να έρθει κάτι ν' αλλάξει τα πράγματα. Ν' ανακινήσει τα νερά της λιμνούλας, που 'χαν γίνει καθρέφτης σε σκοτεινά, μοναχικά φεγγάρια του τελευταίου καιρού.

Ξωτικό κανονικό. Εμφανιζόταν πιο συχνά τη νύχτα, αφού είχαν κοιμηθεί όλοι και του άρεσε να συχνάζει στη λιμνούλα μου. Κι εγώ καθισμένος στο νούφαρό μου, του μιλούσα για μένα, για τη λιμνούλα μου, για τους φίλους μου (τα ζώα)... Ερχόταν κι έφευγε όπως επιθυμούσε, τα λόγια του ήταν ακριβά και μου μιλούσε για όλα τ' άλλα, μα πίσω απ' τα μάτια του είδα σκοτάδι, είδα βυθό και βούλιαξα.

Τι τα θέλεις; Νομίζεις πως τα ξωτικά θέλουν να είναι ξωτικά; Για ρώτησέ τα, αν τα συναντήσεις ποτέ. Ήρθε, ξανάρθε, μου έκλεψε τον ύπνο κι εγώ καθόμουν μαζί του και συζητούσα, γιατί κουνούσε τα νερά της λιμνούλας κι αποξεχνιόμουν, δεν κοιτούσα το είδωλό μου... Ήταν ευχάριστη η παρέα του, μα ζητούσε πολλά. Ζητούσε, σα να 'τανε ακόμα παιδάκι, τα ήθελε όλα, μα δεν έδινε τίποτα. Κι όλο χρησιμοποιούσε δικαιολογίες για να κρύψει το σκοτάδι στα μάτια του. Μα δεν άντεξα, μάλλον. Νάρκισσος του αέναου καθρεφτίσματος, έβαλα το ξωτικό να δει το πρόσωπό του στη λιμνούλα μου. Κοίταξε, μα δεν τρόμαξε. Κοίταξε, μα δεν είδε. Κι εξακολουθεί να εμφανίζεται, να κρυφοκοιτάει στη λιμνούλα μου, να μου πετάει δυο τρεις φευγάτες κουβέντες κι ύστερα πάλι να εξαφανίζεται, ξωτικό γαρ, του γλυκού και θολωμένου νερού. Ξέρει ακριβώς που να με βρει κι όμως με χάνει. Φαίνεται πως τα νερά της δικής μου λιμνούλας είναι καθαρά και παγωμένα και φοβάται να βουτήξει...

Στις απεριόριστες πιθανότητες έκβασης του κοινωνικού πειράματος, που περιμένω από ώρα σε ώρα να σκάσει μέσα στα χέρια μου. Στις δημιουργικές και καταστροφικές δυνάμεις που με κατακλύζουν. Στα σαββατοκύριακα χωρίς ζωή.

Ζωή,

διάφανη ζωή!

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Αναρτήσεις

Και να ΄μαι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου με το καινούριο μου παιχνίδι ανά χείρας, αλλά η αλήθεια είναι πως δε βολεύει και πολύ. Εξοικειώνομαι, πάντως...

Κάτι δεν πάει καλά, και στραβός είναι ο γιαλός και στραβά αρμενίζουμε. Αλλά δεν είμαι της παρούσης, χθεσινοβραδυνός γαρ, άρτι αφιχθείς από την πενταήμερη, με το Βασίλη, τον έρωτας είν΄ ο Γιάννης, τον Σάκη, τον Λάκη, τη Ραλλία και τους υπολοίπους συμμαθητές και φίλους, τη μαμά για κηδεμόνα και διαγωγή κοσμιοτάτη, αίεν αριστεύειν και του χρόνου, αμήν.

Καληνύχτα, και καλή τύχη. Θα επιστρέψω σε πρώτη ευκαιρία.

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Που ήμουν;

Περνάν οι μέρες, περνάν οι μήνες, περνάν τα χρόνια...

Πάνε ήδη πέντε χρόνια από τότε που ξεκίνησα δουλειά στο ίδρυμα, δώδεκα χρόνια από τότε που έφυγα από το πατρικό μου σπίτι, κοντά τριάντα από τότε που ήρθα στο μάταιο τούτο κόσμο... Ο χρόνος είναι αμείλικτος, δε σταματά ποτέ, παρά μόνο σε κάτι στιγμές που έρχονται ξανά και ξανά στη μνήμη, που μένουν χαραγμένες, αποτυπώσεις αιωνιότητας, προσπελάσιμες σε πρώτη ευκαιρία, να, σα να πούμε αυτή η καταχώρηση. Γι' αυτό και γω, σε κόντρα της ασθενούς μου μνήμης, στοιβάζω σκέψεις και λόγια εδώ μέσα, να μείνουν όσο κι εγώ εδώ, ίσως και περισσότερο, μιας και scripta manent, που λέγαν οι λατίνοι αιώνες πριν κι έμεινε για την αιωνιότητα.

Έχει έρθει η ώρα μου να πάψω να διαβάζω. Αν υπάρχει κάτι καινούριο που πρέπει να πω στον κόσμο, ήρθεν η ώρα του. Αλλά κι εδώ βλέπω το Τζίμη Πανούση να ξεπετάγεται με το Δούρειο Ήχο του, όπως κι οι λατίνοι λίγο πριν. Είμαι μια συνιστώσα δυνάμεων κι επιρροών, αυτή η συνιστώσα έχει άλλη τάση κι άλλη ροπή, όπως θα λέγαν κι οι μηχανολόγοι. Είμαι μια νέα δύναμη, προς άλλη κατεύθυνση από τις αρχικές που μου έδωσαν την ώθηση. Η επιτυχία μου θα είναι να δώσω ώθηση με τη σειρά μου σε άλλες δυνάμεις, δηλαδή σε άλλους ανθρώπους. Παλιότερα θεωρούσα κρίμα που υπάρχουν ελάχιστοι πλέον από δαύτους, όμως τελευταία προτιμώ να είναι λίγοι, λίγοι και καλοί.

Σε απάντηση του τίτλου, εδώ ήμουν, τουλάχιστον τον περισσότερο καιρό. Θα μπορούσα να εξαιρέσω κάτι στιγμές απίστευτης σούρας που δεν έβλεπα την τύφλα μου, αλλά ευτυχώς υπάρχουν οι φίλοι για να μου τις θυμίζουν, αν και εφόσον ήταν σε καλύτερη κατάσταση από εμένα... Εν γένει, όμως, ό,τι έγινε στο παρελθόν το θυμάμαι, κι αν δεν το θυμάμαι σίγουρα το κουβαλάω μαζί μου, γιατί όλα αυτά που συνέβησαν έπαιξαν το ρόλο τους σ' αυτό που είμαι. Αισθάνομαι μια βαθύτατη ικανοποίηση γι' αυτά που έχω ζήσει, χωρίς ίχνος έπαρσης ή ωραιοπάθειας, με μια βαθιά ψυχική ηρεμία και μια γαλήνη απέναντι στα βιώματά μου. Ακόμη κι αυτά που με πλήγωσαν, που με έκαναν να αισθανθώ πραγματικά άσχημα, δεν τα απορρίπτω, ίσα ίσα που τα θεωρώ εξίσου σημαντικά μ' εκείνα που μ' έκαναν εξαιρετικά ευτυχισμένο, ενδεχομένως και πιο διδακτικά, παρά το γεγονός ότι δε θεωρώ τον πόνο απαραίτητο στη διαδικασία της μάθησης. Τουλάχιστον εσχάτως.

Παρασκευή βράδυ απόψε, με τον John Jameson και τους αξιαγάπητους υιούς του για μια ακόμη φορά παρέα, τσιγάρο σέρτικο και Puressence στη μουσική. Τα υπόλοιπα δικά μου, κατάδικά μου, βιώματα που τα είδα γραμμένα και τα επιστρέφω. Βασιλάκο; Σε πείραξε το -άντα; Στο διάολο κι οι ευχές. Κι άλλο ένα, η ιστορία της ζωής μου. Συμπίπτω μ' αυτόν τον τύπο, αν και διατηρώ ακόμη το λογικό μου. Αλλά είμαι μόνος, όπως κι εκείνος. Παραθέτω:

"Μάσκες. Υπάρχουν γυναίκες που όσο κι αν ψάξει κανείς δεν έχουν μέσα τους τίποτε αλλά είναι σκέτες μάσκες. Είναι να λυπάται κανείς τον άνδρα που σχετίζεται με τέτοια -σχεδόν σα φαντάσματα, κατ' ανάγκη ανικανοποίητα- πλάσματα, ωστόσο ακριβώς αυτές μπορούν να διεγείρουν με τον πιο έντονο τρόπο τον πόθο του άνδρα: Ψάχνει να βρει την ψυχή τους - και ψάχνει ακατάπαυστα."

Φ. Νίτσε

Περί πρωτοτυπίας ούτε λόγος ακόμη. Μια βρισιά που δαγκώνω στα χείλη μου, πικρά απ' τα τσιγάρα και το ποτό.

Ζωή, όμορφη ζωή...

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Αθήνα

Μια χαβούζα της σύγχρονης παρακμής.

Στον ίδιο χώρο που γεννήθηκε ο πολιτισμός, η πραγματική δημοκρατία, η τραγωδία, μνημεία απίστευτου κάλλους, στον ίδιο χώρο που τα τελευταία δυόμιση χιλιάδες χρόνια έχουν επικρατήσει εγκέφαλοι με τεράστιους κάλους...

Διαβάζοντας για τον Επίκουρο από τον Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, σε μια σύντομη περιήγηση στα τεκταινόμενα του τότε παρελθόντος, του 5ου αιώνα προ Χριστού, που δε μπορώ να καταλάβω γιατί έχει επικρατήσει ως οριακό σημείο στην ανθρώπινη ιστορία αλλά το προσπερνώ, γιατί δεν ξέρω αν ήταν η χρονιά της μπεκάτσας ή η δυναστεία των Χου στο κινεζικό ημερολόγιο κι εν πάσει περιπτώσει για να γίνω κατανοητός, έστω λοιπόν, τον 5ο αιώνα προ του Μηδενός (ουφ!), υπήρξε για μερικά χρόνια δημοκρατία.

Σ' αυτά τα λίγα χρόνια ύπαρξης μιας πραγματικής δημοκρατίας, ο κόσμος μεταλλάχθηκε τόσο πολύ, που δε θα μπορούσε ποτέ πια να είναι ο ίδιος. Η δημιουργία έφτασε στο αποκορύφωμά της κι αυτό γιατί ακόμη και η ίδια η λέξη προέρχεται (τι αποκάλυψη κι αυτή, που παρότι βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, δεν έχουμε την παιδεία και την αντίληψη να το δούμε) από τις λέξεις δήμος και έργο, παράγω έργο δηλαδή για το δήμο. Αναρωτιέσαι ακόμα γιατί δεν υπάρχει δημιουργία σήμερα;

Εν πάσει περιπτώσει, εγώ πάλι καλά πέρασα, καθώς συνάντησα έναν επικούρειο φίλο μου και ζήσαμε την "Πανδαισία. Ένας κηπάκος, σύκα, λίγο τυρί και τρεις τέσσερις καλοί φίλοι - να ποια ήταν η τρυφή για τον Επίκουρο" (Φ. Νίτσε, Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο). Όπου κηπάκος βάλε το κέντρο της Αθήνας, σύκα και λίγο τυρί βάλε κάτι τζόνι μαύρα και άλλες ουσίες κι οινοπνεύματα, ενώ τους τρεις τέσσερις καλούς φίλους άστους ως έχουν. Κι ύστερα ένα χαμόγελο, δυο τρια χάδια ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα, νύχτες φιλοσοφίας στη Γλυφάδα κι ύστερα πάλι πίσω, στο τρένο της επιστροφής, κουβαλώντας την Πανδαισία μέσα μου και έχοντας δημιουργήσει, ασχολούμενος με το φως και την καταγραφή του.

Ως την επόμενη φορά...