Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Ολομόναχος...

Έμαθα 'γω κι αμοναχός
και δεν παραπονούμαι
ελπίδες μπλιο δεν καρτερώ
και πράμα δε φοβούμαι...

Δεν ξέρω αν σε κατάλαβα, Παππού. Από μικρός τα λόγια σου με συνεπαίρνανε, μου έκανες παρέα ώρες ατέλειωτες, απ' τα Παλάτια της Κνωσσού ως την Ασκητική σου και την Αναφορά στο δικό σου Παππού. Μεγάλωσα μαζί σου και συχνά πυκνά σε ανέφερα, έλεγα ιστορίες σου στις παρέες μου. Ένιωθα μεγάλος απ' όταν ήμουνα μικρός, γιατί μου είχες μιλήσει εσύ. Κι ακόμη μου μιλάς σα να με ξέρεις, μπαίνεις στα τρίσβαθα της ψυχής μου, πιάνεις τον παλμό της και τον συνταράζεις... Να, κάπως έτσι:

"Μεσημέρι. Ένας βραχόκηπος στο βάθος ενός παλιού μοναστηριού. Μήτ΄ένα λουλούδι, μήτ' ένα πράσινο φύλλο, μήτε μια στάλα νερό. Τα δένδρα και τα λουλούδια πρασινίζουν κι ανθίζουν έξω από τον αψηλό αυστηρό τοίχο.

Ο κήπος αυτός είναι μια αμμοδερή έρημο, και στον άμμο της μια δεκαπενταριά βράχοι, μεγάλοι, μικροί, είναι σκορπισμένοι, θαρρείς, όπως έλαχε. Ο Κιζένος ποιητής που, εδώ και τρείς αιώνες, τον φιλοτέχνησε, είχε έναν ξεκάθαρο σκοπό: να υποβάλει την εικόνα μιας τίγρης που φεύγει.

Νοιώθεις ξάφνου, αλήθεια, πως αυτοί οι βράχοι είναι κυριευμένοι από πανικό, καθώς είναι έτσι ορμητικά γυρμένοι, κυλισμένοι ανάποδα, -ένα τρομερό και αόρατο όν πηδάει από τον έναν στον άλλο, και τους τραντάζει σύρριζα.

Μια τίγρη, ή ο Θάνατος, ή ο Ερωτας, ή ο Θεός.

Περπατώ μέσα σε αυτόν τον κήπο, κάτω από το κάθετο φώς, και πόθοι σκοτεινοί φωτίζουνται αγάλι-αγάλι μέσα μου και κρυσταλλώνονται γύρω από έναν σκληρό πυρήνα. Δε γνοιάζουμαι πια για την Αρχή ή για το Τέλος των πραγμάτων. Δεν κάνω πια καμιά υπόθεση. Καταφρονώ κάθε ελπίδα και κάθε βολική ανταρσία. Σκάβω τη γή, το δικό μας χωράφι. Βλέπω με τα μάτια μου, αγγίζω με τα χέρια μου: από την ανόργανη ύλη ίσαμε το φυτό, από το φυτό ίσαμε το ζώο, από το ζώο ίσαμε τον άνθρωπο -κάποιος ή κάτι, εδώ και χιλιάδες αιώνες, ανεβαίνει, ανεβαίνει με αγώνα.

Θέλω να ακολουθήσω το ρυθμό του, να ανέβω μαζί του, να ξεπεράσω τους γονιούς μου, να ξεπεράσω τον εαυτό μου, να παστρέψω μέσα στην καρδιά και στο νού μου το δρόμο για κείνον που ανεβαίνει.

Να πετάξω επιτέλους την ποίηση, την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την ευτυχία!

Να κοιτάξω κατάματα, χωρίς αντικαθρεφτίσματα από ομορφιά, καλοσύνη ή φόβο, την τρομακτική και υπέροχη πραγματικότητα.

Να κάμω λεύτερη καρδιά, κατά την εικόνα αυτού του Βραχόκηπου."*

Ίσως, τελικά, να μην πιάνεις τον παλμό της ψυχής μου. Ίσως να τον δίνεις.

Κι ως έλεγε κι ο φίλος σου ο Ζορμπάς,

Ολομόναχος,
Μυλοποταμίτης

Ώρα καλή!


* Ν. Καζαντζάκης, "Ο Βραχόκηπος"

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

On days like these...

Μια μικρή χαραμάδα στα στόρια ήταν αρκετή για το λαμπερό φως να μπει στο δωμάτιο. Είχαν γνώση οι φύλακες, όμως... Οι πορτοκαλί κουρτίνες έκαναν τη δουλειά τους, ερμητικά κλειστές, γλυκαίνοντας το φως που έμπαινε. Είχε πάει έντεκα, πρωί Κυριακής. Τα λάτρευε αυτά τα πρωινά, που είχε όλη τη μέρα μπροστά του...

Χουζούρεψε στο κρεβάτι για λίγο, υποθέτοντας το γαλάζιο τ' ουρανού έξω. Δεν της το είχε πει, θα ήταν έκπληξη. Πάτησε ξυπόλητος στο σκάκι κι ένιωσε με ευχαρίστηση τη δροσιά του πατώματος να τον διαπερνά. Στο μπάνιο συνάντησε τον ίδιο τύπο που έβλεπε κάθε πρωί, φρεσκαδούρα αυτή τη φορά από τον ύπνο. Κοιταχτήκανε στα μάτια, καλά ήταν κι οι δυο, άνοιξε τη βρύση κι άφησε να τρέξει παγωμένο νερό. Ανάγκη. Καφές και τσιγάρο. Ξανά στο σκάκι, κουζίνα αυτή τη φορά, κουμπί, κάψουλα, ποτήρι, ένας κύβος ζάχαρης, ξανά κουμπί, παγάκια, καλαμάκι, Nirvana Unplugged στο πικάπ και άπλετο φως από τα ανοιχτά παράθυρα. Τι όμορφη μέρα! Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, όπως τον είχε φανταστεί. Φυσούσε βοριαδάκι, ίσα για να καθαρίζει η ατμόσφαιρα και η δροσιά του έδινε ένα τελευταίο χειμωνιάτικο τόνο, σ' αυτή την ανοιξιάτικη μέρα.

Ήπιε γρήγορα τον καφέ του, αφού έριξε μια πεταχτή ματιά σε διάφορα ενδιαφέροντα κυριακάτικα νέα, κάπνιζοντας δυο τρία απανωτά στριφτά για να ξυπνήσει. Ήταν βιαστικός, ανυπομονούσε να τη συναντήσει. Είχε καιρό να βγει μαζί της και αισθανόταν την ανάγκη να την ξαναδεί, να την ακούσει, να την αγγίξει...

Η μυρωδιά της ήταν σαν την πρώτη φορά. Τον έκλεισε σε μια χαλαρή αγκαλιά κι εκείνος έσκυψε και τη φίλησε στο μέρος της καρδιάς. "Πάμε βόλτα;", τη ρώτησε. Δεν του είχε αρνηθεί ποτέ. Ξεκίνησαν μεσημεράκι με κατεύθυνση ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα μέχρι να βγουν από το αστικό τοπίο, σε μια συγκαταβατική, πρωινά κυριακάτικη σιωπή, που αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω της. Μόλις βγήκαν στην αγαπημένη του επαρχιακή διαδρομή, τη σιωπή έσπασε ένα τραγούδι. Του χαμογέλασε, παρόλο που το τραγούδι μιλούσε για κάποια άλλη... Εκείνος σταμάτησε για μια στιγμή, την κοίταξε και χωρίς να της πει κουβέντα την άρπαξε σ' ένα τρελό χορό, σιγοτραγουδώντας της...

"Questi giorni quando vieni il belle sole
la la la la la-la-la-la la la la la

On days like these when skies are blue and fields are green
I look around and think about what might have been
and then I hear sweet music float around my head
as I recall the many things we left unsaid
its on days like these that I remember
singing songs and drinking wine
while your eyes played games with mine

on days like these I wonder what became of you
maybe today you are singing songs with someone new
I'd like to think you're walking by those willow trees
remembering the love we knew on days like these
its on days like these that I remember
singing songs and drinking wine
while your eyes played games with mine

on days like these I wonder what became of you
maybe today you are singing songs with someone new

Questi giorni quando vieni il belle sole
la la la la la-la-la-la"

Το είχε δει σε ταινία στο σινεμά. Όχι, δηλαδή, στο σινεμά, γιατί η ταινία ήταν παλιά, αλλα σε ταινία του σινεμά, τότε που υπήρχαν κάτι ωραίοι, παλιοί τύποι, άντρες σωστοί, που ξέραν πως να συμπεριφερθούν. Αισθανόταν παλιός άνθρωπος, όχι παλιάνθρωπος. Όταν φτάσαν στο χωριό, η δροσιά από τον πλάτανο και το βοριαδάκι κατεύνασαν λίγο τους χυμούς στα ιδρωμένα από το χορό κορμιά. Κάθησε σε ένα καφενείο στην πλατεία και παρήγγειλε καφέ. Η ερώτηση της σερβιτόρας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.

"Η κοπέλα σου που είναι;"

Κάτι τέτοιες μέρες...



Ωδή στην Κυρία μου

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Υπουργείο προστασίας από τον Πολίτη...

Σ' αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και περνάνε, σχολιάζονται, γίνονται θύμησες ή ξεχνιούνται...

Ο θάνατος τριών συνανθρώπων μας, τριών εργατών, τριών υπαλλήλων σίγουρα δε μπορεί να μείνει ασχολίαστος. Όταν, όμως, έρχεται σε μια μέρα παλλαϊκής κινητοποίησης, μια μέρα αντίδρασης του λαού στο κατεστημένο, κάτι κρύβει πίσω του, πέρα από κάθε θεωρία συνωμοσίας

Ήταν μια εν ψυχρώ δολοφονία συνένοχων συμπολιτών μας. Δέχομαι την ευθύνη που φέρει ο καθένας μας για τη συμμετοχή του σε ένα κοινωνικό σύστημα που δεν έχει να επιδείξει και πολλά. Όμως, αυτή η εν ψυχρώ δολοφονία δεν είχε ως στόχο τους υπαλλήλους του συστήματος, ούτε καν το ίδιο το σύστημα. Είχε ξεκάθαρα στόχο να πλήξει την παλλαϊκή αντίδραση, την αντίσταση του απλού κόσμου σε όλα αυτά που συμβαίνουν. Κι εύκολα, με την παρούσα ηθική, καπέλωσε το γεγονός της αντίδρασης, το αμαύρωσε και το έκανε να φαίνεται σαν έγκλημα. Σε λίγο καιρό, κανείς δε θα θυμάται τη μεγαλειώδη συγκέντρωση που πραγματοποίησαν χιλιάδες, για το θάνατο τριών.

Εντωμεταξύ, οι εκδηλώσεις συμπάθειας περισσεύουν, απ' όλους, πολιτικούς, πολίτες της κοινωνικής δικτύωσης, τραπεζίτες, εργολάβους συνδικαλιστές... Και τώρα υπόσχονται όλοι αυτοί ότι θα προστατεύσουν τα δικαιώματα του λαού, τα οποία έξαφνα από κοινωνικοοικονομικά μετατράπηκαν σε βιολογικά... Θα προστατεύσουμε τη ζωή σας, ως βασικότερο αγαθό, τη ζωή σας που ξεφτιλίζουμε με το χειρότερο τρόπο, επιβάλλοντας χιλιόμετρα (γιατί αυτά δεν είναι μέτρα) εις βάρος των αποδοχών σας, της κοινωνικής σας ασφάλισης, της ιατροφαρμακευτικής σας περίθαλψης, της οποιαδήποτε ποιότητας ζωής, αλλά τη ζωή σας την ίδια, θα την προστατεύσουμε. Τιμητές της ζωής, σιχαμένα υποκείμενα, δεν έχει μείνει αξία που να μην την έχετε εξεφτελίσει στο χειρότερο βαθμό, εσείς πολιτικοί, δημοσιοκάφροι, παπαδαριό και οποιαδήποτε άλλη εξουσία υπάρχει σ' αυτόν τον γαμημένο πλανήτη, ο οποίος κατακλύζεται από πολίτες της κοινωνικής δικτύωσης, που εξαντλούν την αντίδρασή τους από ένα πληκτρολόγιο. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, σα να γυρίζει μπούμερανγκ στα μούτρα μου, αλλά δε βαριέσαι... Σκατά στα μούτρα μου κι εμένα για την αντίδρασή μου.

Πλέον, αφού σταματήσαμε το χρόνο στην Ελλάδα, το επόμενο βήμα είναι να τετραγωνίσουμε και τον κύκλο. Περπατώντας στην αγορά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, βλέπω αναρτημένη τη διαφήμιση "10ήμερο προσφορών". Ακόμη δεν έχουν περάσει. Και θα περάσουν αιώνες σ' αυτό το 10ήμερο, στο λέω να το ξέρεις. Ενδιαφέροντες καιροί, αν μη τι άλλο.

Στα δικά μου; Δεν έχει σημασία, το διασκεδάζω δεόντως! Κι είμαι χαρούμενος, γιατί δεν έχω τίποτα, αλλά είμαι τα πάντα.

Καληνύχτα, και καλή τύχη.

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Σαββατοκύριακα χωρίς ζωή...

Δυο τρεις κοινωνικές παρατηρήσεις, προτού πάω στα του Καίσαρος.

Έχει χαθεί τόσο πολύ η έννοια της γειτονιάς, που όταν δει κανείς μαζεμένους έξ' εφτά ανθρώπους στην είσοδο μιας οικοδομής ή σε ένα πάρκο, νομίζει πως είναι συμμορία μεταναστών. Όπως επεσήμανε και ο φίλος μου ο γιατρός, αφού γίναμε από δυο χωριά ρακοπιωμένοι και καλοταϊσμένοι, έχει χαθεί η έννοια του δημόσιου χώρου. Α, η κουβέντα ξεκίνησε αφού "καταλάγιασε η πείνα", κατά την ευφυέστατη ρήση του γιατρού...

Το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια απεικονίζεται γλαφυρότατα στους χώρους διασκέδασης. Οι οποίοι στεγάζονται ως επί το πλείστον σε χρεοκοπημένα βιομηχανικά κτίρια. Αυτή την τεχνογνωσία μπορούμε να την εξάγουμε; Σύσσωμη, όμως, μαζί με όλους όσους συχνάζουν σ' αυτά τα μέρη.

Μποτιλιαρισμένος Εγνατία και 3ης Σεπτεμβρίου, στην καρδιά της πανεπιστημιούπολης της χαλλλλλαρής θεςαλλοκαφενίκης, παρατηρούσα τους φοιτητές να περνοδιαβαίνουν. Άμα είδατε τσάντα φοιτητική, κανένα τετράδιο, ένα στυλό, ένα χαρτί έστω διπλωμένο στην κωλότσεπη, (αλλά και για να μη φανώ εκτός εποχής) ένα λάπτοπ, ένα πάλμτοπ, κάτι βρε αδερφέ, είδα κι εγώ. Στυλιζαρισμένοι ο καθής και ειδικά η καθεμιά στη μόδα τους, πρέπει να κρατούν σημειώσεις στα κινητά αφής ή να βιντεοσκοπούν τις παραδόσεις και να τις μελετούν στο σπίτι.

Στα του Καίσαρος, λοιπόν, καθόσον έχω να αιτιολογήσω και τον τίτλο της καταχώρησης. Πάει κάμποσος καιρός από τότε που στη μοναχική λιμνούλα μου εμφανίστηκε ένα ξωτικό. Βάτραχος, γαρ, αναμένοντας τη βασίλισσα που θα με μετατρέψει σε α-β-βασιλόπουλο, αραχτός πάνω στο νούφαρό μου, περίμενα πως και πως να έρθει κάτι ν' αλλάξει τα πράγματα. Ν' ανακινήσει τα νερά της λιμνούλας, που 'χαν γίνει καθρέφτης σε σκοτεινά, μοναχικά φεγγάρια του τελευταίου καιρού.

Ξωτικό κανονικό. Εμφανιζόταν πιο συχνά τη νύχτα, αφού είχαν κοιμηθεί όλοι και του άρεσε να συχνάζει στη λιμνούλα μου. Κι εγώ καθισμένος στο νούφαρό μου, του μιλούσα για μένα, για τη λιμνούλα μου, για τους φίλους μου (τα ζώα)... Ερχόταν κι έφευγε όπως επιθυμούσε, τα λόγια του ήταν ακριβά και μου μιλούσε για όλα τ' άλλα, μα πίσω απ' τα μάτια του είδα σκοτάδι, είδα βυθό και βούλιαξα.

Τι τα θέλεις; Νομίζεις πως τα ξωτικά θέλουν να είναι ξωτικά; Για ρώτησέ τα, αν τα συναντήσεις ποτέ. Ήρθε, ξανάρθε, μου έκλεψε τον ύπνο κι εγώ καθόμουν μαζί του και συζητούσα, γιατί κουνούσε τα νερά της λιμνούλας κι αποξεχνιόμουν, δεν κοιτούσα το είδωλό μου... Ήταν ευχάριστη η παρέα του, μα ζητούσε πολλά. Ζητούσε, σα να 'τανε ακόμα παιδάκι, τα ήθελε όλα, μα δεν έδινε τίποτα. Κι όλο χρησιμοποιούσε δικαιολογίες για να κρύψει το σκοτάδι στα μάτια του. Μα δεν άντεξα, μάλλον. Νάρκισσος του αέναου καθρεφτίσματος, έβαλα το ξωτικό να δει το πρόσωπό του στη λιμνούλα μου. Κοίταξε, μα δεν τρόμαξε. Κοίταξε, μα δεν είδε. Κι εξακολουθεί να εμφανίζεται, να κρυφοκοιτάει στη λιμνούλα μου, να μου πετάει δυο τρεις φευγάτες κουβέντες κι ύστερα πάλι να εξαφανίζεται, ξωτικό γαρ, του γλυκού και θολωμένου νερού. Ξέρει ακριβώς που να με βρει κι όμως με χάνει. Φαίνεται πως τα νερά της δικής μου λιμνούλας είναι καθαρά και παγωμένα και φοβάται να βουτήξει...

Στις απεριόριστες πιθανότητες έκβασης του κοινωνικού πειράματος, που περιμένω από ώρα σε ώρα να σκάσει μέσα στα χέρια μου. Στις δημιουργικές και καταστροφικές δυνάμεις που με κατακλύζουν. Στα σαββατοκύριακα χωρίς ζωή.

Ζωή,

διάφανη ζωή!