Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Ταξιδεύοντας (μέρος δεύτερον)

Στα μισά των διακοπών μου, λοιπόν, Κυριακή πρωί, ξύπνησα ξανά κάτω απ' τη βουκαμβίλια, κάτω από την οποία γινόταν επίσης το πάρτυ γενεθλίων της προηγούμενης. Αγανάχτησα να διώξω τους μουσαφίρηδες από την ιδιότυπή μου κρεβατοκάμαρα, την οποία παρεμπιπτόντως όλοι ζήλεψαν, αλλά ευτυχώς κανένας δεν προτίμησε, άλλωστε ήταν και κατειλημμένη... Μετά από κάτι τελευταίες τσικουδιές, λοιπόν με τον Γ. και την Ε., ξεράθηκα, ενώ το πρωί δεν ενοχλήθηκα ούτε απ' τις ακτίνες του ηλίου, ούτε από το ζωικό βασίλειο που είχε ξυπνήσει γύρω μου... Κι είχα πει πως θα σηκωθώ νωρίς για φωτογραφίες. Τρομάρα μου. Ένεκα οι τσικουδιές, βλέπεις...

Αφού ξύπνησα και τον φίλο μου το Γ. και συνεννοήθηκα με τα παιδιά, αποφασίσαμε να φύγουμε για Παλαιόχωρα. Άφησα το αίσθημα κάτω από παχύ σκιανό και καβαλικέψαμε τον αγρότη, ο οποίος την προηγούμενη δια χειρός Μ. είχε γίνει κάμπριο στο πίσω δεξιά φιλιστρίνι, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια ν' ανοίξει το κεφάλι του Ο. με μια πέτρα... Καθ'οδόν για Παλαιόχωρα κι αφού τα ρεύματα αέρα από το σπασμένο φιλιστρίνι μας ενοχλούσαν, είπα εγώ ο μηχανολόγος ν' ανοίξω και το άλλο φιλιστρίνι, κάτι που έκανα αστραπιαία και αυθόρμητα, δημιουργώντας πανικό, φρένα, αλεξίπτωτα, άγκυρες και τα μπινελίκια του φίλου μου. Μετά έμαθα πως το αριστερό φιλιστρίνι είχε πρόβλημα σ' ένα μεντεσέ του, αλλά φταίει αυτός ο Μέρφυ, που πολλά ράμματα έχω για τη γούνα του, κι έτσι η πέτρα πήγε στο δεξί, το οποίο ήταν μια χαρά... Με το ένα να χάσκει και το άλλο -ευτυχώς- στη θέση του ξανά, συνεχίσαμε να ροβολάμε προς τη Νότια Κρήτη. Το πέρασμα της Παλαιόχωρας είναι το πιο βατό, χωρίς φαράγγι και πολλές στροφές, σχετικά άνετο μα δίχως την άγρια ομορφιά του Κουρταλιώτη, που είναι το πέρασμα για Μονή Πρέβελης και Πλακιά, ακριβώς κάτω από το Ρέθυμνο. Εκεί, καθώς έμαθα αργότερα, υπάρχει κι ένα σημείο όπου μπορείς να κατέβεις στο ποτάμι που διασχίζει το Κουρταλιώτικο φαράγγι και καταλήγει στην Πρέβελη, να περπατήσεις προς τα πίσω και να μπεις σε κάτι βάθρες, που σε οδηγούν σ' ένα σπήλαιο με καταρράκτη... Την επόμενη φορά, λοιπόν! Φτάνοντας στην Παλαιόχωρα, ο αέρας ήταν πάλι στα φόρτε του και η παραλία γυμνιστών που θέλαμε να αράξουμε πεδίο (αμμο)βολής, οπότε προτιμήσαμε τη Σκάλα, ένα γνωστό καφέ-μπαρ στο λιμάνι, όπου πλέον ήταν αργά για καφέ και ξεκινήσαμε τις μπύρες. Η μια έφερε την άλλη, ανταλλάξαμε και φωτογραφικές εμπειρίες με άλλους φίλους της φωτογραφίας και έκλεψα ένα ωραίο μάτι με φόντο θάλασσα. Από εκεί πήγαμε σε ένα τσικουδάδικο, όπου ξεγελάσαμε την πείνα μας με ένα σαντουιτσάκι και ντακάραμε τις τσικουδιές με τον Γ., όπου μας βρήκαν λίγο μετά και τα παιδιά, ήπιαμε μια και φύγανε, ενώ κάπου εκεί πρέπει να έφυγα κι εγώ και ό,τι θυμάμαι από τότε και μετά είναι κυρίως απ' τις φωτογραφίες που τράβηξα... Κάποια στιγμή πρέπει να γνωρίσαμε μια πολυεθνική, μια ιταλίδα, έναν ελληνοϊταλό παιδί παιδιών των λουλουδιών ονόματι Ήλιος(!!!) και δυο αυστριακές, ανεβήκαμε στο Κάστρο της Παλαιόχωρας και είδαμε τη δύση του ηλίου (όλα αυτά από φωτογραφίες), ενώ κάποια στιγμή πρέπει να πήγαμε για φαγητό, όπου μέσα στη σούρα μου και κοιτάζοντας τον κατάλογο που ήταν γραμμένος στα εγγλέζικα σε μαυροπίνακα και τον κουβαλούσε ο σερβιτόρος, κατάφερα να αντιληφθώ ότι είχαμε μπει σε ταϋλανδέζικο, που; Στην Παλαιόχωρα Χανίων και μετά από τόσες τσικουδιές... Όταν ήρθε το πιάτο μου, ένα κοτόπουλο καπνιστό με όλα τα χρώματα της ίριδας σε ζαρζαβάτι μέσα στο πιάτο και λίγο ρυζάκι βραστό, ξεκαθάρισα, όσο μπορούσα, λίγο κοτόπουλο καπνιστό με ρυζάκι, ό,τι πλησιέστερο δηλαδή μπορούσα να βρω σε λαπά για το στομάχι και έφαγα 2 μπουκιές...

Ξαφνικά, βρέθηκα σ' ένα μπαλκόνι. Το φεγγάρι απέναντι ήταν ένας τεράστιος ολόλαμπρος λευκός δίσκος στον κατασκότεινο ουρανό. Άξαφνα, μετά από μια στιγμιαία εκκωφαντική σιωπή, ακούστηκε ένας υπέρκωφος κρότος και μια πελώρια έκρηξη χώρισε αυτό το δίσκο στη μέση, με μια υπέρλαμπρη λάμψη που κράτησε αρκετή ώρα. Τα δυο μισοφέγγαρα άρχισαν να απομακρύνονται το ένα απ' το άλλο και η λάμψη να σβήνει σιγά σιγά, ενώ άρχισα να αισθάνομαι πως πλησιάζει το τέλος του κόσμου. Βγήκα στο δρόμο κι άρχισα να τρέχω. Μερικά λεπτά αργότερα, μικρά κομμάτια της σελήνης άρχισαν να πέφτουν στη γη. Μερικά έπεσαν πάνω στο πρόσωπό μου κι ένιωσα ένα γλυκό κάψιμο. Σταμάτησα μπροστά από μια τζαμαρία και κοιτάχτηκα. Το πρόσωπό μου, εκεί που είχαν πέσει τα κομμάτια της σελήνης, είχε πάρει μια μεταλλική υφή, ενώ στο άγγιγμα ήταν ακόμη απαλό... Άνοιξα τα χέρια, κοίταξα προς τον ουρανό και περίμενα όλο αυτό να τελειώσει, πλήρης ημερών και εμπειριών.

Ώρες αργότερα ξυπνούσα σε ένα δωμάτιο, όπου πρέπει να έμεναν οι ιταλοί της πολυεθνικής, αξημέρωτα, με τον αέρα να λυσσομανάει ακόμη και τον ουρανό στα καλύτερά του. Το αυγουστιάτικο φεγγάρι είχε δύσει (ή μήπως είχε διαλυθεί;) και πριν το λυκαυγές, είδα τα περισσότερα αστέρια που έχω δει σε βραδυνό ουρανό. Αφού περπάτησα άσκοπα ως το ξημέρωμα, χωρίς φωτογραφική μηχανή και μ' ένα κεφάλι γεμάτο χρυσάφι, επέστρεψα στο δωμάτιο όπου και συνέχισα να κοιμάμαι ως τις οχτώμιση, όταν άρχισε να χτυπάει μανιασμένα το ξυπνητήρι του Γ. Σηκωθήκαμε κακήν κακώς και καβαλικέψαμε τον αγρότη για την επιστροφή, καφέ από το πρώτο καφενείο που συναντήσαμε για το δρόμο, πολλά τσιγάρα και γέλια μέχρι κοιλόπονου σε όλη την επιστροφή, αφού μόνο απ' τα χνώτα μας κρατιόμασταν αρκούντως σουρωμένοι. Εβίβα και με τον καφέ, κι ας είναι γρουσουζιά, εμείς γελούσαμε σαν κοπέλια. Ο αέρας καλά κρατούσε και στην επιστροφή είχε δροσιά, ενώ κάτι σύννεφα έδιναν ωραίο τόνο στο φως του ήλιου. Ψηλά στην Κάντανο, το χωριό που κατέστρεψαν οι γερμανοί στο Β'Π.Π., αρχίσαμε να βλέπουμε το Κρητικό Πέλαγος και τον κόλπο της Κισσάμου. Επιστρέψαμε στο κτήμα Ε.Κ., όπου με βαριά καρδιά ετοίμασα τα πράγματά μου και αποχαιρετώντας τον κόσμο, έφυγα. Η επιστροφή στο Ηράκλειο ήταν μια ήσυχη βόλτα, με εξαίρεση λίγες στροφές μετά την Αγ. Πελαγία, όπου και έξυσα την αριστερή μου μπότα! Τα Pirelli Angel ST είναι καταπληκτικά λάστιχα, όταν ο δρόμος κάτω είναι της προκοπής. Γιατί όταν δεν είναι, οποιαδήποτε λάστιχα κι αν φοράς, δεν υπάρχει σωτηρία. Γραμμή στο ΠΑ.Γ.Ν.Η., όπου συνάντησα το γιατρό που με είχε εγχειρήσει 18 χρόνια πριν στο αυτί, καθηγητή πια, και με πέθανε στον πόνο. Αναρρόφηση, λέει, απ' το αυτί. Το σκέφτομαι ξανά κι ανατριχιάζω. Αφού μου έγραψαν και μια συνταγή, διόλου νόστιμη και με κάτι αλλοπρόσαλα συστατικά που δεν έχει αναφέρει ποτέ ο Μαμαλάκης, έφυγα για το πατρικό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας αποχαιρέτισα τους φίλους απ' το Βόλο, οι οποίοι πήραν το δρόμο της επιστροφής με βαριά καρδιά...

Οι διακοπές συνεχίστηκαν σε ήπιους τόνους, με πολλή γονική στοργή και περιποίηση, βόλτες στο Ηράκλειο και τα πέριξ του και χωρίς μπάνια στη θάλασσα, μιας και το αυτί είχε σηκώσει απαγορευτικό. Το πλάνο της επιστροφής είχε αναβληθεί οριστικά, μιας και τα σύκα, τα αχλάδια, τα σταφύλια και τα ροδάκινα του μπαμπά, καθώς και τα φαγητά της μαμάς ήταν πολύ δελεαστικά για να με κρατήσουν εκεί που βρισκόμουν, όπου η αγάπη είναι αυθόρμητη και πηγαία, χωρίς ανταλλάγματα και δεύτερες σκέψεις. Με λυμένα τα υπόλοιπα προβλήματα, λοιπόν, επικεντρώθηκα στη φωτογραφία τις επόμενες μέρες. Βραδιά πανσέληνου, βγήκαμε με το καρντάσι και κάτι φίλους και τις κυρίες και τα αισθήματά μας, πήγαμε στη Χερσόνησσο και πιάσαμε την ανατολή της, ενώ μετά ανεβήκαμε στο Μοχό για τη συνέχεια της φωτογραφίας στο φεγγαρόφως. Το αποτέλεσμα ήταν σχετικά καλό, αν και θα πρέπει να περιμένω ένα χρόνο ολόκληρο για να δοκιμάσω να το βελτιώσω...

Δυο μηνύματα την επόμενη μέρα πήγαν να ταράξουν για λίγο την ηρεμία των διακοπών, για λίγο όμως. Ζωή, ζωή σε λόγου μας... Τις υπόλοιπες μέρες δεν συνέβη κάτι άξιο αναφοράς, πλην της τελευταίας βραδιάς πριν φύγω από Ηράκλειο, όπου βγήκαμε με ένα φίλο και τα αισθήματά μας, ήπιαμε κάτι μπύρες στην Ενοδία και μετά πήγαμε στο λιμάνι για φωτογραφίες... Ενοδία και Παλιό Καφέ, τα δυο εναπομείναντα μαγαζιά που μπορεί να επιβιώσει κανείς στο Ηράκλειο. Τα υπόλοιπα μοιάζουν να έχουν βγει από το νεξτ τοπ μόντελ, το εξ φάκτορ και όλα αυτά τα αηδιαστικά σιχαμένα εμετικά λάηφστάηλ εκτρώματα της νεοηρακλειώτικης κοινωνίας.

Την Παρασκευή πήρα το καράβι της επιστροφής, ημερήσιο κι αυτό και το απόγευμα ήμουν στον Πειραιά. Γέμισμα στο Cyclon της Πειραιώς και στο... σπίτι μας στην Ερυθραία, για ένα ποτό στο Κολωνάκι και την άλλη μέρα αναχώρηση για την τελειωτική επιστροφή. 3 ώρες δρόμο μετά ήμουν στο σπίτι μου.

Και του χρόνου.