Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Τσικουδιές.

Έχοντας αφήσει τη θαλπωρή του αναμμένου τζακιού, κατέβηκα στο λιγότερα φιλόξενο ντίτζιταλ κόσμο του υπογείου και ταξιδεύω σε ραδιοκύματα, προσπαθώντας να κατεβάσω από την κούτρα μου δυο τρια λογάκια για να σε βάλω στο κλίμα.

Ευτυχώς, δεν έχουν βρει ακόμη τον τρόπο να πίνουν τσικουδιές μέσω διαδικτύου κι έτσι θα πρέπει να περάσεις κατ' ιδίαν να δοκιμάσεις τη φιλοξενία. Εχθροί εδώ μέσα δεν πρέπει να μπαίνουν, οπότε μιας και διαβάζεις, δεν περνάς να τα πιούμε κι από κοντά; Βέβαια, στον τόπο διανομής μου δε διαθέτω ένα βαλεράκι τσικουδιά αθοπηκευμένο ακριβώς πίθω μου, αλλά κάπως θα τη βολέψουμε.

Η τσικουδιά, που λες, φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Παραδόξως, οι ανθρώποι φύγανε αλλά εκείνη εξακολουθεί να επιδρά θετικά! Αν εξαιρέσεις τα δρομολόγια πηγαινέλα στο βαρελάκι γι' ανεφοδιασμό, καθώς δε διαθέτει την απαραίτητη φορητότητα που προβλέπει η εποχή, όλα βαίνουν καλώς και καθώς διαθέτω μόλις ένα ποτηράκι και έχω σπουδάσει λοτζίστικς στο πανεπιστήμιο, πίνω μια στο επιτόπου και παίρνω άλλη μια για το δρόμο. Άτιμη επιστήμη! Βέβαια, η κουβέντα είχε να κάνει με το πως φέρνει η τσικουδιά κοντά τους ανθρώπους. Παλαιώθεν, θα σου απαντήσω, μιας και μ' είχε ξαναβάλει στο σβούρο ο φίλος Ιορδάνης εκ του μακρώθεν... Υπενθυμίζω.

Απόψε ήταν εδώ. Κι αυτός, όπως και ο φίλος και παλιός συγκάτοικος από Θεσσαλονίκη Σερ Άντριους, όπως κι άλλοι φίλοι και φίλες, μπροστά στο τζάκι, με μεζέδες του δασκάλου και άφθονη τσικουδιά που πηγαινοερχόταν στον καταψύκτη, μέχρι που αποφασίσαμε να την πίνουμε σε Κ.Σ. Η κουβέντα κινήθηκε γύρω απ' το χάλι μας, εκεί περί τα τριάντα που διαβιούμε όλοι. Βεβαίως, το τελικό συμπέρασμα επικεντρώνεται στη φράση του Σερ Άντριους, "θέλει άντερα, τι κάνεις; Θα κριθούμε απ' την ιστορία..." Δεν ξέρω για σας, εγώ θα φορέσω τα καλά μου για να βγω ωραίος στη φωτογραφία. Α, και θα είμαι συνεπής στο ραντεβού. Μετά από πολλές φωνές και άπειρα γέλια, μιας και ο καθένας εδώ έχει τη δική του ισχυρή προσωπικότητα και τη δική του ανυπόστατη άποψη, την οποία υποστηρίζει μετά βδελυγμίας, καταλήξαμε να γελάμε μέχρι δακρύων με το Βουκολικόν Δράμα και την "πεξαίρεσις" του Σταυρίδη... Ορισμένα πράγματα δεν αλλάζουν σ' αυτό τον τόπο.

Αφού πόβγαλα, λοιπόν, τσι μουσαφίρηδες, κάθησα στον υπολογιστή ν' ακούσω τη μεταμεσονύχτια διαδικτυακή εκπομπή του Μώυ. Με τα πηγαινέλα στο βαρελάκι έχασα δυο τρία λόγια, μα κατάφερα κρυφακούγοντας να πάρω μερικές ανάσες ζωής κι αφιερώσεις, ένθεν κακείθεν. Στην παρέα ήρθε να προστεθεί και ο Μιχάλης από Πράγα, ουίσκια εκεί, τσικουδιές εδώ, μάλε-βράσε πάλι αύριο...

Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το Ηράκλειο ανυπόφορο και γιατί όχι, θα το κάνω. Με τους χωριαταρέους της κακής έννοιας να έχουνε πιάσει τα πόστα και κυκλοφορούν με τους κινητούς 4Χ4 ομαδικούς τάφους στους δρόμους, με τα νυχτερινά μαγαζιά να έχουν ενθουσιαστεί με το μεγαλείο του στίχου "στο πρώτο χτύπημα είμαι στην πόρτα" και να το παίζουν σε διασκευή μαγνητικού τομογράφου με βαρύτατες εγκεφαλικές κακώσεις τύπου μπιτ, με τις κατίνες με το κουτσομπολιό στο μάτι χαραγμένο και την ενιαία τιμή των τριών ευρώ σε βασικά είδη, βλ. σάντουιτς και πιτόγυρα πριν ή μετά το ξενύχτι, ακόμη και η μπύρα στο σουβλατζίδικο, τρία ευρώ, άσε τα κάστανα, κάνουνε πέντε. Μούτζα, ρε. Μούτζα.

Βέβαια, επανερχόμαστε στη ρήση του Σερ Άντριους: "Θέλει άντερα, τι κάνεις; Θα κριθούμε απ' την ιστορία..." Είτε θα τους αφήσουμε να επικρατήσουν, είτε θα βγούμε μπροστά για να σώσουμε αυτό το ρημαδοτόπο από τους καταπατητές της γης και τους καταχραστές της ξεχειλωμένης, ομολογουμένως, ηθικής μας. Πίσω και μας φάγατε, λαμόγια. Ουστ! Δυστυχώς, ο έλληνας σήμερα δεν αλλοτριώθηκε, απαλλοτριώθηκε. Πούλησε το κομματάκι ηθικής που του είχε απομείνει από τη φτωχολογιά που προηγήθηκε για να περάσει το τρένο της αλλαγής κι αγόρασε μια ελ εσ ντι οθόνη, για να πρεζάρεται κάθε νύχτα να μην τρέμη.

Ξυπνάτε! Και πιείτε καμιά τσικουδιά με φίλους, είναι αναζωογονητική!