Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Τριάντα... (μέρος δεύτερον)

Μετά το λύκειο, τι;

Εκείνο το ονειρεμένο καλοκαίρι έληξε με μια άσπρη τεκίλα. Πάρτυ αποχαιρετισμού για τους επιτυχόντες που ανοίγαμε πανιά, στο σπίτι μιας συμμαθήτριας, είχα καημό και πήγα από νωρίς με το παπί. Εκείνη την εποχή μου είχε κάνει η φίλη μου η Δήμητρα δώρο ένα μπρελόκ λούτρινο παπί, θα καταλάβεις στη συνέχεια γιατί αναφέρεται η σχετικά αδιάφορη αυτή πληροφορία... Μπαίνω στο σπίτι, βλέπω μια άσπρη κουέρβο, "λεμόνια έχουμε;" ρωτώ και βλέπω μια ολόκληρη λεμονιά στον κήπο πίσω. Μαχαίρι, φετούλες, αλάτι και στην πόρτα, τι διάολο με είχε πιάσει; Επί της υποδοχής, όποιος έμπαινε απαραιτήτως θα έπινε μαζί μου μια τεκίλα. Τα πάρτυ τότε ξεκινούσαν ώρες ανθρώπινες, βλ. 9 το βράδυ. Ε, κατά τις 10μισή, ήμουν αγκαλιά με τη λεκάνη. Έναν ελληνικό καφέ και πολλά μπλακ άουτ μετά, με στιγμές διαύγειας άπειρου γέλιου, με πλεον χαρακτηριστική την ατάκα του ταρίφα που θα με μετέφερε σπίτι "εγώ ΑΥΤΟΝ δεν τον βάζω μέσα!", με μια σακούλα του τζάμπο περασμένη από τ' αυτιά, με κόπους και βάσανα, με γύρισαν σπίτι τελικά δεν-ξέρω-πως-δεν-ξέρω-ποιος, με βάλαν στο κρεβάτι με τα ρούχα, μου βγάλαν τα παπούτσια, αφήσαν και τα κλειδιά με το μπρελόκ πάνω στο γραφείο και μ' αφήσαν να κοιμηθώ. Βγαίνει ο δάσκαλος κατά τις μια, δε βλέπει το παπί, σου λέει δε γύρισε ακόμη. Κατά τις δυο το ίδιο, κατά τις τρεις ανησύχησε. Μπαίνει στο δωμάτιο, ανάβει τα φώτα, τρεις λάμπες φθορίου που ώσπου ν' ανάψουν αναβοσβήναν κι εγώ έβλεπα αστραπόβροντα στην ημιθανή σούρα μου... "Που είναι ρε το παπι;" ρωτούσε ο δάσκαλος σηκωχτυπώντας με από το γιακά κι εγώ του απήντησα πως είναι στο γραφείο πάνω...

Τρεις μέρες μετά κι αφού δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα, μου είπε "Γεια" ξεπροβοδίζοντάς με για το νέο μου σπίτι, μακριά από την οικογενειακή εστία και την προστασία της, τη θαλπωρή της. Λογική αντίδραση γονέα, αν κάνει τέτοια εδώ που είμαστε κι εμείς, εκεί τι θα κάνει;

Τι να κάνει, όμως; Παιδάκι ακόμη, 18 χρονών, γιατί τη δεκαετία του '90 τα 18χρονα ήταν ακόμη παιδιά, άντε έφηβοι, δεν είναι σαν τα τσογλάνια που κυκλοφορούν σήμερα κι έχουν ξεσκολίσει από τα 14... Ή μήπως να είπα πολλά; Εν πάσει περιπτώσει, στο μικρό μου σπιτάκι, εκεί σ' ένα στενό Μπότσαρη με Όλγας, εσωτερικό να βλέπει στον ακάλυπτο, δεν πέρασε καιρός μέχρι τις παρυφές της σχιζοφρένειας. Άνοιγα τα παράθυρα και για να δω ουρανό, έπρεπε να κρεμαστώ από το μπαλκόνι και να κοιτάξω ίσα πάνω. Τι αλλαγή, από τη μονοκατοικία στα προάστια του Ηρακλείου, από τη φύση και την εξοχή... Στην πρώτη μου επιστροφή στην Κρήτη, θυμάμαι το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάρω εκείνη την αναλογική φωτογραφική μηχανή και να τραβάω φωτογραφίες βουνά και λαγκάδια, να τα βλέπω να ξεχνιέμαι.

Μόνος στο σπίτι. Οι πρώτες επαφές στη σχολή, οι πρώτες γνωριμίες, η πρώτη -και τελευταία- απογοήτευση. Δε μ' άρεσε. Δεν ήταν έτσι όπως το ονειρευόμουνα. Κόμματα, παρατάξεις, αηδία, σιχασιά, βαρετά μαθήματα, αποξενωμένοι καθηγητές, αποστάσεις αγεφύρωτες στο μυαλό μου... Χαλαρή παρέα με μερικούς συμφοιτητές, άλλο μήκος κύματος. Εκεί που βρήκα πραγματικούς φίλους, ενδιαφέροντες τύπους και απαντήσεις στην εσωτερική μου αναζήτηση, ήταν δυο μέρη. Το Μπόουλινγκ Σίτι, δίπλα στο σπίτι μου, εκεί που έκανα τις πρώτες μου γνωριμίες στην πόλη και η ΧΟΕ, μια χριστιανική οργάνωση που μου μ' έβαλε ν' αναζητήσω το Χριστό, μα εγώ βρήκα τον εαυτό μου...

Ο Στέλιος στο μπαρ, Τζιμ Μπιμ σε σφηνάκια, ατέλειωτες συζητήσεις περί ροκ μουσικής και πολλά τα-ξύδια, η Εύα, συντοπίτισσα και συνταξιδιώτισσα σ' εκείνα τα πρώτα χρόνια, ο "είμαι-εύκολος-φτηνός-ρηχός-και-ενίοτε-διεστραμμένος-ξεκινώντας-απ'-το-ξεφτίλας" Λεωνίδας, ο Σταύρος, ο Τάκης και οι υπόλοιποι τριανταφεύγα τύποι που συχνάζαν στο μπόουλινγκ και τους ακολουθούσα πιστά, σε συναυλίες στο Μύλο του Στεφανίδη, που όλα ήταν τσάμπα χάρις στον Τάκη, σε πρωταθλήματα μπόουλινγκ στην πόλη και εκτός, ωραία παρέα, ρουφούσα σαν το σφουγγάρι και ενίοτε έδινα κι εγώ τα φώτα μου, όπως τότε που τους σταύρωσα να πάμε στη συναυλία των Faithless και με κορόιδευαν, μέχρι που πήγαμε και χοροπηδούσανε σαν τα κατσίκια... Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Milo Z, Πανούσης, Κατσιμιχαίοι, Μαχαιρίτσας, και τι δεν είχα δει εκείνο τον πρώτο χρόνο μ' αυτή την παρέα! Κι εκείνη η συναυλία των Led Zeppelin, το The Song Remains The Same, που είδα από την πρώτη σειρά και μετά έκανα δυο μέρες να βγω απ' το σπίτι δι' ευνόητους λόγους. Ο νοών, νοείτω και ο μη νοών, ανόητος...

Δε θα ξεχάσω την πρώτη φορά που κατέβηκα στο κέντρο με το αστικό, βράδυ, με είχε καλέσει η καθηγήτριά μου η Τζεδάκη για φαγητό στη Μοδιάνο, αλλά έπρεπε να πάω από το σπίτι της κόρης της στη Ναυαρίνου. Το πρεζάκι που δάγκωνε το λάστιχο για να τρυπηθεί μόλις κατέβηκα απ' το λεωφορείο, εκεί στο πάρκο της ΧΑΝΘ, την τυροκαυτερή που δοκίμασα για πρώτη φορά κι έκλαιγα μισή ώρα, κι ως εκ τούτου έκτοτε την ερωτεύτηκα, καθώς μας μένουν αυτά που μας κάνουν να κλαίμε... Δε θα ξεχάσω επίσης τις πείνες της περιόδου εκείνης, τις ατέλειωτες μέρες χωρίς φράγκο στην τσέπη, τα πρώτα μακαρόνια που βγάζαν μάτι μέχρι να μάθω να τα βράζω, τα νερόβραστα κριθαράκια που με στέλναν με παραπεμπτικό στην τουαλέτα και τα ατέλειωτα λεπτά και δευτερόλεπτα μέχρι να περάσουν τα μεσάνυχτα και να πέσει η γαμημένη η βαλέρ στην Πειραιώς, να βγάλω το πεντοχίλιαρο και να πάω να φάω ένα γύρο που είχα ψωμολυσσάξει. Ωραίες εποχές!

Κι είμαι ακόμη στον πρώτο χρόνο;;; Ρε που θα πάει αυτή η ανάρτηση; Συνεχίζω επί τροχάδην.

Εκεί κάπου στα 20, μετά από δυο χρόνια ξεγνοιασιάς, εσωτερικής αναζήτησης και ρεμπελισμού, μια μετακόμιση μετά και με αλλαγές στις παρέες, με φίλους πλέον καλούς, ξαναρχίσαν τα χαστούκια της ζωής. Μια απόλυση στην οικογένεια, ο δάσκαλος στη σύνταξη, ο αδερφός για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο ξανά και η ανέχεια προ των πυλών. Την άλλη μέρα είχα δουλειά. Στο καινούριο μπόουλινγκ που άνοιγε στο εμπορικό κέντρο Μακεδονία, πρώτη επαφή με τον πραγματικό κόσμο της εργασίας, πολύς κόσμος, κλίκες, ισορροπίες, χτυπήματα κάτω από τη μέση αλλά και φραγκάκια, βιοπορισμός, άντε και κάτι γούστα... Στην αρχή στο μπαρ, μετά υποδοχή να δίνω διαδρόμους, μπιλιάρδα και παπούτσια, ήταν της μοδός το μπόουλινγκ και γινόταν καθημερινά πόλεμος με τους αμερικανοτσολιάδες, που λέει κι ο Τζιμάκος... Έξι μήνες κράτησε αυτή η δουλειά, μετά είπα να πάω σε δουλειά γραφείου γι' αλλαγή. Άλλους έξι μήνες κι εκεί, μετά ξανά πίσω στη σχολή, να τελειώνουμε, καθώς η ιστορία αυτή με πήγε πίσω στις σπουδές, μπροστά στη ζωή...

Δεν έζησα φοιτητική ζωή. Δε σύχναζα στο πανεπιστήμιο, δεν έκανα παρέα με συμφοιτητές, δεν έκανα τα πράγματα που έκαναν οι φοιτητές, δεν έπαιζα τάβλι, δεν ξενυχτούσα να ξυπνάω απομεσήμερο, δεν παρακολουθούσα μαθήματα, έκανα άλλα πράγματα. Μα δεν παραπονιέμαι, όλα έγιναν όπως έπρεπε. Ή όπως ήθελα. Δεν έχει και πολλή σημασία, έτσι έγιναν τα πράγματα.

Ξενοίκιασα στα τέσσερα χρόνια και έφυγα, γιατί πλέον ήξερα πως βγαίνει το ψωμί, μιας και είχα δουλέψει κάτι ατέλειωτα νυχτοκάματα στο φούρνο απέναντι από το σπίτι, με αποκορύφωμα εκείνη την αναθεματισμένη Κυριακή της Αποκριάς που βγάλαμε ένα τόνο λαγάνα για την Καθαρά Δευτέρα... Πίσω στην Κρήτη και μετά αναχώρηση για να υπηρετήσω τη μαμά πατρίδα, Θήβα, Ρόδος, Χανιά, μετά πάλι πίσω στο Ηράκλειο σε ατέρμονη αναζήτηση εργασίας και μέλλοντος. Δε χωρούσα, ήθελα να γυρίσω πίσω στη Θεσσαλονίκη, εκεί που ήταν οι φίλοι μου και η ζωή μου. Μαύρη πέτρα είχα ρίξει στο Ηράκλειο και μόλις επέστρεψα μου την πέταξε πίσω. Με βρήκε κατακέφαλα, πήρα κι εγώ μια βαλίτσα ρούχα να πάω να υπηρετήσω ξανά τη μαμά πατρίδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες ως εθελοντής και δε γύρισα ποτέ πίσω... Δε χαιρέτησα κανένα, δεν ήθελα να δώσω εξηγήσεις σε κανένα, πήρα το φευγιό μου κι έφυγα, μετά το πανηγύρι των ολυμπιακών ανέβηκα Θεσσαλονίκη και άρχισα να ψάχνω σπίτι και δουλειά. Βρήκα ένα υπογειάκι, που έγινε η φωλίτσα μου για τα επόμενα πέντε χρόνια, ξεκίνησα και δουλειά σε μια γαλέρα που λεγόταν κίτσεν μπαρ, χαιρετιόμασταν με τους συναδέλφους "γεια σου σκλάβε" - "γεια σου σκλάβε", δε με κρατήσανε πολύ γιατί έβλεπα, άκουγα αλλά μιλούσα κιόλας και η ρεμούλα πήγαινε σύννεφο, με διώξανε γιατί "δεν κάνεις, εσύ πρέπει να γίνεις δημόσιος υπάλληλος" και πήγα σ' ένα άλλο μπαράκι στη Νίκης, το Μιλκ, έπαιρνα τα ίδια λεφτά για να εξυπηρετώ το ένα εκατοστό του κόσμου...

Μιλκ... Από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της ζωής μου, δεν κράτησε βέβαια πάνω από έξι μήνες, μα γνώρισα δυο απ' τους πιο ενδιαφέροντες αντίθετους τύπους στη ζωή μου. Ξανάζησα τους ροκάδες και τους καρεκλάδες και την αιώνια διαμάχη του ροκ με τη ντίσκο, προσωποποιημένα στον Αντρέα και τον Άγγελο, έμαθα τους Chick Corea, Al di Meola, John Mclaughlin, Paco de Lucia, τους War, τους Kraftwerk, τους Odyssey, κι όλα αυτά σ' ένα λαχανί μαγαζί που δεν το έβαζε το μάτι σου, με τρελό γέλιο, ανέκδοτα, ιστορίες γι' αγρίους, τσάμπα ξύδια και κόσμο να μπαινοβγαίνει... Κι ύστερα ένα πρωί, αξημέρωτα για ένα νυχτόβιο μπάρμαν, εκεί γύρω στις 8 που ανοίγουν οι τράπεζες, ένα τηλέφωνο στο κινητό από μια φίλη απ' τα παλιά: "Καλημέρα συνάδελφε!", είπε και μέχρι να πάρω στροφές κόντεψα να κατουρηθώ απ' τη χαρά μου...

Ποιος θα στο 'λεγε, λεβέντη, ότι θα σε παίρναν στο Ίδρυμα και θα πετούσες από τη χαρά σου... Εθνικάριος η φίλη, είχα δώσει στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ για την τράπεζα αλλά δεν πίστευα ποτέ ότι υπήρχε περίπτωση να είναι αδιάβλητος και να πετύχαινα, αν και ήξερα πως είχα γράψει καλά... Ποιος θα στο 'λεγε πριν χρόνια και θα το πίστευες; Κι όμως, καμιά πενηνταριά βιογραφικά μετά χωρίς καμία ανταπόκριση, νταξ, για να μη λέω και ψέμματα, μια εταιρία είχε ανταποκριθεί, στέλνοντάς μου το βιογραφικό πίσω (!!!), πετούσα σου λέω...

Πρωταπριλιά μας πήρανε, σαν ψέμα. Κι ύστερα...

Ύστερα, έχει πολλή πορεία το θέμα. Και για να μην τα ξαναγράφω, mylopotamitis.blogspot.com

Έχει διάφορα κενά η αφήγηση, μπορεί να μην καταλάβεις και πολλά, όποιος κατάλαβε, κατάλαβε όμως.

Κιπ ρίντινγκ.

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Τριάντα...

Όλα ξεκίνησαν ένα Σαββατιάτικο πρωινό. Πρωινό αξημέρωτο, είχε δεν είχε ανατείλει ο ήλιος, βγήκα με φωνές και κλάματα. Τέσσερα κιλά και κάτι, παιδί ολόκληρο κατά τα λεγόμενα της μάνας, βιαζόμουν από τότε να μεγαλώσω. Ε, λοιπόν, μεγάλωσα.

Συγκεχυμένες αναμνήσεις, παιδικές φωτογραφίες και περιγραφές άλλων με φέρνουν στις πρώτες δικές μου εικόνες. Το σπίτι στο Μασταμπά, τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, η αυλή με την ελιά και τις καρέκλες κάτω απ’ αυτή, ο παππούς και η γιαγιά, η γειτονιά… Κι έπειτα, το χωριό. Τα χωράφια, τα δέντρα, άλλος παππούς και άλλη γιαγιά, το τζάκι στο σπίτι, το υπνοδωμάτιο που κοιμόμασταν όλοι μαζί, τα κατσικάκια που ταΐζαμε με το μπιμπερό, οι κότες, ο Ντικ… Μα πιο έντονα απ’ όλα από εκείνη την εποχή θυμάμαι τις μυρωδιές και τις γεύσεις. Το κατσικίσιο γάλα που μου έφερνε αναγούλα, τις τηγανιτές πατάτες της γιαγιάς στη φωτιά, τις οφτές πατάτες του παππού στη σόμπα, το πιάνο στο σπίτι της νονάς του αδερφού, τη μυρωδιά κάθε ανθρώπου που μ’ άγγιζε… Τα σκληρά γένια του παππού, που μύριζε τσιγάρο και τσικουδιά από τ’ ανοιχτά του πουκάμισα… Τα μαλακά χέρια του προπάππου του Πουλή, τυφλός, καθισμένος πάντα στον καναπέ, το χειροφίλημα στον άλλο παππού και τη γιαγιά στο χωριό και το αναπόφευκτο ζούληγμα απ’ όλους. Και κάτι επιστροφές με το αυτοκίνητο από το χωριό, συνήθως μεσημεριανές, οπωσδήποτε ζεστές και σίγουρα ανυπόφορες, ειδικά όταν είχε μπάλα στο ραδιόφωνο…

Ταξίδια στην Ελλάδα, μυρωδιές, χρώματα, εικόνες από μια ξένοιαστη περίοδο. Αγαπημένοι συγγενείς, οι ράγες του τρένου στο Κιάτο, το πανέμορφο σπίτι της θείας Νίκης, ο επιβλητικός θείος Κυριάκος, οι ξαδέρφες της μαμάς, το κολπάκι που κάναμε μπάνιο… Κι ύστερα το μαγαζάκι του μπαρμπα-Γιάννη στο Περιστέρι, ένα υπογειάκι γεμάτο μικρούς θησαυρούς για παιδιά… Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα πράσινα βατραχάκια με το έλασμα, όπως δε θα ξεχάσω τα όνειρα που έβλεπα παιδί, πως έπαιρνα φόρα εκεί στη Λυκοσούρας και πετούσα στην κατηφόρα. Η θεία Στέλλα και τα ξαδέρφια, ο άλλος προπάππους και η προγιαγιά η Ωραία Ελένη… Από τα ταξίδια θυμάμαι το σπήλαιο του Δυρού, γιατί μου είχε κάνει εντύπωση και τη Σπάρτη, γιατί εκεί έφαγα τα μούτρα μου… Την Κέρκυρα με τα παγωμένα νερά και τα πρωτοεμφανιζόμενα τότε γουότερσπορτς, μα όλα τα υπόλοιπα από φωτογραφίες μόνο και περιγραφές, γιατί τι μνήμη να έχει κανείς ως τα έξι του χρόνια;

Μετά αυτά σταμάτησαν. Τα ταξίδια, οι εκδρομές, μαζί μ’ αυτά και η ξεγνοιασιά των παιδικών χρόνων. Βιαζόμουν να μεγαλώσω, ήρθαν και τα χαστούκια της ζωής… Το πρωί σχολείο, το απόγευμα οικοδομή να βοηθάω το δάσκαλο, τους χειμώνες στο χωριό να μαζεύουμε ελιές, τα καλοκαίρια στον τρύγο, αγγλικά, γερμανικά, βαρούσα υπερωρίες να τα προλάβω όλα, είχα νεύρα, ήθελα να είμαι ο καλύτερος, ο πιο έξυπνος, ο πιο γρήγορος… Σπασικλάκι, μάλλον, όμως είχα και τα καλά μου. Δεδομένου ότι ήμουν καλός, διεκδικούσα κάθε σπιθαμή δίκιου που μου ανήκε, γιατί μου ανήκε δικαιωματικά, δεδομένου ότι ήμουν καλός. Το παιχνίδι σ’ αυτά τα χρόνια ήταν μάλλον σπάνιο, η μπάλα, από τις αλάνες -που εξαφανίζονταν σιγά-σιγά, μεταφέρθηκε στους δρόμους κι άρχισε να γίνεται επικίνδυνη, τα αμίλητα και ακίνητα μεσημέρια που κοιμόταν ο δάσκαλος, τα Μπλέηκ, Ποπάυ και λοιπά κόμικς που δανειζόμουν από το γείτονα, το εικοσάδραχμο που εξασφάλιζε κις, αμίτα και φοφίκο από το μαγαζάκι του κυρ-Γιώργου απέναντι από το σπίτι, η μανία μου για τα ηλεκτρονικά στο καφενείο του χωριού και οπουδήποτε αλλού, κάτι ονειρεμένα απογεύματα στο σπίτι του ξαδέρφου και μερικές ωραίες Κυριακές στην πισίνα του Απολλώνια…

Κι ύστερα μετακόμιση. Δικό μας σπίτι, το σπίτι μας, τι κλάματα εκείνο το πρώτο βράδυ στο καινούριο μου δωμάτιο, στο δικό μου δωμάτιο… Εφηβεία στα κοντά, γυμνασιακά χρόνια, να σου και οι πρώτοι έρωτες, φιλιά με τις ώρες, αγγίγματα και χάδια απονήρευτα, αγνά ερωτικά, δίχως ίχνος χυδαιότητας ή ακόμη και πονηριάς. Μπάσκετ έξω από το σπίτι και στο Τσαλικάκι, βόλτες με τα ποδήλατα, ανηφόρες και κατηφόρες με ονομασίες από τους Dukes of Hazard, Ο ιππότης της ασφάλτου, Ιζνογκούντ και ροκιές στο στερεοφωνικό, καλοκαίρια και χειμώνες, στιγμές οικογενειακές που μοιάζουν τόσο μακρινές… Μεγάλωσα.

Έπειτα, η μετανάστευση του αδερφού μου και η μοναξιά των λυκειακών χρόνων. Η μεταγραφή στο Πειραματικό στην τρίτη λυκείου, νέα πρόσωπα, νέες καταστάσεις, νέοι έρωτες μα και κάτι παλιοί, το φροντιστήριο Ορίζοντες, οι δάσκαλοι Μανδαλάκης και Τζεδάκη, που πολύ τους ευχαριστώ για το στίγμα που άφησαν στην προσωπικότητά μου, ατέλειωτα ξενύχτια σε διαβάσματα και διασκεδάσεις, μια ονειρική πενταήμερη στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα εξετάσεις… Ένα σκασμένο λάστιχο την πρώτη μέρα της Ιστορίας κι ένα σκασμένο τρέξιμο να προλάβω τις πόρτες του σχολείου… Το άγχος του δασκάλου, που έδινε εξετάσεις κι αυτός μαζί μου κι εκείνο το τελευταίο Σάββατο των μαθηματικών, που είδα τις πόρτες του πανεπιστημίου ν’ ανοίγουν διάπλατα μπροστά μου, μόλις βρήκα τη λύση στο 3ο θέμα, λεπτά πριν τελειώσει ο χρόνος…

Κι ύστερα, ξεγνοιασιά. Το πιο απροβλημάτιστο καλοκαίρι της ζωής μου, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς διάβασμα, ένα ταξίδι στη Ζάκυνθο με μια φίλη που έχει χαθεί πια, τα πρώτα μεροκάματα, ναυαγοσώστες γαρ στο Watercity με τον αδερφό και μια απίστευτη παρέα που έκανε τη δουλειά πραγματική διασκέδαση, νέες φιλίες, νέοι έρωτες και τ' αποτελέσματα μιας κοπιαστικής πορείας δώδεκα ετών, σα παλαιωμένο ουίσκι... Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων από το δάσκαλο, με εμφανή σημάδια απογοήτευσης στο πρόσωπό του, καθώς δεν έπιανα σχολές στην Αθήνα, ο εμφανής ενθουσιασμός μου για τις πιθανότητες να περάσω Θεσσαλονίκη και η επιβεβαίωση, όταν βγήκαν οι βάσεις.

Όοοοοοοοοοοοοοο, όοοοοοοοοοοοο,
όοοοοοοοοοοοοοοομορφη Θεσαλλονίιιιιιιιιιιιικη...

Αναγκάζομαι να διακόψω για διαφημίσεις, καθώς κάπου εδώ η αγωνία κορυφώνεται! Οι εξελίξεις ραγδαίες, η δράση καταιγιστική, πηγαίνετε τουαλέτα και μετά κυλικείο για ποπκόρν-λεμονάδα και τα ξαναλέμε...

Intermission-