Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Σαββατοκύριακα χωρίς ζωή...

Δυο τρεις κοινωνικές παρατηρήσεις, προτού πάω στα του Καίσαρος.

Έχει χαθεί τόσο πολύ η έννοια της γειτονιάς, που όταν δει κανείς μαζεμένους έξ' εφτά ανθρώπους στην είσοδο μιας οικοδομής ή σε ένα πάρκο, νομίζει πως είναι συμμορία μεταναστών. Όπως επεσήμανε και ο φίλος μου ο γιατρός, αφού γίναμε από δυο χωριά ρακοπιωμένοι και καλοταϊσμένοι, έχει χαθεί η έννοια του δημόσιου χώρου. Α, η κουβέντα ξεκίνησε αφού "καταλάγιασε η πείνα", κατά την ευφυέστατη ρήση του γιατρού...

Το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια απεικονίζεται γλαφυρότατα στους χώρους διασκέδασης. Οι οποίοι στεγάζονται ως επί το πλείστον σε χρεοκοπημένα βιομηχανικά κτίρια. Αυτή την τεχνογνωσία μπορούμε να την εξάγουμε; Σύσσωμη, όμως, μαζί με όλους όσους συχνάζουν σ' αυτά τα μέρη.

Μποτιλιαρισμένος Εγνατία και 3ης Σεπτεμβρίου, στην καρδιά της πανεπιστημιούπολης της χαλλλλλαρής θεςαλλοκαφενίκης, παρατηρούσα τους φοιτητές να περνοδιαβαίνουν. Άμα είδατε τσάντα φοιτητική, κανένα τετράδιο, ένα στυλό, ένα χαρτί έστω διπλωμένο στην κωλότσεπη, (αλλά και για να μη φανώ εκτός εποχής) ένα λάπτοπ, ένα πάλμτοπ, κάτι βρε αδερφέ, είδα κι εγώ. Στυλιζαρισμένοι ο καθής και ειδικά η καθεμιά στη μόδα τους, πρέπει να κρατούν σημειώσεις στα κινητά αφής ή να βιντεοσκοπούν τις παραδόσεις και να τις μελετούν στο σπίτι.

Στα του Καίσαρος, λοιπόν, καθόσον έχω να αιτιολογήσω και τον τίτλο της καταχώρησης. Πάει κάμποσος καιρός από τότε που στη μοναχική λιμνούλα μου εμφανίστηκε ένα ξωτικό. Βάτραχος, γαρ, αναμένοντας τη βασίλισσα που θα με μετατρέψει σε α-β-βασιλόπουλο, αραχτός πάνω στο νούφαρό μου, περίμενα πως και πως να έρθει κάτι ν' αλλάξει τα πράγματα. Ν' ανακινήσει τα νερά της λιμνούλας, που 'χαν γίνει καθρέφτης σε σκοτεινά, μοναχικά φεγγάρια του τελευταίου καιρού.

Ξωτικό κανονικό. Εμφανιζόταν πιο συχνά τη νύχτα, αφού είχαν κοιμηθεί όλοι και του άρεσε να συχνάζει στη λιμνούλα μου. Κι εγώ καθισμένος στο νούφαρό μου, του μιλούσα για μένα, για τη λιμνούλα μου, για τους φίλους μου (τα ζώα)... Ερχόταν κι έφευγε όπως επιθυμούσε, τα λόγια του ήταν ακριβά και μου μιλούσε για όλα τ' άλλα, μα πίσω απ' τα μάτια του είδα σκοτάδι, είδα βυθό και βούλιαξα.

Τι τα θέλεις; Νομίζεις πως τα ξωτικά θέλουν να είναι ξωτικά; Για ρώτησέ τα, αν τα συναντήσεις ποτέ. Ήρθε, ξανάρθε, μου έκλεψε τον ύπνο κι εγώ καθόμουν μαζί του και συζητούσα, γιατί κουνούσε τα νερά της λιμνούλας κι αποξεχνιόμουν, δεν κοιτούσα το είδωλό μου... Ήταν ευχάριστη η παρέα του, μα ζητούσε πολλά. Ζητούσε, σα να 'τανε ακόμα παιδάκι, τα ήθελε όλα, μα δεν έδινε τίποτα. Κι όλο χρησιμοποιούσε δικαιολογίες για να κρύψει το σκοτάδι στα μάτια του. Μα δεν άντεξα, μάλλον. Νάρκισσος του αέναου καθρεφτίσματος, έβαλα το ξωτικό να δει το πρόσωπό του στη λιμνούλα μου. Κοίταξε, μα δεν τρόμαξε. Κοίταξε, μα δεν είδε. Κι εξακολουθεί να εμφανίζεται, να κρυφοκοιτάει στη λιμνούλα μου, να μου πετάει δυο τρεις φευγάτες κουβέντες κι ύστερα πάλι να εξαφανίζεται, ξωτικό γαρ, του γλυκού και θολωμένου νερού. Ξέρει ακριβώς που να με βρει κι όμως με χάνει. Φαίνεται πως τα νερά της δικής μου λιμνούλας είναι καθαρά και παγωμένα και φοβάται να βουτήξει...

Στις απεριόριστες πιθανότητες έκβασης του κοινωνικού πειράματος, που περιμένω από ώρα σε ώρα να σκάσει μέσα στα χέρια μου. Στις δημιουργικές και καταστροφικές δυνάμεις που με κατακλύζουν. Στα σαββατοκύριακα χωρίς ζωή.

Ζωή,

διάφανη ζωή!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου