Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Ταξιδεύοντας

Μεσημέρι. Ήλιος καυτός, ζέστη και υγρασία. Όχι και οι καλύτερες συνθήκες για να φοράς μπότες, μπουφάν, κράνος και γάντια, μακρύ παντελόνι και τα λοιπά. Μόλις ρολάρεις, όμως, ξεχνάς τα πάντα.

Βενζίνη λαιμό και φύγαμε για πολλά χιλιόμετρα. Φρέσκα λάστιχα, για τα οποία θα αναφερθώ εκτενώς ακολούθως, 23.487 στο κοντέρ και η μισητή Θεσσαλονίκη - Αθήνα μπροστά μου, Παρασκευή απόγευμα, με διαφορετικό ενδιαφέρον, παραταύτα! Αφού πλήρωσα, λοιπόν, στα διόδια των Μαλγάρων κύριος, μετά επαναστάτησα και με το φλάμπουρο της λεφτεριάς κατέβηκα ως το κλεινόν άστυ χωρίς να δώσω δεκάρα τσακιστή στις Α.Ε. που έχουν προκόψει να φτιάχνουν διόδια, αλλά ένα καινούριο κομμάτι εδώ και δυο χρόνια δεν έχουν παραδώσει. Νενικήκαμεν!

Άφιξη στην Αθήνα λοιπόν, με τους φίλτατους Δ. και Β. να με περιμένουν σπίτι ντυμένοι κομμάντα που είχαν κάνει μόλις απόβαση στη Ν. Μάκρη, κουβεντούλα και κάτι κοψίδια τρικούβερτα, παραμονή της Παναγίας. Κι ύστερα ένα χαμόγελο, μια αναλαμπή και ένας απαιτούμενος ανεφοδιασμός στο Cyclon της Πειραιώς μας έφεραν για βόλτα 30χλμ μακριά, στη Γλυφάδα και το Rich. Το χαμόγελο που λέγαμε ήταν από εκείνα που φτάνουν ως τα αυτιά, ξέρεις, αστραφτερό, πηγαίο, αυθόρμητο, συναισθηματικό... Μια υπέροχη βραδιά, με ίντριγκες και γυναικεία συζήτηση την οποία παρακολούθησα ωσάν φάντασμα, συμμετέχοντας βέβαια που και που για να ρίχνω λάδι στη φωτιά και μια άλλη συζήτηση, μια βόλτα με το αμάξι και η αμηχανία εκείνη, ξέρεις, εκείνη που σου σφίγγει το στομάχι και που κάνει την καρδούλα σου να πεταρίζει; Αμ ο κόμπος στη γλώσσα; Ανίκανος να αντιδράσω στο απονευρωτικοχαυνωτικοαναπηρικό σοκ, η αγκαλιά ήταν αδέξια, τα φιλιά στο μάγουλο και ο αποχαιρετισμός "θα ήταν καλύτερα να είχες φύγει 10 λεπτά νωρίτερα, όταν η βλακεία μου ξεκίνησε να αναπτύσσεται με γεωμετρική πρόοδο ανά δευτερόλεπτο", αλλά ευτυχώς, δεν ξεστόμισα καμιά τέτοια βλακεία. Υπέροχα!

Κι ύστερα, ξύπνημα, φόρτωμα και βουρ Πειραιά, 36 βαθμοί στις 9:30 το πρωί, καλά που έφευγα... Στο καράβι κατάστρωμα, ξάπλα μια δυο ωρίτσες κι ύστερα χάζι και διάβασμα, φωτογραφίες και φτάσαμε. Παντέρμη Κρήτη! Βουρ στο σπίτι για φαΐ κι ύστερα βόλτα με την κυρία του αδερφού, που από την πολλή καλοπέραση και την περιποίηση, δείχνει 10 χρόνια νεότερη, άσε που άνοιξε και ο λαιμός της και κελαηδάει... Βόλτα στο χωριό, σε μια εκδήλωση για ένα μεγάλο κρητικό καταπώς λένε, τον Κωστή το Φραγκούλη, τον οποίο δε γνωρίζω για να έχω ιδία άποψη. Όσο πολιτισμένα πολιτισμική κι αν είναι μια εκδήλωση στην Κρήτη, άμα δε βγει το κρέας, ο κόσμος δε φεύγει κι έτσι εν ριπή οφθαλμού η πλατεία κάτω από τον πλάτανο μετατράπη από ήσυχο ακροατήριο, που μέχρι προ ολίγου άκουγε με κατάνυξη τις περιγραφές και τη φοβερή μουσική επένδυση του συγχωριανού μου Χ. Ζηδιανάκη, σε έναν πανζουρλισμό στήσε τραπέζι πάρε παραγγελία σέρβιρε κάτσε πιες μια μπυρα φέρε ποτήρια βγάλε το φρούτο ξανασύνδεσε τα όργανα - πανηγύρι. Γελάσαμε με την καρδιά μας με το πιτήδειο μαχαιράκι του αδερφού μου, ακούσαμε τα κοπέλια του προέδρου/αντιδημάρχου να παίζουν κρητική μουσική και ταλιμπάν και ταλιμπάν...

Τρέχα το, τρέχα το γιατί είσαι ακόμα στην πρώτη μέρα. Οι επόμενες πέρασαν σε οικογενειακή θαλπωρή, με μπανάκι στις γύρω παραλίες και φαΐ μέχρι σκασμού. Τρίτη ήταν προγραμματισμένο το επόμενο ταξιδάκι. Ελούντα για να συναντήσω ένα φιλικό ζευγάρι και μετά βουρ για το φοινικόδασος του Βάι. Στη διαδρομή σταματήσαμε στη μονή Τοπλού, όπου το πρώτο πράγμα που είδαμε ήταν το καφενείο, όπου πήγαμε και τρυπώσαμε για κάτι δροσιστικό, μετά αποφασίσαμε ότι ψιλοπεινούσαμε κιόλας και μέσα σε λίγα λεπτά το τραπέζι ήταν γεμάτο κρητικά εδέσματα: χορτοπιτάκια, τυροπιτάκια, ανθόγαλα, μια χωριάτικη και κάτι σουτζουκάκια σμυρναίικα, με ατραξιόν την ομελέτα με σπαράγγια, η οποία ήταν ένα όνειρο. Οι μπύρες ήταν καλά παγωμένες, το καφενείο άξιζε και του πήρα πολλές φωτογραφίες, ο παππούς και η γιαγιά που το κάνανε (στα χωριά συνηθίζεται το "αυτός κάνει το καφενείο"), με τρελές ατάκες τύπου: "Σας άρεσε παιδιά το φαγητο;" "Ναι, ήταν όλα υπέροχα!" "Ναι, γι' αυτό τ' αφήσατε." Φωτογραφίες στη μονή κι ύστερα Βάι, μπανάκι, κόντρα φωτογραφίες και μετά αναχώρηση για το νοτιοανατολικότερο σημείο της Κρήτης, τον Ξερόκαμπο. Στη διακλάδωση έξω απ' το Βάι βλέπω μια πινακίδα Ίτανος και προτού αναρωτηθώ καν, στρίβω προς το Βορρά κι ακολουθώ μια παραθαλάσσια διαδρομή που καταλήγει στο βορειοανατολικότερο ακρωτήρι της Κρήτης, μια άγρια γη που επιβιώνει στις χιλιετηρίδες των ανέμων και των κυμάτων και σου επιτρέπει να κοιτάξεις και να δεις το κορμί της μάνας γης να ξαπλώνει προς τα δυτικά και τα νότια, λαμπυριζούντος και σελαγιζούντος το ηλίου που πήγαινε να πέσει για ύπνο. Η νύχτα ερχόταν και είχα δρόμο ακόμη μπροστά μου, μιας και στην προηγούμενη διασταύρωση είχα πάρει "λάθος" κατεύθυνση... Βιαστικά πια, έφτασα στον Ξερόκαμπο μόλις έπεσε το σκοτάδι, αφού διέσχισα μια όμορφη διαδρομή από Βάι μέσω Ζάκρου. Παρά το γεγονός της νύχτας, η βραδιά ήταν γεμάτη φως από ένα αυγουστιάτικο φεγγάρι, που μια βδομάδα μετά θα ήταν πλήρες. Δε δυσκολεύτηκα να στήσω τη σκηνή και για πρώτη φορά, έκανα ελεύθερο κάμπινγκ μόνος, κάτω απ' τ' αστέρια. Ήταν λίγο τρομακτικό αλλά κοιμήθηκα σαν πουλάκι, για να ξυπνήσω αξημέρωτα την επομένη και να τραβήξω την ανατολή του Θεού ήλιου.

Μετά από ένα σχετικά απογοητευτικό αποτέλεσμα σε σχέση με αυτό που περίμενα, συνέβη κάτι που δεν περίμενα. Φεύγοντας από τον Ξερόκαμπο και στο δρόμο για Γούδουρα, συνάντησα, περπάτησα, έστριψα, φωτογράφισα την καλύτερη επαρχιακή διαδρομή που έχω οδηγήσει όσο οδηγώ στην Ελλάδα και μια από τις καλύτερες στην Ευρώπη. Τριάντα περίπου χιλιόμετρα συνολικά, εκ των οποίων τα είκοσι είναι ικανά να σε πείσουν να ταξιδέψεις χιλιάδες για να φτάσεις ως εκεί. Πολλές φωτογραφίες, χωρίς λόγια...

Κι ύστερα Ιεράπετρα, με τον γλυστερότερο δρόμο που συνάντησα στο ταξίδι ολόκληρο, μετά το Μακρύγιαλο. Με βρασμένα λάστιχα, τα οποία σε οποιαδήποτε άλλη ποιότητα ασφάλτου ή ενδεχομένως και χωματόδρομου θα ήταν βεντούζες, όχι όμως σε αυτό το μίγμα μπογιάς, πετρελαίου, πίσσας και πούπουλα στα κόκκαλα του εργολάβου που τον έφτιαξε και στον υπεύθυνο του δήμου/νομού/κράτους/πολιτείας του Πλάτωνα για τη συντήρηση, που έχει κάνει τρια σπίτια, ένα για κάθε του παιδί γιατί είναι και νοικοκύρης, από τα λεφτά που κάνουνε τα σπασμένα πλευρά, όσων νοσηλεύονται στις κατά τόπους ορθοπεδικές κλινικές. Γλύστρησε το μπροστινό, όμως ευτυχώς που έχουν γνώση οι φύλακες και ήμουν σε χαλαρή επιφυλακή. Ουδέτερη αντίδραση, η μηχανή στη θέση της, η καρδιά το ίδιο και με αμείωτα μπινελίκια συνέχισα σπινάροντας την 4η. Τα σπορ τουρινγκ λάστιχα δεν κάνουν για τη χώρα μας, νομίζω ότι ένα μέτριο ή σκληρό σπορ λάστιχο είναι καλύτερο. Όχι ότι είμαι απογοητευμένος από τα Pirelli, αλλά δεν ενθουσιάστηκα κιόλας. Έχω κι ένα θέμα με τις άσπρες γραμμές στους δρόμους, που ασχέτως στεγνού ή βρεγμένου γλυστράνε... Κατά τα λοιπά, εξαιρετικά, ζεσταίνονται γρήγορα, γατζώνουν, είναι σταθερά σε όλες τις καμπές και τις ταχύτητες και μάλιστα σε μια στροφή κάτω στην Κρήτη, η οποία είχε πρόσφατα ασφαλτοστρωθεί, έξυσα και τη μπότα μου! Πίσω στην Ιεράπετρα, όπου είχαμε ραντεβού με φίλους και τον αδερφό και πήγαμε απέναντι στη Χρυσή. Τα λόγια είναι περιττά, οι φωτογραφίες περισσές.

Επιστροφή στο Ηράκλειο και νυχτερινή φωτογραφία με το φίλο τον Ι., ο οποίος μετά την αρχικά βαριεστημένη στάση του έναντι του εγχειρήματος και την κατηγορηματική άρνησή του να ποζάρει στο φακό, άρχισε να φτιάχνει κάδρα και να το παίζει αδιάφορος, φλερτάροντας με το φακό με το αποτέλεσμα να δικαιώνει την επιμονή και των δυο. Ύπνο και ξεκούραση για τις επόμενες μέρες, ως την Παρασκευή που είχαμε ραντεβού με τους φίλους να πάμε Χανιά. Ετοίμασα τα πράγματά μου, καθώς την Κυριακή είχα σκοπό ν' αναχωρήσω για Κύθηρα, όμως ένα πρόβλημα στο αυτί με έβαλε σε δεύτερες σκέψεις, μιας και δεν ήθελα να ταξιδέψω με φυσικό και αφόρητο πόνο, ούτε καν να παίξω με τις πιθανότητες, καθώς το σύστημα υγείας στις απομακρυσμένες περιοχές είναι επιεικώς ελλιπές. Έτσι, το ταξίδι της επιστροφής ανεβλήθη, για να συναντήσω και το γιατρό μου στο Ηράκλειο τη Δευτέρα. Εντωμεταξύ, ταξιδεύαμε προς Μονή Πρέβελης, όπου φτάσαμε, αφού πρώτα σταματήσαμε στο Σπήλι, τη γεννέτειρα του μεγάλου δασκάλου Θ. Σκορδαλού, με τα πολλά νερά στην πλατεία και τα μπαγιάτικα σάντουιτς, φωτογραφίες και φτάσαμε. Σκαλοπάτι κι άγιος ο θεός, σχόλια τύπου "ρε μαμά, τόσο ποδαρόδρομο δεν έχω ρίξει ποτέ" και "εμείς 4 κατεβήκαμε, 2 ανεβαίνουμε" αλλά εμείς αποφασισμένοι... Στην κατηφόρα ήταν καλά. Το μέρος αποζημίωνε, πάντως, την ταλαιπωρία. Κρίμα που γράφω σε παρελθοντικό χρόνο κι εύχομαι να πιάσουν αυτόν που έβαλε τη φωτιά και να τον σιγοψήνουν με καμινέτο για το υπόλοιπο της ζωής του. Αμήν.

Χανιά μέσω Αργυρούπολης, όπου στην Αγία Δύναμη, που είναι οι πηγές φάγαμε μισό κιλό παϊδάκια, τα οποία όμως δεν πετύχαμε στο λεμόνι, με αποτέλεσμα να παραγγείλουμε κι άλλα τόσα. Φωτογραφίες, κλασικά και βουρ για Χανιά, όπου φτάσαμε περί τις δέκα, τακτοποιήσαμε τα παιδιά και μετά έξω για ποτό, στη Σπλάντζια, με καλή παρέα και μια χαλαρή διαδήλωση υπέρ της ανεξαρτησίας της Κούβας, πίσω στα Περβόλια και ύπνος κάτω απ' την βουκαμβίλια στην αυλή... Με τους ποντικούς να σουλατσάρουν στο θεριό, τα κουνούπια να μην πλησιάζουν και ολόκληρο το ζωικό βασίλειο γύρω μου, κοιμήθηκα σαν πουλάκι και ξύπνησα απ' τις πρώτες πρωινές αχτίνες του ήλιου, που διαπέρασαν ευκάλυπτους, φοίνικες, υβίσκους και τις υπόλοιπες κουρτίνες της ιδιότυπης αυτής και συνάμα φανταστικής κρεβατοκάμαρας. Χουζούρεψα ως τις δεύτερες πρωινές ώρες και μετά σηκώθηκα για να γνωρίσω και την υπόλοιπη φαμίλια. Βόλτα στο Ελαφονήσι με τα παιδιά, με μια ενδιάμεση στάση στη Μηλιά, ένα εγκαταλειμμένο χωριό, που κάποιοι αναμόρφωσαν σε μια καταπληκτική μονάδα αγροτουρισμού, με δικό της ρεύμα από φωτοβολταϊκά στοιχεία, ταβέρνα, δικά της προϊόντα και περίπου 30 δωμάτια στη μέση μιας ρεματιάς, με ζυμωτό ψωμί και την καλύτερη ατάκα που έχω ακούσει σε ταβέρνα τα τελευταία 30 χρόνια: "δεν πουλάμε κόκα κόλα." Γκαζόζα και μπυράλ, Τεμένια, από το ομώνυμο χωριό δίπλα, η μπύρα Μύθος και απάκι, καλιτσούνι με χόρτα (και όχι χορτοπιτάκι, καθώς έκανα πέντε λεπτά να συνεννοηθώ με τον χανιώτη σερβιτόρο, ο οποίος το πήρε πατριωτικά και ήθελε να το πω με την τοπική του ονομασία, εγώ ο ηρακλειώτης...), ψωμί κι ελιές, σαλάτα και με τηλωμένη τη μπάκα, βουρ για Ελαφονήσι. Εκεί, κάναμε ένα πήλινγκ με αμμοβολή, μια βουτιά και φύγαμε για πίσω, όπου και φτάσαμε αργά το απόγευμα. Μπάνιο και ετοιμασίες για το πάρτυ γενεθλίων της μητέρας της οικογένειας που με φιλοξενούσε, μιας επιβλητικής μορφής, επιβλητικής σαν τα Λευκά Όρη, που έχουν δίπλα τους κι ένα Ψηλορείτη και βαστάνε τη γης στη θέση της. Παιδιά κι εγγόνια, ξαδέρφια και μπατζανάκηδες, φίλοι και γνωστοί κι εγώ ο ξεκούδουνος, φαγητό μαγειρεμένο από όλη την οικογένεια με προϊόντα αποκλειστικά από το κτήμα, τι κρασιά, τι ρακές, τι γλυκά ακολούθως, τι απαγγελία Σέξπηρ από τα πάνω δωμάτια του σπιτιού, τι ο Γκάρφηλντ, που ο παππούς του έχει βγάλει τα χαρτιά του για κάτι ζημιές στην κουζίνα...

Εκεί μέσα, στο Κτήμα Κ. (για δες, θα υπάρξει μπέρδεμα, αυτό της Κρήτης πρέπει να το ονομάσω αλλιώς), στο Κτήμα Ε.Κ., λοιπόν, η σχέση με τη φύση είναι εντελώς διαφορετική. Είναι, θα έλεγα, φυσική, καθώς δε θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό. Μέσα από τους ψηλούς μαντρότοιχους, οι υπεραιωνόβιες ελιές, οι διάφορες καλλιέργιες, το παλιό τούρκικο Μετόχι, ένα κοτέτσι που μετετράπη σε ονειρικό σπίτι, το παλιό ελαιοτριβείο απ' τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ο χρόνος εδώ είναι αρχαίος, ένιωθα σα να είμαι στην Ακρόπολη ή στην Κνωσσό... Αλλά πολλά για την ώρα, αρκεί... Θα επανέλθω με περισσότερα.


Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου